Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Η νέα παγκόσμια αναταραχή», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Gutenberg, ο Κώστας Βεργόπουλος αναρωτιόταν αν το 2017 θα ήταν η χρονιά της νέας κρίσης, ακόμα βαθύτερης αυτή τη φορά, με επίκεντρο τώρα την Ευρώπη. Πράγματι, υπάρχουν τέτοιες ανησυχίες σε διεθνείς οικονομικούς κύκλους γιατί μπορεί η μεγάλη κρίση του 2008 να ξεπεράστηκε κάπως, τα διαρθρωτικά προβλήματα όμως της παγκόσμιας οικονομίας είναι πάντα εδώ, και όχι μόνο λόγω της υπερσυσσώρευσης των χρεών. Ο ίδιος ο Βεργόπουλος ήταν απαισιόδοξος, γιατί πίστευε ότι ένα 2% της κοινωνίας, το κατά πολύ πλουσιότερο κομμάτι της δηλαδή, ευνοείται από τη συνταγή που εφαρμόζεται παγκοσμίως, ενώ το υπόλοιπο 98% θυσιάζεται προκειμένου να «σωθεί».

Ο διεθνούς εμβέλειας καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας δεν θα είναι πια εδώ για να δει την εξέλιξη των γεγονότων τα οποία διαρκώς μελετούσε. Επαθε βαρύ εγκεφαλικό την Τρίτη το βράδυ στο Παρίσι, έπεσε σε βαθύ κώμα και εντέλει χθες οι γιατροί κατέθεσαν τα όπλα και τον άφησαν να φύγει οριστικά από τη ζωή. Ο Κώστας Βεργόπουλος, που ξεκίνησε με σπουδές Νομικής στην Αθήνα, έφυγε για τη Γαλλία όπου συνέχισε τις σπουδές του (στη Σορβόννη) αλλάζοντας αντικείμενο για να γίνει εντέλει καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Vincennes (Paris 8), στο οποίο δίδασκε μέχρι σήμερα, στα 75 του χρόνια. Ποτέ δεν άφησε τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο αυτό, έστω και αν για ένα διάστημα δίδασκε παράλληλα και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Νίκου Πουλαντζά αλλά και του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, με τον οποίο δίδασκαν στο ίδιο πανεπιστήμιο (Paris 8). Και εργάστηκε και ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής.

Ο Κώστας Βεργόπουλος υπήρξε σφριγηλός διανοούμενος, παρεμβατικός και εργατικός μέχρι τέλους. Το συγγραφικό του έργο είναι ιδιαίτερα μεγάλο: περί τα δεκαπέντε βιβλία είχε γράψει ο ίδιος (αρκετά από αυτά μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες) και σε άλλα δέκα περίπου υπήρξε συν-συγγραφέας. «Εγραφε περισσότερο από όσο το κοινό του μπορούσε να καταναλώσει» λέει ένας παλιός του φίλος, και αυτό αντανακλάται και σε άλλου είδους κείμενα, καθώς είχε πυκνή αρθρογραφία στον ελληνικό και τον γαλλικό Τύπο, ενώ δεν δίσταζε να δώσει και μακροσκελείς συνεντεύξεις για τα θέματα που τον απασχολούσαν, που και αυτές εμπεριείχαν στην ουσία συγγραφική δουλειά.

Ενα από τα πρώτα του βιβλία, «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», θεωρήθηκε για την εποχή του τομή στη σχετική θεματολογία. Αμέσως μετά έγραψε, κατόπιν ανάθεσης, για την «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τα σημαντικά βιβλία «Εθνικισμός και οικονομική ανάπτυξη» και «Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα», που κυκλοφόρησαν και αυτόνομα από τις εκδόσεις Εξάντας. Ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά στράφηκε σε άλλου είδους θεματολογία, στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θεματολογία στην οποία έμεινε πιστός μέχρι τέλους. Στο πλαίσιο αυτό έβγαλε βιβλία όπως τα «Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα» (Λιβάνης, 1999), «Ποιος φοβάται την Ευρώπη» (Λιβάνης, 2000), «Η αρπαγή του πλούτου» (Λιβάνης, 2005), επίσης το σχετικά πρόσφατο «Το μαύρο και το κόκκινο» (Λιβάνης, 2014), όπου αναλύει τη σχέση της κρίσης με το χρηματιστηριακό και χρηματοοικονομικό καζίνο του καιρού μας, αλλά και το «Μια ανάρμοστη σχέση» (Πατάκης, 2012) που γράφτηκε στην αρχή της ελληνικής κρίσης και αναλύει τα αίτιά της σε σχέση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Ο Κώστας Βεργόπουλος, όπως λένε όλοι όσοι τον γνώρισαν καλά, ήταν πολυσχιδής προσωπικότητα, πολύ ενημερωμένος πάντα ως προς το διεθνές γίγνεσθαι, το οποίο μπορούσε να αναλύει με το καυστικό χιούμορ του, τον σαρκασμό του, το ευφυές πνεύμα του. Παρά το γεγονός ότι πολιτικά βρισκόταν όλα του τα χρόνια κοντά στον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, δεν είχε ποτέ κομματική ένταξη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν πολιτικά ενεργός. Το αντίθετο. Ηδη στα νεανικά του χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Θέμιδας, του συλλόγου των φοιτητών Νομικής δηλαδή, είχε ενεργό συμμετοχή στα κινήματα του 15% για την Παιδεία και του 114, στις φοιτητικές κινητοποιήσεις της περιόδου 1962-1964 και στο πρώτο, ιδρυτικό συνέδριο της ΕΦΕΕ. Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε, όπως πολλοί νέοι τότε, γκεβαριστής, χωρίς κάποια ιδιαίτερη συνέχεια. Αλλωστε η προσοχή του στράφηκε, στην πραγματικότητα, ήδη από τότε στην παγκοσμιοποίηση και στα ζητήματα της άνισης ανάπτυξης, των προβλημάτων του Τρίτου Κόσμου, δουλεύοντας μάλιστα πάνω σε αυτά μαζί με τον Σαμίρ Αμίν.

Στο πλαίσιο αυτό, εργάστηκε ως εμπειρογνώμονας στον ΟΗΕ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ υπήρξε και διευθυντής του προγράμματος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Μεσόγειο (UNITAR). Μετείχε και σε άλλα ανάλογα προγράμματα, ως εμπειρογνώμονας σε θέματα ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη, σχέσεων Ευρώπης – Ασίας κ.λπ.

Και με αυτή του την εμπειρία, αλλά και την επιστημονική του κατάρτιση, είχε δικαίωμα να πιστεύει –δεν ήταν ο μόνος άλλωστε –ότι η Ευρώπη, καθώς και ο κόσμος συνολικότερα σήμερα, έχει πάρει μια επικίνδυνη πορεία, σε τροχιά όλο και περισσότερο Μεσοπολέμου. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον τούτη τη φορά, να μη βγει σωστός και να διαψευστεί.