Ο τίτλος στην εφημερίδα «New York Observer» την εβδομάδα που μας πέρασε τα λέει όλα. «You are back, Bob!» έγραφε χαιρετίζοντας την επιστροφή του Μπομπ Γούντγουορντ στην πρώτη γραμμή της ειδησεογραφίας. Από την εποχή του κολοφώνα της δόξας του, όταν αποκάλυψε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ το οποίο οδήγησε στην παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον από την προεδρία των ΗΠΑ, είχε να απασχολήσει τόσο πολύ τα πρωτοσέλιδα ο πιο διάσημος δημοσιογράφος της Αμερικής.

Το βιβλίο του «Φόβος: Ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο» αποκάλυψε έναν πρόεδρο με περιορισμένες νοητικές ικανότητες, έναν περίγυρο που τον περιφρονεί και συμβούλους που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν τις αποφάσεις που εκείνοι κρίνουν σωστές. Το απόλυτο χάος, δηλαδή, στη διακυβέρνηση μιας από τις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη.

Ο Ρόμπερτ Aπσερ Γούντγουορντ γεννήθηκε στη Γενεύη του Ιλινόις τον Μάρτιο του 1943. Μεγάλωσε στο γειτονικό Γούιτον, γενέτειρα του κωμικού Τζον Μπελούσι, για τον οποίο αργότερα έγραψε βιβλίο. Μια πόλη που σταδιακά απορροφήθηκε από τη μεταπολεμική επέκταση των προαστίων του κοντινού Σικάγο. Ο πατέρας του ήταν διακεκριμένος δικηγόρος της περιοχής και η οικογένεια διέθετε οικονομική άνεση. Ομως η παιδική ηλικία του Μπομπ δεν ήταν ανέφελη. Οι γονείς του χώρισαν όταν εκείνος ήταν 12 ετών – ένα μοτίβο που και ο ίδιος, με τους τρεις γάμους του, ακολούθησε μετέπειτα.

Καλοσπούδασε. Από το ναυτικό κέρδισε υποτροφία για το Γέιλ όπου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία και Ιστορία. Το 1965 αποφοίτησε ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ βρυχάτο ήδη. Πήρε την απόφαση να καταταγεί για τέσσερα χρόνια. Θεώρησε ότι ήταν καλύτερα να δηλώσει εθελοντής απ’ ότι εάν τον καλούσε η στρατολογία, ώστε να έχει μεγαλύτερο λόγο για το πού θα τον έστελναν. Η κίνηση απέδωσε. Ο Γούντγουορντ πέρασε τον πόλεμο στη θάλασσα, με θητεία ακόμα και σε ένα πλοίο σχεδιασμένο να φιλοξενήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης. Δεν βρέθηκε ποτέ στο μέτωπο.

Ομως η αγάπη του για τη δημοσιογραφία δεν έσβησε ούτε μια στιγμή, αφού πάνω στο πλοίο έβγαζε μια μικρή εφημερίδα. Το 1970 ολοκλήρωσε τη θητεία του έτοιμος να εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα του, δηλαδή να γίνει κι εκείνος δικηγόρος. Μπήκε στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ αλλά μετά άλλαξε γνώμη και προτίμησε να δοκιμασθεί για δύο εβδομάδες ως ρεπόρτερ στην εμβληματική εφημερίδα «Washington Post».

Η καριέρα του δεν ξεκίνησε καλά. Οι πρώτες δύο εβδομάδες τελείωσαν με εκείνον να έχει γράψει 17 ρεπορτάζ από τα οποία δεν δημοσιεύθηκε κανένα. Τον έστειλαν σε μια θυγατρική εφημερίδα, τη «Montgomery County Sentinel», στο Μέριλαντ. Ομως εκεί διέπρεψε. Με την εργασιομανία που αργότερα τον έκανε διάσημο έγινε ο βασικός ρεπόρτερ της «Sentinel» μέσα σ’ έναν χρόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1971 επέστρεψε στην «Post», ως νυχτερινός αστυνομικός συντάκτης.

Τον Ιούνιο του 1972 ήρθε η στιγμή που άλλαξε τη ζωή του Γούντγουορντ και της Αμερικής. Τα ξημερώματα της 17ης Ιουνίου ένας συνάδελφος τον ενημέρωσε ότι πέντε άνδρες με κάμερες συνελήφθησαν για διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ. Μαζί με τον πιο έμπειρο Καρλ Μπερνστάιν, ο Γούντγουορντ άρχισε να ερευνά τη μεγαλύτερη πολιτική ιστορία του αιώνα. Ακολούθησαν δύο χρόνια εντυπωσιακής δουλειάς, με τη βοήθεια του πληροφοριοδότη τους, με την κωδική ονομασία Βαθύ Λαρύγγι. Ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε η εφημερίδα τους, παρ’ όλες τις πιέσεις, έκαναν πίσω. Μετά την παραίτηση Νίξον ακολούθησε το βιβλίο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» και κατόπιν η ταινία όπου τον Γούντγουορντ υποδύθηκε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Μπέρνσταϊν ο Ντάστιν Χόφμαν.

Η αμερικανική δημοσιογραφία άλλαξε, μέσα από τα σπλάγχνα της δημιουργήθηκαν σταρ που ήταν σταυροφόροι της αλήθειας. Και ο Γούντγουορντ έγινε ο φόβος και ο τρόμος της εξουσίας. Εγραψε 19 βιβλία, αποκαλυπτικά για την εκάστοτε εξουσία – όλα έγιναν μπεστ σέλερ. Η φήμη του του ανοίγει όλες τις πόρτες και ο τρόπος με τον οποίο επί δεκαετίες προστάτευσε το Βαθύ Λαρύγγι, η ταυτότητα του οποίου έγινε γνωστή μετά τον θάνατό του, δημιουργεί εμπιστοσύνη στις πηγές. Οπως λένε εκείνοι που τον γνωρίζουν, έχει και ένα άλλο μυστικό. Πείθει στελέχη της κυβέρνησης να του μιλήσουν επειδή τους προκαλεί φόβο πως θα μιλήσει και με άλλους συναδέλφους τους και έτσι θέλουν να συμμετέχουν κι εκείνοι στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

Κάπως έτσι μίλησε με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου που του περιέγραψαν το χάος που επικρατεί με τον Τραμπ στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής ζωής των ΗΠΑ.

Η εικόνα που βγαίνει από το βιβλίο δεν είναι μόνο ενός προέδρου χωρίς καμία ενσυναίσθηση και με παθολογική ροπή προς τα ψέματα, ενός προέδρου που στενοί συνεργάτες του τον αποκαλούν ηλίθιο και με τις νοητικές ικανότητες 10χρονου. Περιγράφει έναν Λευκό Οίκο όπου οι βοηθοί του προέδρου χρησιμοποιούν κάθε μέθοδο για να περιορίσουν τα tweet του Τραμπ, τα περισσότερα από τα οποία τα στέλνει τα ξημερώματα από την κρεβατοκάμαρά του, το «εργαστήριο του διαβόλου», όπως τη χαρακτηρίζουν κοροϊδευτικά. Σκιαγραφεί μια κυβέρνηση που λειτουργεί χύμα, υπουργούς που παίρνουν από το γραφείο του Τραμπ διατάγματα ώστε να μην τα υπογράψει, επειδή διαφωνούν με τις αποφάσεις του. Ενα «θεσμικό πραξικόπημα», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο δημοσιογράφος.