Ενα χρόνο από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, «ΤΑ ΝΕΑ» καταγράφουν, μέσα από

τις ανέκδοτες μαρτυρίες κορυφαίων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος και μελών

της οικογενείας του, άγνωστες στιγμές από τη συγκλονιστική πορεία του ιδρυτή

του ΠΑΣΟΚ.

Οι αφηγήσεις αυτές περιλαμβάνουν πολλά άγνωστα περιστατικά από το τελευταίο

διάστημα της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και απόψεις του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ

για μια σειρά από θέματα.

Μέσα από αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες στελεχών του ΠΑΣΟΚ και μελών της

οικογένειας Παπανδρέου αναδεικνύεται η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, ο

τρόπος σκέψης του, οι θέσεις του για τη ζωή και την πολιτική, και το μεγάλο

πάθος του για την Ελλάδα.

Τον κύκλο των αναμνήσεων και των προσωπικών μαρτυριών για τον ηγέτη που

σφράγισε την πολιτική ζωή της χώρας, τις τελευταίες δεκαετίες, ανοίγει η κ.

Δήμητρα Α. Παπανδρέου, η οποία και περιγράφει, λεπτό προς λεπτό, τις

τελευταίες ώρες του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.


«ΕΚΕΙΝΟ το πρωί ξύπνησε μάλλον κακόκεφος και κουρασμένος. Οι νοσοκόμες

παρατήρησαν ότι ήταν και λυπημένος. Σε μια από αυτές ζήτησε να του φωνάξουν

τον αγαπημένο του αστυνομικό Ανδρέα Αλεξόπουλο. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, ο

Ανδρέας του είπε: «Φώναξέ μου τον Καράτση». Όλοι νομίζαμε ότι ήθελε να δει τον

Γιώργο Καράτση, τον παλιό συνεργάτη του ίδιου και του Γεωργίου Παπανδρέου. Η

αλήθεια είναι ότι ήθελε να μιλήσει με τον Τάκη Καράτση, τον οδηγό και πιστό

σωματοφύλακά του, ο οποίος είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν»…

Η Δήμητρα Α. Παπανδρέου ξετυλίγει τις μνήμες για τις σκληρές, τελευταίες ώρες

του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, το Σάββατο 22 Ιουνίου, πέντε ημέρες πριν από το Συνέδριο

του ΠΑΣΟΚ. Μιλάει, για πρώτη φορά, για εκείνη τη νύχτα που σημάδεψε τη ζωή

της, και την πολιτική ζωή του τόπου. Αφηγείται με λεπτομέρειες το

συγκλονιστικό γεγονός και δείχνει σαν να ζει, ακόμη και σήμερα, την κάθε

στιγμή, το κάθε λεπτό εκείνης της ημέρας…

«Το βράδυ, λίγο πριν από το δείπνο, ο γιατρός Μάκης Καρπαθίου, που με τη

σύζυγό του τού έκαναν λογοθεραπεία, προκειμένου να αποκατασταθεί η ομιλία του

μετά την τραχειοστομία, μας είπε ότι στη διάρκεια της θεραπείας τούς ανέφερε

το όνομα Μήδης. Τόσο ο Καρπαθίου, όσο και ο νευροχειρουργός Αντώνης Μαΐλης,

που ήταν επίσης εκείνο το βράδυ μαζί μας, δεν γνώριζαν τίποτε για τον Μήδη.

Τον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη του Γεωργίου Παπανδρέου, από την εποχή που ο

Γέρος της Δημοκρατίας ήταν βουλευτής Λέσβου. Ο Ανδρέας μιλούσε συχνά για τη

φιλία του Μήδη και του πατέρα του, ως το ιδανικό μιας φιλίας στη σύγχρονη

εποχή.

Ο Μήδης είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα, στον προεκλογικό αγώνα του

1963, και ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε ξεπεράσει αυτή την απώλεια».

Η επίκληση του Μήδη από τον Ανδρέα Παπανδρέου την ημέρα εκείνη, τελευταία

ημέρα της ζωής του, έδωσε την αφορμή για ένα μεγάλο μπέρδεμα, μια σύγχυση

σχετικά με το αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αυτοπροσδιόριζε το τέλος του με το μύδι

που κλείνεται στον εαυτό του όταν θέλει να πεθάνει.

«Τίποτε από αυτά δεν είναι αλήθεια», αναφέρει η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου. «Το

μόνο αληθινό και συνάμα συγκλονιστικό είναι αυτό που σας προανέφερα. Ότι

εκείνη την ημέρα ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε αυτό που λένε για όλους όσων

πλησιάζει το τέλος τους: καλούν ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή».

