Αποπειράθηκα, πρώτη φορά, να διαβάσω Μ. Καραγάτση όταν ήμουν έντεκα ετών. Φυσικά, τότε, ελάχιστα κατάλαβα. Ισα που πρόλαβα να ερωτευτώ τον Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν. Στα δώδεκα έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου το «Εγκλημα και τιμωρία». Επίσης στα ρηχά του Ντοστογέφσκι μπουσούλησα, ένα καλοκαίρι όμως ήμουν ερωτευμένη με τον Ρασκόλνικοφ. Αυτοί οι προεφηβικοί φαντασιακοί έρωτες (που δεν συνάντησα, για παράδειγμα, στον Παπαδιαμάντη, ο οποίος προηγήθηκε στα διαβάσματά μου) με επαναφέρουν από τότε, συνεχώς και αδιαλείπτως, στους δυο αγαπημένους μου συγγραφείς. Και κάθε φορά είναι σαν να επιστρέφω σε δασκάλους και φίλους, μέντορες και συγγενείς συγχρόνως. Μεγαλώνοντας εγώ, μεγάλωνε και η «παρέα». Η δική μου «παρέα». Οχι η επίτομη εγκυκλοπαίδεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Φουριόζος και ιδρωμένος μπήκε μια μέρα ο Κώστας Ταχτσής και στρογγυλοκάθησε για να μου πει, μια κι έξω, τα χαΐρια της Εκάβης και της Νίνας. Αυστηρός και ασκητικός ο Καζαντζάκης για να μου ψιθυρίσει μεγάλες αλήθειες που τις πήραν μετά και τις έκαναν κλισέ. Και υποδέχθηκα ξανά τον κύριο Αλέξανδρο, διότι έπρεπε να ξεμπερδέψω με την εφηβεία για να καταλάβω ποια ήταν, στην πραγματικότητα, τα πάθη της Φραγκογιαννούς.

Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν από αυτήν την εικονική συντροφιά. Πεζογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς. Αλλοι μπήκαν και βγήκαν, άλλοι εγκαταστάθηκαν. Και από όλους κάτι έμαθα… Οχι ακριβώς γνώσεις. Αισθήσεις και αισθήματα. Και πλάγιες ερμηνείες. Θυμάμαι τη συγκίνησή μου όταν ανακάλυψα τον «χωμάτινο» λόγο του Χουλιαρά, καθώς ο Λούσιας του περιγράφει πώς «δύο που ήταν αστυνόμοι έδερναν έναν που δεν ήταν αστυνόμος». Το δέος μου όταν συνειδητοποίησα την τρέλα της εξουσίας, καθώς ο Σαίξπηρ αναφωνεί δια στόματος Ριχάρδου του Γ’ «το βασίλειό μου για ένα άλογο». Εκείνο το καλοκαίρι που, στις διακοπές, προτιμούσα να περνάω τις νύχτες μου βυθισμένη στον υγρό κόσμο του Μένη Κουμανταρέα και του Μπιλ Σερέτη παρά στην αγκαλιά του συντρόφου μου. Και την άλλη νύχτα, μετά την εγχείρηση, που δεν πήρα το ηρεμιστικό που μου έδωσε η νοσοκόμα για να διαβάσω τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Μουρσελά. Θυμάμαι ακόμη πόσο πικρή ήταν η γλύκα στα χείλη που περιγράφει ο Σωτήρης Δημητρίου. Και κάποτε που νόμισα ότι στις σαγιονάρες μου είχε κολλήσει η λάσπη από την επαρχία όπου έμεναν οι τρεις αδελφές που ενέπνευσαν τον Τσέχοφ. Και πολύ συχνά, ως παιχνίδι, προσπαθώ να φανταστώ ποια από τις γυναίκες που ξέρω θα μπορούσε να είναι μια εν δυνάμει Εντα Γκάμπλερ έτσι όπως τη φαντάστηκε ο Ιψεν. Οι υστερικές ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς, όλες φίλες μου. Αλλά και οι κυρίες με τα λουλακί μαλλιά που συνωμοσιολογούν στην αγγλική επαρχίας της Αγκαθα Κρίστι. Οπως και οι νταρντάνες που περιδιαβάζουν τη μεγαλοαστική Αθήνα του Γιάννη Μαρή. Κι ύστερα ήρθαν οι συγγραφείς της γενιάς μου, της παρέας μου –ο Χωμενίδης, ο Τατσόπουλος –και οι νεότεροι σαν τον Παπαμάρκου που λες ότι σπάει τις λέξεις και σου πετάει τα θραύσματα στη μούρη. Συγγραφείς και ήρωες, περισσότερο ή λιγότερο ή καθόλου σημαντικοί, οι δικοί μου άνθρωποι όμως. Ελάχιστους ανέφερα. Και δεν προλαβαίνω να πω για τότε που τσακώθηκα με τον Μπρεχτ. Ούτε όταν ζήτησα συγγνώμη από τον Κάφκα και τον Οργουελ. Ούτε για τη Μαρίνα ούτε για τον κύριο Σταύρο ούτε για κάποιον από τους ποιητές μου.

Σαν μυστικός αρραβώνας με τον συγγραφέα κάθε βιβλίου είναι η ανάγνωσή του. Το σκέφτομαι ενώ διαλέγω βιβλία για τις διακοπές μου. Και χαμογελώ καθώς αναλογίζομαι όλο και περισσότερους τελευταία που στα πενήντα τους, στα εξήντα τους και αφού απέτυχαν ως επιχειρηματίες, ντιζάινερ ή δημοσιογράφοι «αποφάσισαν» να γίνουν συγγραφείς. Μόνο που πριν, πρέπει να το «αποφασίσει» το βιβλίο. Διότι, όπως έλεγε κι ο φίλος μου ο Ρίλκε, ταλέντο για κάτι σημαίνει ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς να κάνεις αυτό το κάτι. Καλά διαβάσματα.