Το κορίτσι στην Τζενίν στοιχειώνει τα e-mail του νεαρού ανταποκριτή μου εδώ

και μέρες. Σκοτώθηκε στο σχολείο, στη διάρκεια μιας από τις εισβολές του

ισραηλινού στρατού σε εδάφη της Παλαιστινιακής Αρχής (πιθανόν από πυρά

άρματος) και δεν μπορεί να την βγάλει από το μυαλό του. Όποιο άρθρο ή γνώμη

για τον πόλεμο δεν περιλαμβάνει κάτι για την κατάσταση των Παλαιστινίων, του

φαίνεται πως χάνει την ουσία. Υπάρχει ­ όπως και υπήρχε για 25 χρόνια στη

Βόρεια Ιρλανδία ­ κάτι από παντομίμα, κάτι εξοργιστικό στη ρητορική από την

Ιερουσαλήμ και την Ιεριχώ. Είναι τρομοκράτης, είμαι η αποτροπή της

τρομοκρατίας. Όχι, είμαι προστάτης των αθώων και είναι ο πραγματικός

τρομοκράτης. Μπαμ! Εβραίος έποικος πυροβολείται ενώ οδηγεί. Μπαμ! Το κορίτσι

από την Τζενίν… Και άλλες κηδείες, και άλλες ευκαιρίες να ακουστεί το «Είναι

δολοφόνος», ένα παιχνίδι, που περισσότερο απ’ όλους απολαμβάνουν κάποιοι από

τους πιο θορυβώδεις αποστολείς μου μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Εξοργιστικό επίσης, αφού η τελική λύση, κάτι σαν πόλεμος γενοκτονίας, είναι

αρκετά προφανής τώρα, όπως ήταν 30 χρόνια. Στις 23 Δεκεμβρίου του 2000, με

μετρημένες τις ημέρες πριν λήξει η θητεία του, ο πρόεδρος Κλίντον έθεσε αυτό

που αποκλήθηκε «Παράμετροι Κλίντον». Γνωρίζουμε περί τίνος επρόκειτο από τον

Ρόμπερτ Μάλεϊ, ειδικό σύμβουλο του Μπιν Κλίντον σε θέματα αραβο-ισραηλινών

σχέσεων, και τον Παλαιστίνιο μεσολαβητή, Χουσεΐν Αγκά, που αναφέρθηκαν στο

θέμα τον Αύγουστο στο «New York Review of Books», καθώς και από τον τότε

Ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών Σλόμο Μπεν Αμί, ο οποίος έδωσε πρόσφατα

συνέντευξη στη «Χααρέτζ». Οι παράμετροι ήταν η δημιουργία παλαιστινιακού

κράτους, στο 94-96% της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, καθώς και ένα κομμάτι που

ανήκε πριν από το 1967 στο Ισραήλ, ίσο με 1-3% της Δυτικής Όχθης. Στην

Ιερουσαλήμ, αυτό που ήταν αραβικό θα πήγαινε στους Παλαιστίνιους, αυτό που

ήταν εβραϊκό, στους Ισραηλινούς. Η Παλαιστίνη θα είχε κυριαρχία στο «Όρος του

Ναού» και το Ισραήλ στο Δυτικό Τείχος. Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες θα είχαν

αυτομάτως το δικαίωμα να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη, αλλά μόνον κατόπιν

συμφωνίας, στο εσωτερικό του Ισραήλ. Η παλαιστινιακή γη θα είχε συνέχεια.

(Σύμφωνα με τον Μπεν Αμί, στην Τάμπα της Αιγύπτου, φέτος τον Ιανουάριο, ο

Μουμπάρακ κοίταξε τους χάρτες και ρώτησε τους Παλαιστίνιους ποιο ήταν το

πρόβλημά τους σ’ αυτό το θέμα, γιατί δεν μπορούσε να τους καταλάβει.) «Τα

ταμπού ταράχτηκαν, αυτό που δεν λεγόταν, ελέχθη», έγραψε ο Αγκά. Ο Μπεν Αμί

«ενημέρωσε τους Αμερικανούς ότι η απάντηση του Ισραήλ ήταν καταφατική». Όμως,

η νέα ιντιφάντα είχε πάρει ήδη τον δρόμο της, οι ημέρες του Εργατικού

πρωθυπουργού του Ισραήλ Εχούντ Μπαράκ ήταν μετρημένες και ο Αραφάτ, προφανώς,

είπε όχι. Οι Ισραηλινοί είχαν πειστεί ότι «δεν είχαν εταίρο για την ειρήνη»,

και μια θλιβερή μοιρολατρία κατέλαβε πολλούς Εβραίους από τους άλλοτε

υποστηρικτές της ειρηνευτικής διαδικασίας. «Πιστεύω ακόμη», είπε ο Μπεν Αμί,

«ότι δεν μπορούμε να εξουσιάζουμε έναν άλλο λαό. Πουθενά δεν είχε αποτέλεσμα

και δεν θα έχει ούτε εδώ. Όχι ότι έχει αλλάξει η άποψή μου για την εποικιστική

πολιτική. Ήταν μια θρασύτατη κίνηση να επενδύσουμε ενέργειες εθνικές σε ένα

ανέλπιδο πρόγραμμα εποικισμού στην καρδιά του αραβικού πληθυσμού. Και συνεχίζω

να πιστεύω ότι η ίδρυση παλαιστινιακού κράτους αποτελεί ηθική και πολιτική

αναγκαιότητα». Μετά τη Συμφωνία του Όσλο, το 1993, η Οργάνωση για την

Απελευθέρωση της Παλαιστίνης αναγνώρισε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ εντός

