Η τηλεοπτική συνέντευξη του Εμμανουέλ Μακρόν για τον πρώτο χρόνο της προεδρίας ήταν αποκαρδιωτική: για τη δυσφορία δεν ευθύνεται τόσο ο πρόεδρος, ο οποίος μού φάνηκε ανθεκτικός στις επιθέσεις ―ήταν έτοιμος για όλα― όσο οι συνεντεύκτες του: ο κατά τη γνώμη μου σοσιαλφασίστας Εντβύ Πλενέλ ―τον προδίδει μεταξύ άλλων το χιτλερικοσταλινικό μουστάκι― και ο Zαν-Ζακ Μπουρντέν, ανέντιμος λαϊκιστής, γνωστός για τα επιθετικά τετ-α-τετ με τους καλεσμένους του. Αυτοί οι δύο δημοφιλείς εκπρόσωποι της ανακριτικής δημοσιογραφίας ήταν επιλογή του ίδιου του Μακρόν· μια έξυπνη και ταυτοχρόνως υπερβολικά θεαματική κίνηση: αποφάσισε να παραχωρήσει τη συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στους χειρότερους εχθρούς του στα ΜΜΕ και να αποκαλύψει στο κοινό τη γελοιότητά τους. Η μήνις των δημοσιογράφων εκδηλώθηκε με απρεπή και αντιδεοντολογική συμπεριφορά· οι Πλενέλ-Μπουρντέν απευθύνονταν στον Μακρόν όπως σε συνάδελφό τους που εργάζεται σε ανταγωνιστικό κανάλι και στον οποίον άνετα θα κατάφερναν ένα ηχηρό χαστούκι. Δεν υπέβαλλαν ερωτήσεις· έκαναν τα δικά τους σχόλια σαν να συμμετείχαν σε πάνελ. Επρόκειτο για κάτι περισσότερο από τη συνηθισμένη δημοσιογραφική τακτική την οποία υιοθετούν πολλοί δημοσιογράφοι θεωρώντας ότι η έλλειψη σεβασμού στον συνομιλητή τους είναι «τόλμη». Η συνολική εικόνα της μακράς τηλεοπτικής συνέντευξης καθρέφτιζε, εκτός από τη γενικευμένη απόρριψη του πρωτοκόλλου ευγενούς συμπεριφοράς, το πώς η Γαλλία έχει παραδοθεί στη βλακεία των βολεψάκηδων και των αγροίκων.

Στη συνέντευξη εθίγησαν τα περισσότερα προβλήματα που μας απασχολούν: το πρώτο ήταν η επέμβαση στη Συρία, ένα συζητήσιμο διάβημα, αλλά όχι επειδή η Γαλλία «επεμβαίνει στα εσωτερικά μιας κυρίαρχης χώρας», «κάτω ο ιμπεριαλισμός», «ζήτω ο συριακός λαός» κτλ: η Συρία δεν είναι κυρίαρχη χώρα και στο έδαφός της διαπράττονται εγκλήματα πολέμου. Ως παράπλευρη απώλεια ενδέχεται να ενισχυθούν οι αντικυβερνητικοί, δηλαδή οι τρομοκρατικές ισλαμιστικές οργανώσεις, ενώ, παραλλήλως, κανείς δεν θα επιθυμούσε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Όμως, ο Πλενέλ επετέθη στον Μακρόν διότι αποφάσισε «μόνος του» την επέμβαση ―το ύφος του υπονοούσε ότι έπρεπε να ερωτηθεί ο ίδιος ο Πλενέλ προτού η Γαλλία πάρει πρωτοβουλία στη Συρία― και τον κατηγόρησε για «μοναρχικό στιλ διακυβέρνησης» αγνοώντας ότι, σύμφωνα με το γαλλικό Σύνταγμα, ο πρόεδρος είναι αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Το δεύτερο θέμα ήταν το κύμα των απεργιών: οι δημόσιοι υπάλληλοι ―σιδηροδρομικοί, εργαζόμενοι στην Air France (τη χειρότερη αεροπορική εταιρεία στην Ευρώπη), καθώς και εκπαιδευτικοί― που, όπως και σε άλλες χώρες, απολαμβάνουν ειδικών προνομίων, δεν θέλουν να χάσουν αυτά τα προνόμια. Η απεργοκουλτούρα είναι μέρος της γαλλικής ιστορίας και η CGT που πρωτοστατεί εισπράττει χρηματοδότηση 17 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως από το κράτος, δηλαδή από τους φόρους. Κάθε Γάλλος παραχωρεί 0,016% του εισοδήματός του στη CGT, χώρια το 1,6 δις που καταβάλλουν κάθε χρόνο οι επιχειρήσεις για τη συνδικαλιστική δραστηριότητα. Όλα αυτά, συν το γεγονός ότι οι απεργίες έχουν την τάση να μεταδίδονται από τον χώρο της εργασίας στα ΑΕΙ, φαίνονταν απολύτως φυσιολογικά στους δύο δημοσιογράφους οι οποίοι κατηγόρησαν τον Μακρόν για ελιτισμό, για περιφρόνηση των μαζών· ακούστηκαν τσιτάτα από το «Τι να κάνουμε» του Λένιν… Το τρίτο θέμα ήταν η υποτιθέμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κατά την οποία ο Μακρόν προσπαθεί να στήσει ένα σχολείο που να μην αφήνει πίσω κανέναν διότι, όπως υπαγορεύει η λογική, όποιος μένει πίσω στο σχολείο μένει πίσω στην εργασία. Πάνω από το 80% των ανέργων είναι ανειδίκευτοι· εγκατέλειψαν το σχολείο και τους εγκατέλειψε κι αυτό· όσο για το υπόλοιπο 20% έχουν δεξιότητες χωρίς αντιστοιχία στον κόσμο της εργασίας. Αλλά η μεταρρύθμιση είναι ανεπιθύμητη στη Γαλλία: θα δυσκολέψει τα παιδιά και θα τους επιβάλει αυταρχικούς κανόνες.

