Η έννοια του λαϊκισμού συνυφαίνεται με την ιδέα της απεριόριστης λαϊκής κυριαρχίας, όπως υποστήριξα σε προηγούμενο άρθρο μου. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η εξουσία ανήκει δικαιωματικά στον λαό και δεν πρέπει να τίθενται φραγμοί στην άσκησή της. Οι λαϊκιστές πολιτικοί ηγέτες και τα κινήματα ή τα κόμματα που κατευθύνουν, συχνά μιλούν για την ανάγκη ανάκτησης της εξουσίας αυτής την οποία σφετερίστηκαν «οι άλλοι». Ποιοι είναι αυτοί «οι άλλοι»; Είναι η ελίτ, ή οι ξένοι τοποτηρητές, ή οι γραφειοκράτες, ή οι πουλημένοι πολιτικοί ή ακόμα αλλοδαποί ή αλλόφυλοι. Πάντως κάποιοι που αποτελούν «ξένο σώμα», που δεν είναι καθαυτό λαός.

Ο λαϊκιστικός πολιτικός λόγος στρέφεται κατά του «άλλου», αλλά είναι γενικότερα συγκρουσιακός. Μάχεται κατά του Κακού, επομένως αντιμετωπίζει τον αντίπαλό του όχι σαν πολιτικό ανταγωνιστή αλλά σαν αδυσώπητο εχθρό του λαού. Αυτός είναι ο λαϊκισμός που απαντάται σήμερα σχεδόν σε όλες τις δυτικές χώρες. Σύγχρονοι μελετητές του φαινομένου τον ονομάζουν «νέο λαϊκισμό» για να τον διακρίνουν από παλαιότερες μορφές του στον 20ό αιώνα, συνήθως σε αγροτικές περιοχές και με αιτήματα μερικού χαρακτήρα. O νέος λαϊκισμός έχει πολλά κοινά στοιχεία με παλαιότερες μορφές του. Το κυριότερο είναι ότι αντιτίθεται γενικά στο στάτους κβο και αναγνωρίζει τον λαό ως ύστατη και μοναδική πηγή νομιμότητας της εξουσίας. Ο νέος λαϊκισμός πηγαίνει πιο πέρα: ζητάει την άσκηση της εξουσίας από τον ίδιο τον λαό. Και εφόσον ο λαός είναι πολυπληθής μάζα, η άσκηση εξουσίας θα πρέπει να γίνει από ηγέτες και ομάδες που ταυτίζονται μαζί του –που δημιουργούν με τον λόγο, την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους την πεποίθηση ότι ανήκουν στον λαό, ότι μέσα από αυτούς ο ίδιος ο λαός θα ασκεί εξουσία.

Ο νέος λαϊκισμός, όμως, έχει και ορισμένα πρόσθετα χαρακτηριστικά. Ενα από αυτά είναι η άρνηση της αλλαγής, η εναντίωση σε μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να πάρει μορφές ρατσισμού και ξενοφοβίας· ή πιέσεων για προστατευτισμό τοπικών προϊόντων· ή αντίδρασης σε μέτρα που απειλούν κατεστημένα προνόμια και συμφέροντα. Ωστόσο, κινούνται πάντα ενάντια σε κάποια αλλαγή στον κοινωνικό ορίζοντα. Ενα άλλο νέο στοιχείο του νέου λαϊκισμού είναι η ολομέτωπη σύγκρουση με «το σύστημα», με ένα ακαθόριστο πλέγμα εξουσιών, κανόνων, μηχανισμών που αντιμετωπίζονται ως εχθροί. Με την έννοια αυτή, όπως τονίζουν δύο σημαντικοί μελετητές του φαινομένου, ο νέος λαϊκισμός αντιπροσωπεύει μια μεγάλη πρόκληση για το σύγχρονο σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης. Επίσης, τα λαϊκιστικά κινήματα σήμερα δεν περιορίζονται σε περιοχές της περιφέρειας, αλλά απαντούν σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες τα τελευταία είκοσι ή είκοσι πέντε χρόνια.

Μπορεί να δοθούν πολλές εξηγήσεις για αυτή την έκρηξη κινημάτων όπου κυριαρχεί ο λαϊκιστικός πολιτικός λόγος και για την απήχηση που έχουν σε μεγάλο αριθμό πολιτών. Μια εξήγηση που προσφέρεται συχνά είναι το πρόβλημα της μαζικής μετακίνησης προσφύγων ή μεταναστών και η σχετική αδυναμία των κρατικών και διακρατικών υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό. Αυτή η εξήγηση είναι απόλυτα ορθή αλλά ανεπαρκής. Δεν εξηγεί την έκφραση ολοκληρωτικής αντίθεσης στο «σύστημα». Εξηγεί, εν μέρει, την απήχηση κομμάτων που συγκαταλέγονται στον «δεξιό λαϊκισμό» όπως της Μαρίν Λεπέν. Δεν εξηγεί τι είναι εκείνο που δίνει τη δυνατότητα στο κόμμα της Λεπέν (ή άλλα αντίστοιχα στην Ευρώπη και στην Αμερική) να αποσπά ψήφους από μέχρι πρόσφατα οπαδούς αριστερών κομμάτων. Και δεν εξηγεί πώς και γιατί ο πολιτικός λόγος που είναι ασυμβίβαστα αντιθεσμικός, είτε εντάσσεται σε ένα αριστερό ιδεολογικό πλαίσιο, είτε σε δεξιό αντίστοιχο, έχει μεγάλη απήχηση. Οι διαχωριστικές γραμμές παίζουν μικρότερο ρόλο σήμερα, εφόσον αυτές σχηματίστηκαν και παγιώθηκαν ξεκινώντας από άλλες ιστορικές βάσεις, σε παλαιότερους καιρούς.