Και συνεχίζει: «Ώς το απόγευμα η ημέρα του κύλησε όπως και οι υπόλοιπες. Με

θεραπεία, αλλά όχι τεχνητό νεφρό, και ό,τι υπαγόρευε το υπόλοιπο πρόγραμμα από

φυσικοθεραπείες. Νωρίς το απόγευμα άρχισαν οι επισκέψεις, όπως γινόταν άλλωστε

τον τελευταίο καιρό. Ήρθε ο Αντώνης Λιβάνης, ο αγαπημένος φίλος και

συνεργάτης, ο οποίος το συνήθιζε το τελευταίο διάστημα, σχεδόν σε καθημερινή

βάση. Τους άφησα στο γραφείο να τα πουν. Πάντα ήθελε με τον Λιβάνη να τα λέει

μόνος. Τον επισκέφθηκαν ακόμη ο Δημήτρης Κρεμαστινός και ο Κώστας Στεφανής, οι

καθηγητές και φίλοι του, που επίσης έρχονταν συχνά στην Εκάλη, όχι μόνο για

ιατρικούς λόγους, αλλά και για να τον επισκεφθούν. Κάποια στιγμή ήρθε ο

Γιώργος Παπανδρέου με την Άντα, τη γυναίκα του, και την κόρη τους Μαργαρίτα».

Τον σκοπό της επίσκεψης του Γιώργου Παπανδρέου τον εξηγεί η ίδια: «Ήθελε να

τον πείσει να μην παραστεί στο Συνέδριο. Θυμίζω ότι εκείνη την περίοδο το

μεγάλο θέμα ήταν αν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ θα παραστεί ή όχι στις εργασίες του

Συνεδρίου. Ο Ανδρέας απέφυγε συστηματικά κάθε συζήτηση γύρω από το θέμα του

Συνεδρίου. Η συζήτησή τους περιστράφηκε σε τυπικά θέματα και θέματα υγείας του

ίδιου του Ανδρέα».

Μέχρι τις 8.30 το βράδυ είχαν φύγει οι περισσότεροι, δηλαδή ο Αντ. Λιβάνης, ο

Δ. Κρεμαστινός, ο Κ. Στεφανής και η οικογένεια του Γιώργου Παπανδρέου. Στο

μεταξύ, είχαν έρθει ο Τηλέμαχος Χυτήρης και ο Νίκος Αθανασάκης, προκειμένου,

όπως λέει η κ. Παπανδρέου, «να δουλέψουν το κείμενο της ομιλίας του στο

Συνέδριο. Ο πρόεδρος τούς είχε ζητήσει να μείνουν και στο δείπνο. Έτσι, στο

δείπνο παρακάθησαν, πλην των δύο, το ζεύγος Καρπαθίου, ο Αντ. Μαΐλης και η

βοηθός του Δ. Κρεμαστινού, Π. Φλεβάρη, που παρακολουθούσε τον πρόεδρο. Το

φαγητό ήταν ψάρι, χόρτα και βραστά λαχανικά. Ο πρόεδρος έδειχνε λυπημένος και

ήταν λιγομίλητος. Έφαγε για πρώτη φορά με άνεση και αδιαμαρτύρητα όλο του το

φαγητό. Μου έκανε το χατίρι, γιατί τον πίεζα να τρώει. Ήπιε και ένα ποτήρι

άσπρο κρασί. Όταν φάγαμε, γύρω στις 12 και κάτι, σηκώθηκε από το τραπέζι και

μας είπε: «Θα μου επιτρέψετε να αποσυρθώ. Αισθάνομαι λίγο κουρασμένος».

Σηκωθήκαμε κι εμείς. Τους χαιρέτησε όλους, για πρώτη φορά διά χειραψίας. Τον

συνόδευσα στο δωμάτιο. Εκεί τον παρέλαβαν οι νοσοκόμες. Μέχρι να τον

ετοιμάσουν, να τον συνδέσουν δηλαδή με το μόνιτορ και τα καλώδια του

καρδιογράφου, τον πείραξα. ­ Απόψε δεν μου είπες ότι μ’ αγαπάς. «Δεν σ’ αγαπώ,

σε λατρεύω», απάντησε. Μου χαμογέλασε, έσκυψα τον φίλησα και τον άφησα στις νοσοκόμες».