Στο επόμενο ζήτημα, στο Ισλάμ, οι δημοσιογράφοι νομίζω ότι πέτυχαν στον εκφοβισμό και ο Μακρόν τα μάσησε: φοβήθηκε μήπως τον κατηγορήσουν για ρατσισμό. Όσο για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, αν και όλοι συμφώνησαν ότι μπορούν να καλυφθούν αν σταματήσει η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, σ’ αυτό το σημείο ο τόνος της συνέντευξης ανέβηκε ακόμα περισσότερο και ο Μακρόν, που δεν κατάφερνε να αποτελειώσει μια πρόταση, έφυγε από το Μέγαρο του Σαγιό με το στίγμα του προέδρου των πλουσίων. Ακούστηκαν υπαινιγμοί για «πλούσιους φίλους» που έχουν καταθέσεις στο εξωτερικό ―λες και απαγορεύονται οι καταθέσεις στο εξωτερικό― και έγινε πολύς λόγος για τη «λαϊκή οργή»· όμως η «λαϊκή οργή» δεν είναι συμπαγές φαινόμενο· υπάρχει οργή δικαιολογημένη και οργή κατασκευασμένη. Ο Πλενέλ και ο Μπουρντέν είπαν, αναίσχυντα, στους τηλεθεατές ότι η προεδρία Μακρόν προτίθεται να ιδιωτικοποιήσει τους σιδηροδρόμους κι ότι η «λαϊκή οργή» κλιμακώνεται εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων. Στην πραγματικότητα, οι απεργίες γίνονται για κάτι επιδοματάκια που ο Μακρόν θα προτιμούσε να περικόψει ώστε να μειωθεί το κόστος των γαλλικών σιδηροδρόμων, το οποίο υπερβαίνει εκείνο των γερμανικών κατά 25% και έχει συσσωρεύσει χρέος 46,6 δις.

Τα δικά μου ερωτήματα όταν τελείωσε αυτό το δυσάρεστο θέαμα και ακρόαμα ―το οποίο τα δεξιά ΜΜΕ χαρακτήρισαν «αγώνα κατς αλά αμερικανικά»― είναι τα εξής: Τι ακριβώς θέλουν οι Γάλλοι; Η απάντηση που δίνω είναι ότι δεν ξέρουν τι θέλουν· εκτός από την αγοραστική τους δύναμη δεν τους ενδιαφέρει τίποτα. Τι σημαίνει αυτή η ακαταμάχητη λαχτάρα για αντιπολίτευση, αυτό το διαρκές σφυροκόπημα της αντιλογίας; Ο Μακρόν δεν είναι στριμωγμένος ανάμεσα στη δεξιά και στην αριστερά· πιέζεται από αιωνίως αγανακτισμένους πολίτες που καθοδηγούνται από λαϊκιστές: ό,τι κι αν κάνει, οι λαϊκιστές βρίσκουν τον δρόμο προς την αντίσταση, ακόμα κι όταν αυτή εκδηλώνεται, όπως συνέβη στη συνέντευξη, με έλλειψη σεβασμού και γραβάτας.

Αυτές τις μέρες γίνονται καταλήψεις στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ: τι ωραίοι που είναι οι αγώνες την άνοιξη! Οι φοιτητές ξαπλώνουν στο γρασίδι και απολαμβάνουν τη λιακάδα. Η αιτία της κατάληψης έχει ξεχαστεί (fyi: σχετίζεται με τη βαθμολογία) ― αυτό που μένει είναι το πνεύμα της.