Στις 4 Φεβρουαρίου του 2013, η Γαλλία αποφάσισε να γίνει η τέταρτη χώρα στην Ευρώπη που ποινικοποιεί την αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών. Το νομοσχέδιο που ψήφισε τη μέρα εκείνη η (ελεγχόμενη από την Αριστερά) Εθνοσυνέλευση προέβλεπε πρόστιμο 1.500 ευρώ για τον «πελάτη», που διπλασιαζόταν σε περίπτωση υποτροπής και μπορούσε να ενισχυθεί με υποχρεωτική παρακολούθηση προγράμματος «ευαισθητοποίησης στις συνθήκες άσκησης της πορνείας». Παράλληλα, πρότεινε στις ιερόδουλες που το επιθυμούν μια «πορεία εξόδου από την πορνεία». Και καταργούσε εντελώς το αδίκημα της «άγρας πελατών» –10 χρόνια νωρίτερα, ο Νικολά Σαρκοζί είχε απαγορεύσει, πέραν του ενεργητικού, και το επονομαζόμενο παθητικό ψωνιστήρι, την απλή αναμονή των ιερόδουλων στο πεζοδρόμιο. Το νομοσχέδιο προσέκρουσε όμως προχθές στην (κυριαρχούμενη πλέον από τη Δεξιά) Γερουσία. Που απέρριψε κατά πλειοψηφία τα πρόστιμα για τους «πελάτες» και επανέφερε ως αδίκημα το παθητικό ψωνιστήρι. «Οι ιερόδουλες είναι πάντα εγκληματίες, ο πελάτης είναι πάντα βασιλιάς, τα δίκτυα έχουν όμορφο μέλλον» σχολίασε η υφυπουργός Δικαιωμάτων της Γυναίκας. Το νομοσχέδιο πάντως θα επιστρέψει στην Εθνοσυνέλευση.

Στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου, όταν ολοκληρώθηκε η δίκη του Ντομινίκ Στρος-Καν με την κατηγορία της «διακεκριμένης μαστροπείας», μία από τις δύο ιερόδουλες που είχαν καταθέσει, η Ζαντ, αυτή που είχε καταγγείλει κλαίγοντας τον DSK πως τη σοδόμισε παρά τη θέλησή της, δέχθηκε να μιλήσει σε μια μικρή ομάδα γάλλων δημοσιογράφων. Εδώ και τρία χρόνια δεν τη λένε πια Ζαντ, έχει ξεκινήσει «μια καινούργια ζωή». Τους είπε όμως πως εξακολουθεί να νιώθει «βρώμικη». Τους είπε πως το κοινό της σημείο με άλλες ιερόδουλες που γνώρισε, είναι πως «είχαμε όλες κακοποιηθεί στο παρελθόν, αυτό το σώμα είχε κακοποιηθεί». Τους είπε πως δεν αντέχει να ακούει ότι η πορνεία είναι ένας εύκολος τρόπος να βγάλεις χρήματα, «γρήγορα χρήματα ναι, εύκολα όμως όχι». Τη ρώτησαν τι τη σημάδεψε περισσότερο στη δίκη και απάντησε: «Εισέπραξα περισσότερη συμπάθεια από αγνώστους παρά από αυτούς τους άνδρες που είδα γυμνούς και που δεν είχαν καμία λέξη, κανένα βλέμμα που θα μπορούσε να σημαίνει «λυπάμαι». Παρέμεινα ένα αντικείμενο, μέχρι τέλους». Τη ρώτησαν τι πιστεύει για την απαλλακτική εισήγηση του εισαγγελέα και απάντησε: «Την πρώτη μέρα στο δικαστήριο, ντρεπόμουν. Την τελευταία, είχα το κεφάλι ψηλά. Και όταν κοίταζα τους κατηγορουμένους, έσκυβαν αυτοί το κεφάλι».