Οποτε διασχίζω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο ύψος του γηπέδου ορθώνονται οι παλιές προσφυγικές πολυκατοικίες. Γύρω τριγύρω μια άναρχη αισθητική: το γήπεδο, τα ρημάδια της προσφυγιάς και παντού τα κτίσματα του ’60 –μόνο η Ρένα Βλαχοπούλου με το κάμπριο λείπει. Σουρεαλισμός χωρίς De Chirico, Magritte ή Ernst. Σουρεαλισμός χωρίς παλέτα, καμβάδες και παραδείσιες μπογιές. Μόνο μπετόν με τα σημάδια της φθοράς 80 χρόνων.

Με μαγνητίζουν αυτά τα καταθλιπτικά αλλά πάντα όρθια, πάντα περήφανα χαλάσματα. Ξυπνάει η Μικρασιάτισσα μέσα μου και με τη φαντασία τρυπώνει στα ρημαγμένα σπίτια με τους πολύχρωμους μπερντέδες.

Σ’ έναν απόπλου νοερό στον χρόνο και τα χρόνια, βλέπω την αρχοντιά και την ανέχεια να διπλώνουν μαζί ένα λιωμένο τραπεζομάντιλο με μεταξωτά κεντίδια.

Να γυαλίζουν μαζί το τελευταίο ασημικό. Βλέπω νοικοκυρές να μαγειρεύουν συνταγές πολίτικες, με μυρωδικά, με μπαχάρια τέτοια που οι ουρανοί αγάλλονται και μοσχοβολούν. Ελληνες στην Τουρκία, τουρκόσποροι στην Ελλάδα. Ξενομερίτες πάντα και για πάντα.

Το 2014 η πολιτεία κήρυξε διατηρητέα τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Οχι βέβαια για την αρχιτεκτονική τους αξία, αλλά για την ιστορική τους βαρύτητα. Ο συνοικισμός αυτός μες στην καρδιά της Αθήνας χτίστηκε στη διετία 1933-1935 με 228 διαμερίσματα των 50 τ.μ. το καθένα (σήμερα κατοικούνται ακόμα μερικά απ’ αυτά). Σκοπός ήταν να στεγαστούν εκεί μερικοί από τους μυριάδες πρόσφυγες που κατέκλυζαν τότε το Λεκανοπέδιο της Αττικής.

Αντιγράφω από ένα παλιό ιστολόγιο «Η Αθήνα πίσω απ’ τη βιτρίνα». Συγγνώμη που δεν το αναφέρω, το είχα σώσει χωρίς πηγή στον υπολογιστή μου.

«Ενας εξώστης και παραδοσιακά παραθυρόφυλλα σε κάθε διαμέρισμα άνοιγαν την εικόνα των ενοίκων τους στην καθημερινότητα κι έκλειναν μέσα τους καθημερινές ιστορίες. Στις πλακόστρωτες επίπεδες στέγες τους φιλοξενούνταν τα πλυσταριά με τις νοικοκυρές να απλώνουν με σειρά προτεραιότητας την μπουγάδα τους στα τεντωμένα σκοινιά.

Κάθε πολυκατοικία ένας μικρόκοσμος με χιλιάδες ιστορίες ανθρώπων που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν σε μια νέα πατρίδα. Σου μεταφέρουν ακόμα τις εικόνες μιας πόλης που χάθηκε. Απ’ τη μια τα σημάδια από τις οβίδες των γερμανικών βομβαρδισμών πάνω τους. Κι απ’ την άλλη, οι φωνές των παιδιών που απ’ τις ταράτσες τους προσπαθούσαν να δουν τον Παναθηναϊκό να βάζει γκολ στο απέναντι γήπεδο!».

Από τη δεκαετία του ’60 το κράτος είχε βαλθεί να γκρεμίσει αυτή την ιστορική νησίδα στο κέντρο της πόλης. Δεν ήταν βλέπεις ασορτί με την αστυφιλία, την άνοδο της μεσοαστικής τάξης, τη μετοίκηση των γηγενών από τις μονοκατοικίες στα διαμερίσματα. Ομως δεν τα κατάφεραν. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον.

Πώς γίνεται μια τοποθεσία να σου ξυπνάει μνήμες που ΔΕΝ έχεις; Πώς γίνεται να σου προκαλεί συγκίνηση για εμπειρίες που ΔΕΝ έζησες; Κι απ’ την άλλη μεριά, πώς να μη νιώσεις το απόλυτο δέος αν –παρκάροντας κάπου –πλησιάσεις και δεις ότι τα προσφυγικά έχουν ακόμα πάνω τους τις λαβωματιές από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών;

Γνωρίζουμε το παρελθόν, βιώνουμε το παρόν, δεν ξέρουμε το μέλλον. Οπως δεν ξέρουμε τι σκέφτονται οι παροικούντες και μη για την τύχη του. Θα το αφήσουν να σαπίζει με τους γύψους να κρέμονται, με τους θρυμματισμένους σοβάδες, με το χρώμα που χάθηκε για πάντα;

Δεν επιτρέπεται, απλά δεν επιτρέπεται να συμβεί αυτό. Αφού βρεθεί στεγαστική λύση για όσες οικογένειας απέμειναν –πρέπει να στεγαστεί εκεί ένα Μουσείο Μνήμης της Προσφυγιάς; Να συγκεντρωθεί το υλικό, που να «θυμάται» και να «θυμίζει». Οσο ζουν ακόμα παιδιά κι εγγόνια πρέπει να κατατεθούν σοβαρά πλέον τα τεκμήρια της αρχοντιάς ενός λαού;

Μέχρι να συμβεί, αν ποτέ συμβεί, όταν «περνάτε» μην «προσπερνάνε». Στείλτε ένα βλέμμα, στείλτε μια σκέψη και συνεχίστε μετά τον δρόμο σας.

Από την Αλεξάνδρας προς Πατησίων… Κι απ’ τον Βόσπορο στου Αιγέα το Πέλαγο.

ΥΓ: Μεγάλη ευγνωμοσύνη χρωστάμε εμείς οι Μικρασιάτες τρίτης γενιάς στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού για όσα σπουδαία κάνει για να διαφυλαχθούν οι μνήμες των προγόνων μας.