Πριν από μερικές δεκαετίες ακόμη, τα κυπαρίσσια έμοιαζαν απρόσβλητα στις

ασθένειες των δένδρων. Ευθυτενή, αειθαλή, αγέραστα, ήταν το σύμβολο της

μακροβιότητας και της ακινησίας του χρόνου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο

οι άνθρωποι από τους αρχαίους χρόνους τα φύτευαν στα νεκροταφεία, ώστε να

επιβλέπουν ακοίμητα τον αιώνιο ύπνο των νεκρών.

Όμως σήμερα τα κυπαρίσσια είναι άρρωστα. Ένας μύκητας, γνωστός με το

επιστημονικό όνομα Seiridium cardinale, προσβάλλει πρώτα τα ασθενέστερα

δένδρα. Αρχικά νεκρώνονται τα πιο ευαίσθητα νεαρά κλαδιά κοντά στην κορυφή και

στη συνέχεια υποκύπτει όλο το δένδρο. Το κυπαρίσσι αντιδρά στην επίθεση του

μύκητα με έκκριση ρετσινιού, αλλά μάταια. Τα δένδρα που έχουν προσβληθεί δεν

έχουν καμία ελπίδα πια: κόψιμο και κάψιμο είναι η μόνη πρακτική μέθοδος για

την καταπολέμηση του μύκητα των κυπαρισσιών, που ξεκίνησε από την Καλιφόρνια

πριν από πενήντα χρόνια και δεν έπαψε να εξαπλώνεται ανησυχητικά στις χώρες

της Μεσογειακής Ευρώπης. Η ρύπανση της ατμόσφαιρας εξασθενίζει τα δένδρα και

τα καθιστά περισσότερο ευπρόσβλητα σε αυτόν τον μύκητα, που πολλαπλασιάζεται

ευκολότερα στα υγρά κλίματα. Στη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου, για παράδειγμα,

η ρύπανση της ατμόσφαιρας από τον λιγνιτικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής και το

τοπικά υγρό μικροκλίμα, που επιδεινώνεται από τους ατμούς των ψυκτικών πύργων

του εργοστασίου, ευνοούν την ανάπτυξη και την εξάπλωση της ασθένειας: 80% των

κυπαρισσιών στη γύρω κοιλάδα έχουν προσβληθεί σε σύγκριση με το 30% των

άρρωστων δένδρων στην ευρύτερη περιοχή. Στη Νότια Γαλλία, όπου τα κυπαρίσσια

χρησιμοποιούνται εντατικά ως ανεμοφράκτες, σειρές κυπαρισσιών συνολικού μήκους

10.000 χιλιομέτρων πρέπει να κοπούν και να αντικατασταθούν. Στην Ιταλία και

τις μεσογειακές ακτές της Ισπανίας η ασθένεια πλήττει κατά περιοχές το 5% έως

25% των κυπαρισσιών. Ιδιαίτερη έξαρση παρουσιάζει η ασθένεια στην κοιλάδα του

Ροδανού, την Τοσκάνη, την Πελοπόννησο και τη Νότια Εύβοια.

Όμως αυτή δεν είναι όλη η ιστορία. Το εντυπωσιακό είναι ότι το παράσιτο είναι

σχεδόν ανύπαρκτο στα τελευταία φυσικά δάση κυπαρισσιών που υπάρχουν ακόμη σε

ορισμένα ελληνικά νησιά ­ στην Κω, τη Ρόδο, τη Σάμο, τη Σύμη, αλλά κυρίως στην

Κρήτη και την Κύπρο ­ ενώ στα ίδια νησιά έχει προσβάλει τα κυπαρίσσια που

φυτεύονται από τον άνθρωπο σε νεκροταφεία, κήπους και περιβόλια. Αυτά δηλαδή

που προέρχονται από φυτώρια και διαθέτουν μικρή «γενετική ποικιλότητα», καθώς

προέρχονται από έναν περιορισμένο αριθμό γεννητόρων. Πολλά από τα

καλλιεργούμενα κυπαρίσσια είναι επίσης ξενικά και έχουν μεταφερθεί από την

Αμερική, όπου, ας μην ξεχνάμε, εμφανίσθηκε για πρώτη φορά η ασθένεια. Ύστατη

ελπίδα για τη σωτηρία των κυπαρισσιών είναι οι ανθεκτικές ποικιλίες που

υπάρχουν στα λίγα φυσικά δάση που απομένουν.


Αν πιστέψουμε τον θρύλο, οι ναυτικοί της αρχαιότητας καταλάβαιναν ότι

πλησίαζαν τις ακτές της Κρήτης από τη μυρωδιά του κυπαρισσιού, που έφθανε ώς

ανοικτά στο πέλαγος. Πυκνά δάση από «ευώδη» κυπαρίσσια, όπως τα χαρακτηρίζει ο

Όμηρος, κάλυπταν την Κρήτη, την Κύπρο, την Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον μύθο

που διέσωσε ο Οβίδιος, σε κυπαρίσσι μεταμόρφωσε ο Απόλλων έναν νεαρό βοσκό ­

τον Κυπαρίσσιο ­ που σκότωσε κατά λάθος ένα ελάφι του Θεού. Η φυσική προέλευση

του Cupressus sempervirens, του είδους του κυπαρισσιού που χαρακτηρίζει το

μεσογειακό τοπίο, είναι ωστόσο μάλλον ασιατική. Στην Ιταλία είναι πιθανόν ότι

το μετέφεραν οι Ετρούσκοι που το πήραν από τους Φοίνικες. Η διάδοση του

κυπαρισσιού προς τα δυτικά ακολούθησε την ίδια πορεία με τη διάδοση του

πολιτισμού και η εξάπλωσή του συμπίπτει σήμερα σε μεγάλο βαθμό με τα παλαιά

όρια, τα «limes», της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την αρχαιότητα το κυπαρίσσι

είχε πλήρως εγκλιματιστεί στις νέες του πατρίδες και σχημάτιζε πυκνά φυσικά

δάση. Σήμερα αυτά τα αρχαία δάση δεν υπάρχουν πλέον. Τα κυπαρίσσια κόπηκαν για

να δώσουν ξυλεία για τα πλοία Αιγυπτίων, Κρητών, Φοινίκων, Ρωμαίων,

Βυζαντινών, Ενετών. Σήμερα, εκτός από υπολείμματα των φυσικών δασών στα

ελληνικά νησιά και την Κύπρο, τα κυπαρίσσια είναι καλλιεργούμενο είδος.

Χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό φυτό σε νεκροταφεία, πάρκα, δρόμους, καθώς και

για το καλό του ξύλο, τα αιθέρια έλαια και τις φαρμακευτικές ουσίες που

εξάγονται από αυτό.