Ενα βιβλίο, το οποιοδήποτε βιβλίο, επικοινωνεί με τους αναγνώστες του, που είναι εν δυνάμει πάντα πολύ περισσότεροι σε σχέση με όσους πρόκειται να το διαβάσουν, μέσω του περιεχομένου του. Ενα περιεχόμενο που δεν γίνεται να το υποκαταστήσει κανένα βιογραφικό στα «αφτιά» του βιβλίου, όσο πλούσιο, παράξενο, ιδιότροπο ή νεοφανές και αν είναι. Οπως δεν κάνει το βιβλίο σημαντικό, αν δεν είναι λόγω του περιεχομένου του, οποιαδήποτε αφιέρωση και αν υπάρχει στις αρχικές ή στις μέσα του σελίδες.

Με το να υφίστανται σχεδόν καταχρηστικά βιογραφικά και αφιερώσεις, θα έλεγε κανείς ότι όσο πιο αναλυτικά ή πομπώδη είναι τόσο λιγότερο το περιεχόμενο αυτό καθαυτό των βιβλίων που τα περιλαμβάνουν ενδιέφερε τους συγγραφείς τους. Επομένως δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο θα έπρεπε να διαβάσει ένα βιβλίο όταν ο συγγραφέας του μας κοινοποιεί ως βιογραφικό του ότι «πρόλαβα να αγαπήσω τα παιδιά, τα φυτά, τα ζώα, τον ουρανό, τα αστέρια, τον ήλιο, το φεγγάρι, τον αγέρα, τους ανθρώπους. Πρόλαβα να σκεφτώ, να μιλήσω, να ακούσω, να γελάσω, να κλάψω, να θυμώσω, να αγκαλιάσω, να φιλήσω, να μυρίσω».

Ή έναν άλλον που αφιερώνει το βιβλίο του «Στα παιδιά όλου του κόσμου». Οσο συναισθηματική κι αν ακούγεται η αφιέρωση αυτή, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς σε τι βοηθάει τα παιδιά όλου του κόσμου, αφού σαφώς δεν θα εννοεί ως παιδιά τους μαθητές των πανάκριβων κολεγίων της Ελβετίας ή της Αγγλίας, αλλά κυρίως τα χειμαζόμενα παιδιά του Τρίτου Κόσμου. Αφού ακόμα κι αν γινόταν να αποκτήσουν συνείδηση της αφιέρωσης που τους γίνεται, ουδόλως θα παρηγορούνταν με την ύπαρξη ενός αγνώστου τους ευαίσθητου ανθρώπου. Καθώς όσο κι αν υποφέρουν, είναι αδύνατον να μην υπολογίζουν ότι υπάρχουν πολλοί ευαίσθητοι σε σχέση με το πρόβλημά τους, που όμως δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για τα ίδια η ευαισθησία τους από τη στιγμή που δεν μεταφράζεται σε κάτι χειροπιαστό. Δικαιολογημένα να σκεφτεί κανείς ότι η αφιέρωση γίνεται μάλλον εκ του πονηρού, ότι δεν μπορεί δηλαδή ένας ευαίσθητος ποιητής να αφιερώνει το βιβλίο του στα παιδιά όλου του κόσμου και η ευαισθησία του να μην αντανακλάται στα ίδια του τα ποιήματα. Επομένως και η κρίση για αυτά να γίνεται εκ προοιμίου θετική.

Τώρα όσον αφορά τον ποιητή που πρόλαβε «να γελάσει, να κλάψει, να μυρίσει» κ.τ.λ., θα έπρεπε να έχει σκεφτεί ότι ποσώς ενδιαφέρει τον καθένα που πιάνει να διαβάσει ένα βιβλίο αν ο συγγραφέας του παθιάζεται με το σκάκι ή του αρέσει η ορειβασία ή ακόμα ότι μπορεί να γράφει μόνο τα ξημερώματα ή ενώ κάθεται σε μια καφετέρια. Το βιβλίο αφορά ζωτικό χρόνο των ανθρώπων και τα βιογραφικά των δημιουργών τους δεν μπορεί να συντίθεται σαν να απευθύνονται σε αργόσχολους. Η παροχή και μάλιστα αφειδώς αμετουσίωτων πληροφοριών, δίκην βιογραφικών, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια το ξέφραγο αμπέλι που συνιστά το Διαδίκτυο να μεταφερθεί στον δύσκολα ωστόσο παραβιαζόμενο χώρο του βιβλίου από την εγωπάθεια, την αμετροέπεια και την επιδειξιομανία.