ασφαλών συνόρων και ιδρύθηκε η Παλαιστινιακή Αρχή. Λοιπόν, τι πήγε τόσο στραβά

στο δεύτερο μισό του 2000, ώστε να μιλούμε πλέον όχι για παλαιστινιακό κράτος

αλλά για νεκρούς σε καθημερινή βάση, δολοφονίες, βομβαρδισμούς και κηδείες που

συνέβαλαν ώστε μια μικρή, μικρή γεωγραφικά, οντότητα να μετατραπεί σε casus

belli μεταξύ ολόκληρων πολιτισμών;

Προσωπικότητες, φόβος, έλλειψη εμπιστοσύνης. Πριν και στη διάρκεια των

συνομιλιών του Καμπ Ντέιβιντ, τον Ιούλιο του 2000, σύμφωνα με τους Μάλεϊ και

Αγκά, ο Εχούντ Μπαράκ ήθελε να πετύχει μια πλήρη, μεγάλη συμφωνία.

Προτείνοντάς την, θα αντιμετώπιζε όλα του τα προβλήματα με την ισραηλινή κοινή

γνώμη, θα έθετε το ζήτημα σε δημοψήφισμα και θα το κέρδιζε. Για να το

κατορθώσει, αγνόησε τα «προσωρινά» μέτρα στα οποία οι Ισραηλινοί ήταν

υποχρεωμένοι να προβούν, με βάση τους όρους της Συμφωνίας του Όσλο και αυτών

που ακολούθησαν. Οι στρατιώτες δεν έφυγαν από σημεία-κλειδιά και ο ρυθμός με

τον οποίο προστέθηκαν σπίτια σε οικισμούς ήταν ταχύτερος, ακόμη και αν τον

συγκρίνει κανείς με τον αντίστοιχο του προκατόχου του, Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Στο μεταξύ, ο Μπεν Αμί αναρωτιέται για την πεισματική στάση του Αραφάτ. Είναι

βέβαιο, ο Μπαράκ ήταν άχαρος και αντιπαθής. Όμως, δεν θα μπορούσατε να

μεταφράσετε την άρνηση του Αραφάτ να προτείνει ο ίδιος κάτι και την περίεργη

σχέση του με οργανώσεις όπως η Χαμάς, σαν μακιαβελική, προς τιμήν της

ιντιφάντα; Δεν προκαλούσε τη λαϊκή εξέγερση (εξέγερση που προσείλκυε

υποστήριξη από όλο τον κόσμο), είτε να εκδηλωθεί είτε να κοπάσει, ως εργαλείο

πολιτικής; Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα, αλλά αμφιβάλλω. Στις δημοκρατίες η κοινή

γνώμη εκφράζεται στις δημοσκοπήσεις και στις εκλογές. Επιστολές φτάνουν στα

γραφεία εφημερίδων και ο κόσμος οργανώνει ειρηνικές διαδηλώσεις. Στις ήπιες

απολυταρχίες, όπως αυτή του Αραφάτ, δεν υφίσταται τέτοιος μηχανισμός και

πρέπει να διαβιούν υπό το κράτος του φόβου, ότι ξαφνικά θα συνειδητοποιήσουν

πως έκαναν λάθη. Περισσότερο ανησυχητικό, ο Μπεν Αμί διαβεβαιώνει πως ο ίδιος

ο Αραφάτ (για τον οποίο κάποτε ειπώθηκε ότι «ποτέ δεν χάνει την ευκαιρία να

χάσει ευκαιρία») είναι το πρόβλημα. «Ο Αραφάτ δεν είναι ηγέτης αυτού του

πλανήτη», υποστηρίζει. «Θεωρεί τον εαυτό του μυθολογική προσωπικότητα…». Και

πάλι, δεν ξέρω πόσο δίκαιο είναι αυτό. Αραφάτ και Σαρόν πάντως είναι αυτό που

έχουμε. Και είναι δύσκολο, προς το παρόν, να δούμε το πώς θα μπορούσαμε να

επιστρέψουμε στις παραμέτρους Κλίντον με τέτοια ηγεσία και με τις δύο πλευρές

να καταρρέουν στη μοιρολατρία. Όμως, αυτό που η διεθνής κοινότητα μπορεί να

απαιτήσει από Ισραηλινούς και Παλαιστινίους ­ ανεξάρτητα από το τι κάνουν «οι

άλλοι» ­ είναι να αρχίσουν τη μακρά διαδικασία οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Η

ρητορική μπορεί να αλλάξει. Στις φωνές, ο τόνος μπορεί να κατεβεί. Οι

στρατιώτες μπορούν να μετακινηθούν. Φραγμοί μπορούν να εγκατασταθούν στον

δρόμο εκείνων που θέλουν να γίνουν μάρτυρες. Δεν είναι ανάγκη, στην ανοησία να

απαντάς με ανοησία.