Η συνέχεια είναι εφιαλτική. Η Δήμητρα Α. Παπανδρέου επιστρέφει στους

καλεσμένους της. Τους καλεί να βγουν στο μπαλκόνι. Η νύχτα είναι πολύ ζεστή,

και το μπαλκόνι προσφέρει δροσιά. Η συζήτηση έχει μόλις ξεκινήσει όταν…

«Μια νοσοκόμα έρχεται τρέχοντας και μας ειδοποιεί ότι «ο πρόεδρος έχει

αρρυθμίες». Πανικός. Τρέχουμε όλοι στο δωμάτιο. «Φωνάξτε ένας τον Κρεμαστινό»,

λέω σε κάποιον. Η Φλεβάρη και ο Μαΐλης είχαν πέσει επάνω του και προσπαθούσαν

να τον συνεφέρουν. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτε. Είχα πάθει σοκ. Το

μόνο που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου ήταν ότι είχα πέσει γονατιστή

κρατώντας μια εικόνα του Χριστού του 16ου αιώνα, την οποία είχα και στο

νοσοκομείο, και φώναζα «Θεέ μου μη μου το κάνεις αυτό». Και στους γιατρούς

«Κάντε κάτι, σας παρακαλώ». Η κατάστασή μου ήταν άγρια. Κάποια στιγμή με

σήκωσε από το πάτωμα ο Μαΐλης. Άκουγα τον υπόκωφο ήχο του απινιδωτή. Ο Μαΐλης

μου είπε μαλακά: «Ελα, σε παρακαλώ, σήκω». ­ Μη μου πεις ότι τέλειωσε; «Ναι»,

μου απάντησε. Τρελάθηκα. Έχασα τον κόσμο. Δεν ήμουν εγώ αυτή που ζούσα όλα

αυτά. Δεν είχα συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Νόμιζα ότι και αυτή τη

φορά θα τα κατάφερνε. Δεν περίμενα ότι εκείνο το βράδυ θα έφευγε ο πρόεδρος».

Το τέλος είχε έλθει. Ο Τηλέμαχος Χυτήρης άρχισε τα τηλεφωνήματα. Πρώτα στον

Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά τον Πρωθυπουργό, που βρισκόταν σε επίσημη

αποστολή στη Μπολόνια της Ιταλίας, έπειτα στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Σε λίγο, στην

οδό Αγράμπελης άρχισαν να φτάνουν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Τα πρώτα τηλεοπτικά

συνεργεία έκαναν την εμφάνισή τους…

«Μόλις είδα τον Αντώνη Λιβάνη έπεσα στην αγκαλιά του. Έκλαιγα. Έκλαιγε κι

αυτός. Κλαίγαμε μαζί»…

Εκείνη την ώρα θυμήθηκε ότι «όταν άρχισε η κρίση με τις αρρυθμίες και πριν

επιδεινωθεί η κατάσταση, ο πρόεδρος είχε πει στον Ανδρέα Αλεξόπουλο, που

βρισκόταν δίπλα του: «Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να πεθάνω»».

Αυτή τη φορά ο πρόεδρος τούς είχε διαψεύσει όλους. Ακόμη και τον εαυτό του…


«Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ήταν κοκέτης, ακόμη και την εποχή που η υγεία του δεν ήταν σε καλή

κατάσταση», θυμάται η Δήμητρα Α. Παπανδρέου.

«Ακόμη και στο νοσοκομείο, όταν άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, ντρεπόταν να

τον βλέπουν με τις πιζάμες. Εγώ, για να του φτιάχνω τη διάθεση, του αγόραζα

ωραία ρούχα με χαρούμενα χρώματα, μάλλον μοντέρνα, για να αισθάνεται άνετα.

Ξέρετε, αυτό το κάναμε και στο Χέρφιλντ. Εκεί το έμαθα κι εγώ. Ήταν μια θεωρία

του Μαγκντί Γιακούμπ που έλεγε ότι οι ασθενείς πρέπει να ντύνονται σαν

κανονικοί άνθρωποι, έτσι ώστε να νιώθουν έτοιμοι να ενταχθούν και πάλι στην

κοινωνία. Τρελαινόταν για τα ωραία ρούχα και τα παπούτσια».

Ειδικά για τα παπούτσια, που ήταν η αδυναμία του, διηγείται ένα περιστατικό

που συνέβη στο Ωνάσειο:

«Κάποια φορά στο νοσοκομείο είδε τον Αντώνη Λιβάνη να φοράει καινούργια

παπούτσια. «Ωραία παπούτσια Αντώνη», του είπε. «Δώρο μου τα έστειλαν, από την

Ιρλανδία, Πρόεδρε». Τον είδα ότι τα κοίταζε με επιμονή. Κατάλαβα. Πιάνω τον

Λιβάνη και του λέω: «Παρήγγειλε να σου στείλουν δύο ζευγάρια για τον Πρόεδρο».