Μια άλλη εξήγηση για την ανάδυση αυτού του νέου και ριζοσπαστικού λαϊκισμού είναι η εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση. Αυτή η εξήγηση είναι επίσης πειστική –και πάει πολύ περισσότερο στη ρίζα του προβλήματος σε σύγκριση με την προηγούμενη. Η παγκοσμιοποίηση είναι το όνομα που δίνουμε σε μια διαδικασία συνένωσης και διεθνοποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων και στρατηγικών. Μια νέα πραγματικότητα γεννιέται, ένας διαδικτυωμένος κόσμος με άπειρα νήματα επικοινωνίας, αλληλόδρασης, συντονισμού και συνένωσης. Το εμπόριο υπό αυτές τις συνθήκες επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη, μοιραία όμως δημιουργεί όχι μόνο κερδισμένους και χαμένους αλλά και εντελώς περιθωριοποιημένους ανάμεσα στους τελευταίους. Οι αντιδράσεις στην παγκοσμιοποίηση είναι συχνά βίαιες. Μάλιστα, το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν ένα άυλο δίκτυο αφηρημένων διαδικασιών και όχι έναν ορατό «εχθρό» αυξάνει την ένταση και τη βία των αντιδράσεων. Και εδώ, όμως, η εξήγηση είναι ανεπαρκής. Η παγκοσμιοποίηση μειώνει τη σημασία και τον ρόλο του κράτους. Η εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση δεν εκφράζει κατ’ ανάγκην αντίθεση στο κράτος και τους θεσμούς του, όπως συμβαίνει με τον ριζοσπαστικό λαϊκισμό.

Πιστεύω ότι η εξήγηση βρίσκεται αλλού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε πολιτική αντίδραση ξεκινάει από κάποιο πρόβλημα που τα δρώντα υποκείμενα προσπαθούν να λύσουν. Ενα τεράστιο πρόβλημα που δημιουργήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα είναι η θεσμική ανεπάρκεια τόσο του κράτους όσο και διακρατικών οργανισμών στην επίλυση ζωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος πολίτης στις δυτικές δημοκρατίες. Οι κρατικοί και διακρατικοί μηχανισμοί εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν σε καταστάσεις που δεν απαιτούσαν την επίλυση σύνθετων προβλημάτων τα οποία ανακύπτουν σήμερα, όπως είναι –μεταξύ άλλων –το κράτος πρόνοιας και η χρηματοδότησή του, η μετακίνηση εργατικού δυναμικού και κεφαλαίου, η διαχείριση του παγκόσμιου περιβάλλοντος, η ασφάλεια του πολίτη κ.ά. Οχι μόνο δεν επαρκούν οι θεσμοί αυτοί, αλλά έχει δημιουργηθεί και σοβαρό πρόβλημα δημοκρατικού ελλείμματος, δηλαδή ανεπάρκειας εγγυήσεων δημοκρατικού ελέγχου και λογοδοσίας.

Το αποτέλεσμα είναι η απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Οταν μιλάμε για κρίση θεσμών, στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στο ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν διότι διαμφισβητείται το κύρος τους, διότι μεγάλη μάζα πολιτών έχει χάσει την εμπιστοσύνη σε αυτούς. Αυτό είναι το γενικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Και ο λαϊκισμός έρχεται να τους προσφέρει μια λύση: να εμπιστευθούν τον λαϊκιστή ηγέτη, την οργάνωση και το πρόγραμμά του, που θα δώσει ένα αίσιο τέλος στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Περισσότερο ακόμα: τη ριζική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Σε αυτό ο λαϊκιστής ηγέτης έχει διπλό πλεονέκτημα. Από τη μια, το μήνυμά του είναι εύπεπτο και άμεσο. Η αδιαμεσολάβητη ταύτιση με τον πολιτικό του λόγο –ιδίως αν είναι χαρισματικός –είναι εύκολη. Από την άλλη, οι λύσεις και οι υποσχέσεις του έχουν άμεσο χαρακτήρα. Επομένως, ένα μήνυμα ολομέτωπης σύγκρουσης και ολικής αντικατάστασης του «συστήματος» από κάτι «καινούργιο», με βάση εικόνες, σύμβολα και «κινητικότητα» γίνεται πειστικό σε πολλούς, όταν οι υποστηρικτές του «παλιού» θεωρούνται ξοφλημένοι. Είναι ακόμα πιο αποδεκτό το μήνυμα του ριζοσπαστικού λαϊκισμού όταν το «καινούργιο» που ευαγγελίζεται είναι στο όνομα μιας παλινόρθωσης: μιας εξουσίας που δικαιωματικά ανήκει στον λαό στον οποίο απευθύνεται και που οι εχθροί του έχουν σφετεριστεί.

Το ζήτημα της εμπιστοσύνης –απώλειας και ανάκτησής της –έχει επομένως κεντρική σημασία στην κατανόηση του φαινομένου του νέου λαϊκισμού. Γεννιέται το εξής ερώτημα: υπάρχει τρόπος αποκατάστασης της εμπιστοσύνης του πολίτη εντός του δημοκρατικού κανονιστικού πλαισίου; Μπορούμε να προσεγγίσουμε τους τρόπους με τους οποίους συνδέεται η πολύ δύσκολη και λεπτή αυτή σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και θεσμών; Αυτό αποτελεί ξεχωριστό θέμα που θα καλυφθεί σε προσεχές άρθρο.

Ο Δημήτρης Δημητράκος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών