Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ. ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ, ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ, ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΜΑΡΚΑΡΗ ΠΟΥ ΕΣΤΙΑΣΑΝ ΜΑΛΛΟΝ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΣ, ΕΚΕΙΝΗ ΡΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΠΟΥ ΖΕΙ ΧΡΕΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΤΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΠΑΡΑΠΛΑΝΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΚΤΙΣΕΙ ΕΝΑ ΠΡΟΦΙΛ ΠΟΥ ΘΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΞΙΩΣΗΣ, ΜΙΑ ΙΔΕΑ ΤΟΣΟ ΚΕΝΗ ΟΣΟ ΚΙ Ο ΙΔΙΟΣ
Από τότε που πήρα τη Χόντα, το κάμπριο – 2.000 κυβικά, μπλε μεταλλικό, full extra (χωρίς Βluetooth όμως)- άλλαξε η ζωή μου. Θα σου πω παρακάτω πώς, κάνε λιγάκι υπομονή. Παρεμπιπτόντως, για όποιον δεν ξέρει από αμάξια, σιγά τώρα μην ξέρεις από αμάξια, οι γυναίκες δεν ξέρουνε από αμάξια, τρώνε κόλλημα με το γάμο απ΄ τα είκοσι, τίποτ΄ άλλο δεν τις ενδιαφέρει- τέλος πάντων, μιλάμε για 241 άλογα, ζάντες αλουμινίου, ηλεκτρική κουκούλα και φώτα xenon. Προτιμούσα το Γκολφ στα 2.600, ή- λέμε τώρα- τη Μερσέντες την CLΚ, αλλά καλή είναι κι η Χόντα, έχω βάλει 60 άτοκες, ακόμα πληρώνω. Όταν την ξοφλήσω θα χτυπήσω ή το Γκολφ, ή καμιά Λάντσια, για τη Μερσέντες χλομό το βλέπω. (Τώρα που το σκέφτομαι: μπας να την ψάξω λίγο με τα Άουντι; Το Α3 πάντως παραείναι μικρό, βγάζει 160 με 200 άλογα μαξ. Καλά, δεν είναι του παρόντος, θα δούμε. Θέλω να ΄χει και Βluetooth).

Λοιπόν, να σου διηγηθώ τα καθέκαστα να γράψεις μπεστ-σελεράκι, να βγάλουμε φράγκα. Χα, χα, ο Μάκης απ΄ τα ψηλά στα χαμηλά! Θα σου εξηγήσω. Πριν απ΄ τη Χόντα είχα παπάκι γιατί δούλευα κούριερ, τώρα όμως που είμαι πωλητής σε προγράμματα διαίτης (πουλάω delivery σε χοντρούς: διαθέτουμε τυποποιημένα φαγητά στις 1.300, στις 1.400 και 1.600 θερμίδες ημερησίως, σαν κυβικά μού ακούγονται, χα, χα, σ΄ εσένα δε με βλέπω να πουλάω τίποτα, πόσα κιλά είσαι, ατάιστη φαίνεσαι), τώρα λοιπόν που είμαι πωλητής, μπορώ να πληρώνω τις άτοκες για τη Χόντα. Αλλά, θα σου πω τι παίζει.

Δ ουλεύω εννιά με πέντε, επισκέπτομαι σπίτια (μεζονέτες κυρίως, βόρεια-νότια προάστια: χλίδα, χλίδα!) και πλασάρω ιταλικό μενού, πρωτεϊνικό μενού, φυτοφαγικό μενού: το πρωί δεν κυκλοφορώ με το κάμπριο, κυκλοφορώ με τα πόδια και με ταξί- όχι με παπάκι, ε, δε λέει ο σούπερ-πωλητής πάνω σε παπάκι. Να πουλάμε, μεταξύ άλλων, και λίγο μούρη, εντάξει; Τι τις τελειώσαμε τις σχολές και τα σεμινάρια. Αυτό το κάνω πέντε μέρες τη βδομάδα και μη νομίσεις ότι έχω τυχερά, δεν έχω, οι πελάτισσες είναι χοντρές, όχι βέβαια ότι δε μου τη πέφτουνε. Μου την πέφτουνε. Μια φορά, τι να κάνω, είπα στην κυρία ας περιμένουμε μέχρι το τέλος του προγράμματος, χα, χα, τι να ΄λεγα, δεν ήθελα να την προσβάλω, εκείνη όμως τα πήρε στο κρανίο. Παίζουν κι αυτά. Πάντως, δεν είναι να λες όχι, σε παίρνουνε για γκέι.

Κάθε Παρασκευή ρίχνω έναν ύπνο ξεγυρισμένο απ΄ τις έξι τ΄ απόγεμα μέχρι τις δέκα το βράδυ, ύστερα σηκώνομαι φρέσκος-φρέσκος, κάνω ντους με αφρόλουτρο Αxe (δεν το συζητώ το πόσο αρέσει το Αxe: είναι φτηνό, μυρίζει σαν ακριβό), ξυρίζομαι με τριπλό ξυραφάκι, φοράω άλλοτε το παντελόνι το Guess (η μάνα μου είναι ειδική στην τσάκιση), άλλοτε το Εmporio Αrmani, δηλαδή Αrmani β΄ διαλογής να πούμε αλλά λίγοι ξεχωρίζουν την αυθεντική αρμανιά, και μ΄ έναν πήδο νάτος ο Μάκης έξω απ΄ την πόρτα και μέσα στο κάμπριο. Γαμάτος, χλιδάτος και έτσι. Πού πάω; Παντού πάω! Ο Μάκης πάει παντού και τίποτα δεν τονε σταματάει. Βγαίνω κατά τις δώδεκα, στη μία είμαι κιόλας στο δεύτερο μοχιτάκι με έξτρα δυόσμο. (Ο δυόσμος κάνει ωραία αναπνοή, σου δίνω αυτό το τιπ, πρόσεχε όμως γιατί στα μοχίτο και τις καϊπιρίνιες παίζουν μπόμπες).

Κάνουμε κλάμπιγκ στην παραλιακή με τη Γωγώ (στο κινητό την έχω καταχωρήσει σαν «Μωράκι») ή σε μαγαζί, τύπου σκυλάδικο, με την Αγγελική που χορεύει ανεβασμένη στη μπάρα κι όλοι χειροκροτάνε. Αυτό το τελευταίο και μ΄ αρέσει και δε μ΄ αρέσει: ξέρεις πώς είναι να τσιφτετελίζεται η γκόμενά σου με Θάνο Πετρέλη πρώτο τραπέζι πίστα και να ξερογλείφεται από κάτω ο κυρ-Μπορδούφαλος; Αμ, δεν ξέρεις, πού να ξέρεις! Καλά, εσύ δεν πας, λέμε, Πάνο Κιάμο, Μαρία Ιακώβου; Γουστάρω Κιάμο… «Θα βγαίνωωω και θα πίνωωω…» Δηλαδή εννοείς ότι δεν έχεις πατήσει το πόδι σου στο «Φραντζέλικο»; Ούτε στο «Ποσιντόνιο»; Γιατί ρε συ; Γίνεται κέφι μέχρι πρωίας, χάνεις… Τέλος πάντων, τις περισσότερες φορές πάω την Παρασκευή με Γωγώ, το Σάββατο με Αγγελική (την Αγγελική την έχω καταχωρημένη σαν «Μωρό») και λέω στη Γωγώ ότι ξενερώνω απ΄ το ξενύχτι της Παρασκευής. Ούτε η μία, ούτε η άλλη διαβάζουνε εφημερίδες (κι εγώ, βασικά, μόνο «Σπορτάιμ» διαβάζω), άρα αποκλείεται να φανερωθεί το ψέμαεξάλλου, δεν είμαι μόνο εγώ ο ψεύτης, το τι μπαρούφες λέει ο Μάριος στη δικιά του δεν περιγράφεται! Όσο μεγαλύτερη η μπαρούφα τόσο πιο πιστευτή. Κι ο Αλέξανδρος τα ΄χε πέρσι με δύο Ιωάννες, έτσι δεν μπερδευόταν ο άνθρωπος. Οι γυναίκες είναι πιράνχας. Κι όποιες δεν έχουν το τσιπάκι γάμος-παιδιά είναι ξετσίπωτες! Χα, χα… Γέλα καημένη, αστείο ήταν.

Μεσοβδόμαδα βγαίνουμε δυο-τρεις φορές μαξ, αλλά τηλεφωνιέμαι και με τις δύο, στέλνουμε άπειρα sms (έχω το σχετικό πακέτο: απεριόριστα sms, λιγότερος χρόνος ομιλίας) και τώρα που ΄ναι καλοκαίρι, τα Σαββατοκύριακα πάμε για μπάνιο με το κάμπριο: Σάββατο με τη μία, Κυριακή με την άλλη. Βραχάκια Βουλιαγμένης, Λιμανάκια, Αστέρια Γλυ φάδας και τέτοια. Μετά το μπάνιο, κλάμπιγκ στο κύμα. Αλλά, πολύς λαός βρε παιδί μου, πατείς με πατώ σε. Το μεσημέρι παίζουνε ρακέτες, τακ-τακ, αυτό μου χτυπάει στα νεύρα, το βράδυ, άμα δεν έχω κατεβάσει τρία Β-52 μού χτυπάει στα νεύρα και το ντάπα-ντούπα. Δηλαδή, δεν έχεις πάει ποτέ ούτε «Suite 64», ούτε «Φεγγάρια» στην Καυταντζόγλου; Καλά, είσαι τελείως ξενέρι; Ή φταίει που τα ΄χεις τα χρονάκια σου; Τίλιο και νωρίς για ύπνο, χα, χα.

Μεσοβδόμαδα βγαίνω και με τα παιδιά, ή μπαίνω με τα παιδιά: καθόμαστε στο σπίτι του Σπύρου, βλέπουμε ποδόσφαιρα (Ολυμπιακός είμαι, θρύλος, τις δυσκολίες μας σαν ομάδα τις έχουμε αλλά πρέπει να μείνουμε- και θα μείνουμε- ενωμένοι), ή αράζουμε πλατεία Δαβάκη με τον Κώστα και τον Μάριο και πίνουμε φρέντο και μπίρες. Τι ομάδα είσαι; Καμία, ε; Οι γυναίκες δε δίνουνε δεκάρα για το ποδόσφαιρο κι άμα δίνουνε πρέπει να φυλάγεσαι: θέλω να πω, υποστηρίζουν φανατικά την ομάδα σου μέχρι να μπει το στεφάνι… Μετά, βγαίνει στη φόρα η μούφα και δώσ΄ του η γκρίνια για την τηλεόραση και για το γήπεδο: το ΄χω δει να παίζει, κάμποσοι συνομήλικοι την έκαναν κιόλας την πατάτα.

Δευτέρα-Πέμπτη κοιμάμαι κατά τις δώδεκα, ξυπνάω στις εφτάμισι, μου φτιάνει η μάνα μου νεσκαφέ χτυπητό στο φλιτζάνι, έξτρα γάλα, δεν την έχω μάθει ακόμα να φτιάνει φρέντο. Όπως θα κατάλαβες ζω με τη μάνα μου, που είναι ψιλονέα αλλά ψιλομόνη: βλέπει σήριαλ και Ανίτα Πάνια, τελευταία έχει φάει κόλλημα με το υπερπέραν και με το Χαρδαβέλλα. Ευτυχώς που υπάρχει κι η τηλεόραση. Ο πατέρας μου μάς άφησε όταν ήμουνα μικρός κι έτσι έγινα μαμάκιας, χα, χα: εντάξει, η μάνα μου είναι πολύ ξηγημένη, αν κι όλο θέλει να της κάνω τον ταξιτζή, πήγαινέ με εδώ, πέταξέ με εκεί. Γουστάρει φιγούρα με το κάμπριο και έτσι. Κι ο Σπύρος που δεν είναι παιδί χωρισμένων γονιών, όπως λένε, κι αυτός με τη μάνα του μένει, και με τον πατέρα του δηλαδή. Κι ο Κώστας κι ο Μάριος με την οικογένειά τους μένουνε, μονάχα ο Αλέξανδρος μένει σόλο γιατί κατάγεται απ΄ τα Κιούρκα Βοιωτίας. Μια φορά το μήνα βάζουμε όλα τ΄ άπλυτά του στο κάμπριο (σεντόνια, πουκάμισα, σώβρακα) και τα κουβαλάμε στα Κιούρκα για να τα πλύνει η μάνα του. Γυρνάμε φορτωμένοι- στο πορτ μπαγκάζ- τα παλιότερα άπλυτα (που έγιναν πλυμένα), τάπερ και ταψιά: καμιά φορά μού τη δίνει που πρέπει να βάλουμε πρώτα τις κολοκυθόπιτες στο ψυγείο και μετά να βγούμε έξω, περνάει η ώρα, η Γωγώ τσαντίζεται που καθυστερώ. Τη Γωγώ πρέπει να τη σχολάσω, συμφωνεί κι ο Σπύρος: όχι ότι δεν είναι καλό γκομενάκι, είναι και γαμώ τα γκομενάκια- φέρνει σε Μαριάνα Πιερίδη, αλλά με μακρύτερα μαλλιά, ίδιο χρώμα, κάνει, πώς το λένε, ντεκαποτάζ, όχι, περίμενε, το ΄χω, το ΄χω, ντεκαπάζ!όμως με πιέζει να παντρευτούμε. Α, δεν είμαι για τέτοια. Λέει: πατήσαμε τα τριάντα, να κάνουμε οικογένεια, μην ανησυχείς, τα παιδιά θα τα φροντίζω εγώ… Α, πα, πα, όταν ακούω τέτοια μού πέφτει, καταλαβαίνεις τι εννοώ, χα, χα. Η Αγγελική, καμία σχέση! Χορεύει στις μπάρες και το τι σφηνάκια κατεβάζει… Όνειρό της να γίνει μοντέλα: όταν οι γυναίκες έχουνε καλούτσικο σώμα θέλουν να γίνουν μοντέλες. Προχθές, σ΄ ένα κλαμπ στο Μπουρνάζι- ούτ΄ εκεί έχεις πάει; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει πάει πλατεία Μπουρναζίου! Δεν υπάρχει!…ήρθε λογαριασμός διακόσια εξήντα ευρώπουλα, πλήρωσα με τη χρυσή Visa. Όταν δείχνεις χρυσή Visa σ΄ αντιμετωπίζουν διαφορετικά: άλλο χρυσή, άλλο ασημένια. Κι εδώ που τα λέμε, άλλο πλατινένια. Άκου όμως τι παίζει: έχω είκοσι πέντε χιλιάδες παλιό χρέος που τοκίζεται ενώ μιλάμε, συν το τρέχον τρία-τέσσερα χιλιάρικα. Τι θα κάνω, μου λες; Τα ΄χω δει όλα. Να με βοηθήσεις να γράψουμε βιβλίο να βγάλουμε φράγκα. Η ιστορία του Μάκη του Ιωαννίδη από πλατεία Δαβάκη και πώς μπήκε φυλακή για χρέη, χα, χα.

Εκτός απ΄ τις δόσεις για τη Χόντα, έχω δόσεις από ρούχα (τα πληρώνω με την κάρτα και μοιράζω το ποσό σε δώδεκα άτοκες) κι ένα σωρό πάγια: το κινητό, τη βενζίνη, το Νόβα. Ευτυχώς που τα πάγια του σπιτιού τα πληρώνει η μάνα μου, αλλιώς δε θα την έβγαζα καθαρή. Ούτε τώρα τη βγάζω: άμα κάνουμε κλάμπιγκ και πληρώνω σα μαλάκας διακόσια ευρώ την Παρασκευή κι άλλα τόσα το Σάββατο, χώρια τα φρέντο και τις μπίρες με Μάριο και σία, ζήτω που καήκαμε. Χρειάζομαι πάνω από τέσσερα χιλιάρικα το μήνα, χαλαρά. Ε, βγάζω χίλια οχτακόσια- θεωρούμαι υψηλόμισθος- για κάνε το λογαριασμό.

Δηλαδή τώρα εσύ, είσαι, να πούμε, συγγραφέας και γράφεις, τύπου, Άρλεκιν; Ε; Κάτι τέτοια δε γράφουνε οι γυναίκες; Όχι απαραιτήτως; Καλά, ούτ΄ εγώ έχω καμιά σχέση με Άρλεκιν. Βασικά, δε διαβάζω καθόλου. Η Αγγελική διάβασε ένα μυθιστόρημα πέρυσι, κάτι μ΄ έναν κρυφό κώδικα, το διάβαζε στην παραλία, το διάβαζε στην ταβέρνα – είχαμε πάει Μύκονο. Το τι λεφτά μού ΄φυγαν στη Μύκονο- ρε συ, έχει δέκα ευρώ ο φρέντο, είμαστε σοβαροί; Αλλά η Αγγελική ήθελε να πάμε Μύκονο για να γνωρίσει κόσμο από τα μίντια:

σκατά γνωρίσαμε, εννοείται αυτό.

Καλά, ε, μου ΄χει φύγει η μαγκιά: τώρα θυμήθηκα ότι πέρυσι πήρα καταναλωτικό διακοπών- τι «τι είναι το καταναλωτικό διακοπών»; Ηλίθια είσαι;

– δάνειο είναι! Για να πάμε με την Αγγελική Μύκονο: πήρα, στάσου να δεις, χίλια ευρώπουλα, τώρα με τους τόκους έχουνε φτάσει τα χίλια εφτακόσια. Σ΄ το λέω, με βλέπω μέσα. Τι «τι μέσα»; Στα σίδερα! Τώρα σου ΄πεσε το άι κιού ή ήσουνα πάντα έτσι;

Τι σου ΄λεγα: με το κάμπριο άλλαξε η ζωή μου:

χτυπάω γκόμενες, δεν τις προλαβαίνω- παίζω και με δύο ψιλοεπίσημες όπως σου είπα. Ρε συ, οι γυναίκες μασάνε στο φτερό με ρόδες και γκατζετάκια! Αλλά χρεώθηκα: το ΄να έφερε τ΄ άλλο, θέλω να πω, άμα οδηγείς κάμπριο δε μπορείς να ΄χεις κινητό χωρίς κάμερα, με πιάνεις, κανονικά πρέπει να ΄χεις smartphone, Βlackberry, να κάνεις τη δουλειά σου. Και πάει λέγοντας. Είμαι και γκαντέμης: το περασμένο Σάββατο, γυρίζοντας από Αστέρα Γλυφάδας- Έλενα Παπαρίζου και, στα καπάκια, χιπ-χοπ- τράκαρα, ε, ναι, τα ΄χαμε ψιλοπιεί, παραγγείλαμε φιάλη για να μας έρθει φτηνότερα. Ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα! Τα είδα όλα: φοβήθηκα ότι θα μας κάνουνε αλκοτέστ, ότι θα μου πάρουνε τις πινακίδες και την άδεια, αλλά, να ΄ναι καλά ο τυπάκος που μας τράκαρε (πέρασα με παλλόμενο πορτοκαλί, ψιλοφταίω) τα ΄χε πιει κι εκείνος και κανονίσαμε τη δουλειά χωρίς μπάτσους και μαλακίες. Χαλαρά.

Μπαίνω στο θέμα: θα με δανείσεις χίλια για το φαναρτζίδικο; Όχι, ε; Ωχ, τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο: έχω και μια πρόσθετη, που λένε, κάρτα, μια ΜasterCard, μου την έκανε δώρο η τράπεζα όταν πήρα το δάνειο, και την έχω φορτώσει λογαριασμούς εστιατορίων: στο «ΤGΙ Friday΄s», στο Κεφαλάρι, κάναμε λογαριασμό με τη Γωγώ εκατόν είκοσι ευρώπουλα με δυο μπουκάλια κρασί μονάχα. Καλά, με βλέπω στα Goody΄s να τρώω γεύμα προσφορά… Αν έχω και τρίτη κάρτα; Ε, ναι, έχω τη Diner΄s, στάσου, κάπου εδώ τη φυλάω, γουστάρεις πορτοφόλι; Samsonite, γνήσιο δέρμα, και γαμώ τα πορτοφόλια.

Παίζει να δώσουν αμνηστία στα δάνεια; Τι «γιατί»; Τώρα με την οικονομική κρίση να μας χαρίσουν τα χρέη οι τράπεζες! Άμα τη γλιτώσω, χα, χα, θα πάω Μαρόκο με τη Γωγώ, μ΄ έχει φάει να πάμε Μαρόκο-Τυνησία… Παρίσι πήγαμε- μάπα μού φάνηκε το Παρίσι- Λονδίνο πήγαμε, Βιέννη, Πράγα, όχι, Ρώμη δεν πήγαμε ακόμα… Λένε πως είναι ψόφια, όλο αρχαιότητες και ύπνος με τις κότες… Πάντως σαν την Αθήνα δεν είναι πουθενά: νυχτερινή ζωή, ξεφάντωμα… και γαμώ τα κλίματα… ό,τι πρέπει για κάμπριο και έτσι… Είπα κάμπριο και ξαναθυμήθηκα πως πρέπει να πάω τη Χόντα στο φαναρτζίδικο. Θα μου δανείσεις το χιλιάρικο; Εννιακόσια; Άντε, δώσε εφτακόσια.

Εξακόσια; Πεντακόσια;

Ήρθε λογαριασμός διακόσια εξήντα ευρώπουλα, πλήρωσα με τη χρυσή Visa. Όταν δείχνεις χρυσή Visa σ΄ αντιμετωπίζουν διαφορετικά: άλλο χρυσή, άλλο ασημένια. Κι εδώ που τα λέμε, άλλο πλατινένια. Άκου όμως τι παίζει: έχω είκοσι πέντε χιλιάδες παλιό χρέος που τοκίζεται ενώ μιλάμε, συν το τρέχον τρία-τέσσερα χιλιάρικα. Τι θα κάνω, μου λες; Τα ΄χω δει όλα

Συγγραφέας ανήσυχη και δραστήρια, η Σώτη Τριανταφύλλου σπούδασε Φαρμακευτική, Γαλλική Φιλολογία, Αμερικανική Ιστορία και Ιστορία των Πόλεων στην Αθήνα, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1988 και έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, νουβέλες, κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις συνήθως ως εισαγωγές σε δοκίμια, χρονογραφήματα και άρθρα γνώμης ενώ κατά καιρούς κάνει και μεταφράσεις. Γνωστότερα έργα της είναι τα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Αύριο μια άλλη χώρα», «Ο υπόγειος ουρανός» (Εκδ. Πόλις), «Το εργοστάσιο των μολυβιών», «Άλμπατρος», «Συγχώρεση» (Εκδ. Πατάκη), «Γράμμα από την Αλάσκα» (Ελληνικά Γράμματα)