Πράγματι, έτσι έγινε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά που ένιωσε όταν του

τα έφεραν και τα φόρεσε».


«ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ δεν έθεσα ποτέ ζήτημα να αποκλειστούν τα παιδιά από την επαφή με

τον πατέρα τους, και ειδικά την περίοδο που βρισκόταν στο Ωνάσειο». Η Δήμητρα

Λιάνη – Παπανδρέου αναφέρεται σε ένα θέμα το οποίο έχει αποτελέσει τα

τελευταία χρόνια μόνιμη εστία τριβής στις σχέσεις της με την οικογένεια Παπανδρέου:

«Είχαν πάντα την αντίληψη να μην τον αφήνουν μόνο μαζί μου. Αυτή η λογική

επικρατούσε και στο Ωνάσειο. Όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε κάποιες στιγμές

να μένει μόνος. Δεν ήθελε να τον βλέπει η κόρη του στην κατάσταση που ήταν

μερικές φορές ως ασθενής, όσο κι αν την αγαπούσε. Γι’ αυτό τους είχε

παρακαλέσει να ειδοποιούν πριν έρχονται. Αυτοί όμως δεν το τηρούσαν. Θυμάμαι

ότι την ημέρα της εισαγωγής στο Ωνάσειο τον ειδοποίησαν ότι είναι έξω η Σοφία

με τον Κατσανέβα. Έγινε έξαλλος. Ζήτησε να του φωνάξουν μόνο τη Σοφία. Όπως

ήταν με τη μάσκα του οξυγόνου, της είπε: «Δεν θέλω να τον δω μπροστά μου. Δεν

είσαι κόρη μου εσύ. Να τον πάρεις και να φύγετε». Έδωσε μάλιστα εντολή στους

αστυνομικούς να μην τον αφήνουν να περάσει. Εγώ συνόδευσα τη Σοφία έξω, και

της είπα: «Γιατί τον φέρνεις, αφού ξέρεις ότι συγχύζεται». Η Σοφία μού

απάντησε: «Δεν είναι ανάγκη να το κάνουμε πάνω από το κρεβάτι του πατέρα μου».

Αυτό ήταν όλο το επεισόδιο που το «φούσκωσαν» και το παρουσίασαν ότι πέταξα τη

Σοφία και τα άλλα παιδιά του Ανδρέα έξω από το νοσοκομείο. Θα ήμουν η

τελευταία εγώ, που θα χώριζα τα παιδιά από τον πατέρα».

Η κ. Λιάνη – Παπανδρέου αναφέρει επίσης ότι τις ίδιες εντολές είχε δώσει ο

Ανδρέας Παπανδρέου και αφότου επέστρεψε στην Εκάλη: «»Θέλω να μου τηλεφωνείτε

πριν έρχεστε», είχε πει στη Σοφία, που ερχόταν μαζί με τα παιδιά της, ενώ

εκείνος έκανε θεραπεία και δεν είχε ούτε τη διάθεση ούτε τον χρόνο να δεχθεί

επισκέψεις. Πιο συχνά έρχονταν, έτσι, πάντα απροειδοποίητα, η Σοφία και ο

Νίκος και πιο αραιά ο Αντρίκος. Τη Σοφία είναι αλήθεια ότι την υπεραγαπούσε.

Γι’ αυτό τον στενοχωρούσε αφάνταστα όταν δεν την έβλεπε σε καλή κατάσταση.

Κάποια φορά που την είχε δει στην τηλεόραση να κάνει δηλώσεις είχε

στενοχωρηθεί τόσο, που μάλιστα στην επόμενη επίσκεψή της τής το είχε επισημάνει».


«Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ του Ανδρέα Παπανδρέου στο Συνέδριο ήταν γι’ αυτόν κίνητρο ζωής»,

αναφέρει η Δήμητρα Α. Παπανδρέου, για μια υπόθεση που βασάνισε επί μήνες, το

1996, το ΠΑΣΟΚ. Και συνεχίζει:

«Δεν υπήρχε ούτε από μένα ούτε από το λεγόμενο περιβάλλον καμία διάθεση να τον

πιέσουμε. Άλλωστε ο Ανδρέας ζούσε πάντα με τρία πράγματα: ελπίδα – κίνητρο –

προοπτική. Ζούσε έχοντας πάντα ελπίδα, ένα κίνητρο και μια προοπτική για την

πολιτική και τη ζωή.

Κανείς δεν θα ήθελε την κακή εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου στο Συνέδριο. Θα το

εισέπραττα πρώτη απ’ όλους εγώ.

Ο Ανδρέας ήθελε να στείλει τουλάχιστον ένα μήνυμα στο Συνέδριο. Και προσωπικά

ήθελε να παραστεί, σε καλή κατάσταση. Κανέναν δεν συνέφερε να μην είναι σε

καλή κατάσταση.

Ήξερε πολύ καλά ότι κάποιοι δεν τον ήθελαν, αλλά ήξερε επίσης ότι αν δεν

παρευρισκόταν θα έδινε λαβή στην τότε εσωκομματική αντιπολίτευση».

Εκείνο το διάστημα ο Ανδρέας Παπανδρέου υποβαλλόταν σε λογοθεραπεία,

προκειμένου να βελτιώσει όχι μόνο τη φωνή του, αλλά και την αναπνοή του, που

έτσι κι αλλιώς λόγω της πρόσφατης περιπέτειας δεν ήταν σε καλή κατάσταση.

«Ο ίδιος ο πρόεδρος ζούσε με την προοπτική να πάει στο Συνέδριο. Ηξερε ότι

επρόκειτο για μια μάχη σκληρή. Εμείς προσπαθούσαμε να τον κάνουμε να μην

αγχωθεί.

Του δίναμε εναλλακτικές λύσεις, στις συζητήσεις που κάναμε με τον Τηλέμαχο

Χυτήρη και τον Νίκο Αθανασάκη. Του λέγαμε: «Αν δεν μπορείς την πρώτη ημέρα, θα

πας την τρίτη με το κλείσιμο. Κι αν και τότε δεν μπορείς, θα στείλεις ένα

μήνυμα». Ρωτούσε συχνά εκείνη την εποχή: «Οι βουλευτές τι λένε;». Και του

απαντούσαμε: «Περιμένουν να σας δουν στο Συνέδριο»».

Ένα μεγάλο ερώτημα, στο οποίο δεν έχει δοθεί απάντηση μέχρι σήμερα, είναι τι

θα έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν τελικά κατάφερνε να παραστεί στο Συνέδριο ή

τι θα ανέφερε στο μήνυμά του, αν δεν μπορούσε να παραστεί. Η Δήμητρα Α.

Παπανδρέου εξηγεί:

«Ο Ανδρέας, θυμάστε, στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που

είχε παρευρεθεί είχε κατακεραυνώσει την τότε εσωκομματική αντιπολίτευση.

Στόχος του ήταν να πάει στο Συνέδριο και να υποδηλώσει ότι «είναι εδώ».

Βεβαίως θα έστελνε ένα μήνυμα ενότητας, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα έκανε νύξη

για την εσωκομματική αντιπολίτευση, που δεν ήταν πια αντιπολίτευση. Το βέβαιο

είναι ότι ήθελε να επανέλθει στην ενεργό πολιτική. Μ’ αυτή την ελπίδα ζούσε».


«ΑΓΧΟΣ είχε ο Ανδρέας πριν από κάθε δημόσια εμφάνισή του», αποκαλύπτει η

Δήμητρα Α. Παπανδρέου. Και εξηγεί: «Όταν επρόκειτο να κάνει μια δημόσια

ομιλία, αφού ντυνόταν καλά, προσέχοντας τα χρώματα κ.λπ., με ρωτούσε πάντα

«πώς είναι τα ρούχα μου, πώς ακούγεται η φωνή μου;». Και πάντα, αφού

ολοκλήρωνε μια δημόσια ομιλία σε μια συγκέντρωση, την πρώτη που αναζητούσε με

το βλέμμα πίσω από το παραβάν ήμουν εγώ. Με κοιτούσε στα μάτια και περίμενε να

του κάνω ένα νεύμα επιδοκιμασίας, για να του πω μ’ αυτό τον τρόπο πώς ήταν.

Ήταν ένας κώδικας επικοινωνίας που διατηρούσαμε όλα αυτά τα χρόνια».

Μεγαλύτερο ήταν το άγχος του πριν από κάθε εμφάνισή του στη Βουλή: «Πριν

μιλήσει στη Βουλή το άγχος του ήταν τέτοιο, που το μεσημέρι ούτε έτρωγε ούτε έπινε».

Τι έκανε η ίδια απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση; «Προσπαθούσα να τον εμψυχώνω,

να του δίνω κουράγιο. Είναι κάτι που το έκανα από την περίοδο που αντιμετώπιζε

τις δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο. Όταν αισθανόταν ασφυκτικά με την εξέλιξη των

δικών, τότε που δεν ήξερε τι θα γίνει την επομένη, του έλεγα: «Έλα, άφησε τις

δίκες κι ετοιμάσου να γίνεις πρωθυπουργός». Τον έκανα να σκέφτεται θετικά,

ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορεί να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες».