Είτε επιθυμείτε να γνωρίσετε πρόσωπα γνωστά στην εποχή τους αλλά λησμονημένα πλέον σήμερα, είτε θέλετε να ρίξετε μια φρέσκια- πιθανόν απρόσμενη, ακόμη και αιρετική- ματιά σε πολύ γνωστά σας πρόσωπα, η τρέχουσα εκδοτική παραγωγή σπεύδει να καλύψει τις ανάγκες σας. Την ώρα που η όρεξή μας για μυθιστορήματα μειώνεται – όπως δείχνουν και τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου- η όρεξή μας για βιογραφίες και μαρτυρίες παραμένει σταθερή
Ελάχιστοι από εμάς έχουν ακουστά τον Frank Ηarris (1856-1931). Ήταν ο ορισμός του πολυπράγμονα sui generis τύπου, που- αν και μέτριος λογοτέχνης- καθιστά ύψιστο λογοτέχνημα την ίδια του τη ζωή. Προσωπικός φίλος τού Όσκαρ Ουάιλντ και του Τζορτζ Μπέρναρ Σο, γεννημένος στην Ιρλανδία, παράτησε στη μέση τη φοίτησή του στο «ασφυκτικό» αγγλικό σχολείο, κατέφυγε στην Αμερική κι εκεί πέρασε των παθών του τον τάραχο- λούστρος, δύτης, ρεσεψιονίστ, καουμπόης- για να σταδιοδρομήσει τελικά ως εκδότης σκανδαλοθηρικών εντύπων. Στο τελευταίο μήκος κύματος εκπέμπει και η συναρπαστική αυτοβιογραφία του- « Η ζωή και οι έρωτές μου » (Ρrinta)- που την συνιστώ ιδίως σε όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι λογοτέχνες δεν είναι υποχρεωτικά βαρετοί και μονόχνωτοι.

Εξέχουσα θέση στους δικούς μας «λησμονημένους» κατέχει αναμφίβολα ο συγγραφέας Πέτρος Πικρός (1894-1956). Ο Γιάννης Δ. Μπάρτζης στον τόμο « Πέτρος Πικρός- Στράτευση, Αντιπαραθέσεις, Πικρίες στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου » (Εκδ. Αντ. Σταμούλη) φωτίζει αυτόν τον αινιγματικό συγγραφέα, τον Έλληνα Γκόρκι- κυριολεκτικά, μάλιστα, καθότι ο λόγιος Ιωάννης Γεναρόπουλος (όπως στην πραγματικότητα ονομαζόταν ο Πικρός) δεν περιορίστηκε μονάχα να θαυμάζει και να μεταφράζει τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα, αλλά δανείστηκε και την ελληνική απόδοση του λογοτεχνικού του ψευδωνύμου. Όσον καιρό τα πήγαινε καλά με την ηγεσία του ΚΚΕ (τουτέστιν έως το 1931) ο Πικρός εθεωρείτο ως ένας από τους πρωτεργάτες της «προλεταριακής» λογοτεχνίας. Μετά, φευ, τον περίμενε η αποπομπή και η απομόνωση.

Δεν πρέπει να λέει πολλά πράγματα στους νεώτερους και το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Οικονομόπουλου Ρώμος Φιλύρας (1888-1942), παρότι και αυτός μεσουρανούσε κατά τον Μεσοπόλεμο στο λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό στερέωμα. Είχε και αυτός σκληρή κατάληξη, σκληρότερη ίσως και από του Πέτρου Πικρού, αν συνυπολογίζει κανείς ότι πριν πατήσει τα σαράντα (το 1927) εγκλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο και από εκεί δεν βγήκε παρά νεκρός, δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας επιμελήθηκε έναν τόμο με συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα αυτοβιογραφικά πεζά του Ρώμου Φιλύρα, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και Άλλα Αυτοβιογραφικά (Καστανιώτης), όπου- καθώς επισημαίνει ο Παπακώστας- είναι ευδιάκριτη η επικοινωνία ανάμεσα στο πεζογραφικό και στο ποιητικό έργο του Φιλύρα και, παρά τον ενίοτε παραληρηματικό τους χαρακτήρα, μεταφέρουν με έντονη παραστατικότητα την ατμόσφαιρα στους λογοτεχνικούς κύκλους κατά τον Μεσοπόλεμο.

Ο πεζογράφος και μελετητής Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είναι ευρύτερα γνωστός για τη μακροχρόνια ενασχόλησή του με τη ρωσική λογοτεχνία, καρποί της οποίας είναι αναρίθμητοι τίτλοι (διηγήματα, μυθιστορήματα, βιογραφικές μυθιστορίες, ταξιδιωτικά, μεταφράσεις κ.ά.). Στον ογκώδη τόμο Ο Τολστόι (Ελληνικά Γράμματα), ο Αλεξανδρόπουλος εστιάζει τον φακό του πάνω στον ογκόλιθο του 19ου αιώνα κι επιχειρεί να καταγράψει ένα «μυθιστορηματικό, αλλά βασισμένο σε τεκμήρια ντοκουμέντων, ψυχογράφημα». Παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τη σταδιακή μετάλλαξη του Λέοντος Τολστόι, από τον νεαρό αλαζόνα και φιλήδονο επαρχιώτη αριστοκράτη στον όψιμο κήρυκα μιας «νέας θρησκείας», βασισμένης πάντα στον χριστιανικό ουμανισμό, αλλά απαλλαγμένης από την πίστη και τα μυστήρια. Κανένας δεν μπορεί να προεξοφλήσει το πεπρωμένο αυτής της τολστοϊκής γεροντικής εμμονής, σε περίπτωση που δεν ξεσπούσε- μόλις λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του- το σαρωτικό μπουρίνι των μπολσεβίκων.

Ο Ιούλιος Βερν, από την άλλη, στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Του κόλλησαν νωρίς νωρίς τη ρετσινιά του «συγγραφέα για παιδιά» και τον απάλλαξαν από όλες τις ζοφερές υπόνοιες που αφήνει το ίδιο του το έργο. Έρχεται τώρα ο Γάλλος ιστορικός του φαντασιακού Λυσιάν Μποϊά με τον τόμο Ιούλιος Βερν- Τα Παράδοξα ενός μύθου (Ηλέκτρα)

για να θέσει ξανά μια σειρά από ξεχασμένα ενοχλητικά ερωτήματα: Ήταν πρωτοπόρος της επιστήμης ο Ιούλιος Βερν ή μετέφερε μυθολογικά και θρησκευτικά μηνύματα; Ήταν ρατσιστής και αντισημίτης ή σεβόταν κάθε κουλτούρα; Αισιόδοξος ή απαισιόδοξος; Μισογύνης, ομοφυλόφιλος ή και τα δύο; Με την εξονυχιστική του έρευνα, ο Μποϊά μας δίνει τη δυνατότητα να καταλήξουμε στις ορθές απαντήσεις.

Η άγνοιά μας για τον Κεμάλ Ατατούρκ είναι ασυγχώρητη- όχι μόνο γιατί στερούμε από τη βιογραφική μας πινακοθήκη ένα από τα πιο γοητευτικά (αν και κάπως άγρια) πορτρέτα, αλλά και γιατί δυσκολευόμαστε έτσι να κατανοήσουμε σε βάθος τα τεκταινόμενα στην αντίκρυ όχθη του Αιγαίου, τον μακρόχρονοκαι με… μέλλον, καθώς διαφαίνεται- αγώνα μεταξύ κεμαλικών και αντι-κεμαλικών. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια εμπλουτίζεται και η ελληνική βιβλιογραφία γύρω από τα έργα και τις ημέρες του Μουσταφά Κεμάλ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εστίαση σε μία από τις λιγότερο γνωστές- αν και καθοριστικές για την ερμηνεία των κατοπινών του πράξεων- περιόδους της ζωής του, στα πρώτα τριάντα δύο του χρόνια για την ακρίβεια (1880-1912), όταν διέμενε στην τότε οθωμανική σημερινή μας συμπρωτεύουσα. Ο Χρίστος Κ. Χριστοδούλου στον τόμο Μουσταφά Κεμάλ- Ο βίος και η πολιτεία του στη Θεσσαλονίκη (Εξάντας) παρακολουθεί από κοντά τα βήματα του νεαρού Κεμάλ σε μια πόλη που «συνδυάζει τον νεωτεριστικό κοσμοπολιτισμό με τον εθνικιστικό παροξυσμό» κι επιχειρεί να λύσει το αίνιγμα που βασάνιζεμοιραία, όπως αποδείχθηκε- και τον τελευταίο σουλτάνο: «Πρόκειται για έναν Σαλονικιό που δεν ξέρουμε αν είναι Εβραίος, Έλληνας ή Βούλγαρος». Την απάντηση θα του την έδινε ο ίδιος ο μελλοντικός «Πατέρας των Τούρκων».

Όμοια με κάθε άντρα που «φτιάνει τη γενιά του» (για να θυμηθούμε και τον Ελευθέριο Βενιζέλο), ο Κεμάλ ήταν… αυτό που έγινε.

Τηρουμένων πάντα των αναλογιών και ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν… αυτό που έγινε. Στη σκληρόδετη εμπλουτισμένη με σπάνιο φωτογραφικό υλικό, αυτοβιογραφία του Κρίσιμες αποφάσεις- η ζωή μου στην πολιτική (Κασταλία), ο Σρέντερ περιγράφει τη μεταμόρφωσή του από προνύμφη σε χρυσαλλίδα και από χρυσαλλίδα σε πεταλούδα.

Φτωχός, χωρίς πατέρα από έξι μηνών (σκοτώθηκε στον πόλεμο), με απολυτήριο από νυχτερινό σχολείο, κατόρθωσε να διακριθεί στον πολιτικό στίβο, να ηγηθεί στιβαρά των σοσιαλδημοκρατών και να αναρριχηθεί στον θώκο του καγκελάριου. Θα τον θυμόμαστε όμως, κυρίως, για τις εξαιρετικά ριψοκίνδυνες και φαινομενικά αντιφατικές αποφάσεις του. Διακινδύνευσε να στείλει σε αποστολή ειρήνης στο εξωτερικό τους πρώτους Γερμανούς στρατιώτες μετά τον πόλεμο, σπάζοντας έτσι ένα ταμπού δεκαετιών στη γερμανική εξωτερική πολιτική, αλλά αντιτάχθηκε σθεναρά και στην απαίτηση του προέδρου Μπους για συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο του Ιράκ. Γερά κότσια, σε καιρούς που επιπλέουν οι οσφυοκάμπτες.

Η υπόθεση Οτζαλάν, κυριολεκτικά μέσα σε τρεις βδομάδες, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1999, έφερε τόση αναστάτωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όση δεν είχαν προκαλέσει συσσωρευμένα επεισόδια (Σισμίκ, Ίμια, κ.ά.) των είκοσι πέντε προηγούμενων χρόνων. Ουσιαστικά, με τη σκοτεινή αυτή υπόθεση, μοιράστηκε εκ νέου η τράπουλα ανάμεσα στους χθεσινούς φίλους- τους Έλληνες και τους Κούρδους- και στους αυριανούς- τους Έλληνες και τους Τούρκους (ήρθε καπάκι τον Σεπτέμβριο και ο σεισμός, για να σφίξουν περαιτέρω οι νέοι δεσμοί). Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιστορίας, ο αντισυνταγματάρχης-μυστικός πράκτορας Σάββας Καλεντερίδης, στον τόμο Παράδοση Οτζαλάν- Η ώρα της αλήθειας (Ινφογνώμων) καταθέτει την πολύτιμη μαρτυρία του, χωρίς να κρύβει τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του. Άκρως ενδιαφέρον και το άγνωστο ιστορικό των ελληνοκουρδικών σχέσεων που προτάσσει.

Άλλοι γυρίζουν τον κόσμο στο σκοτάδι (όπως ο πράκτορας Καλεντερίδης) και άλλοι στο φως του ήλιου (όπως η Έρικα και ο Κλάους Μαν ). Τα δύο μεγαλύτερα από τα παιδιά του διεθνούς φήμης – ήδη από το 1927- συγγραφέα Τόμας Μαν, είκοσι δύο και είκοσι ενός χρόνων αντίστοιχα, ηθοποιοί το επάγγελμα, ανακουφίζουν τον καημό τους από μια επαγγελματική αποτυχία κι επιχειρούν επί εννέα μήνες τον γύρο του κόσμου. Εκμεταλλεύονται το όνομα του μπαμπά, είτε για να αποσπάσουν δανεικά είτε για να κάνουν νέες πολύτιμες γνωριμίες στο καλλιτεχνικό στερέωμα- όπως τις μεσοπολεμικές ντίβες Γκρέτα Γκάρμπο και Πόλα Νέγκρι. Τους ακολουθούμε κι εμείς στο ταξίδι- Ευρώπη, Αμερική, Χαβάη, Ιαπωνία, Κορέα, Σιβηρία, Μόσχα, πίσω πάλι στη Γερμανία- και απολαμβάνουμε το αφηγηματικό τους μπρίο στον τόμο Ο κόσμος γύρω γύρω (ΟΛΚΟΣ).

Δύο χρόνια πριν από το επίσημο έτος Δαρβίνου- το 2009 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τη γέννησή του- μας προσφέρεται η σύντομη Αυτοβιογραφία του (Γκοβόστης), συμπληρωμένη από δύο εξ ίσου ενδιαφέροντα- συγκλίνοντα κείμενα: τις αναμνήσεις του γιου του Δαρβίνου, Φράνσις, γύρω από την καθημερινή ζωή του πατέρα του, καθώς κι ένα κείμενο πάλι του γιου γύρω από τις- έως σήμερα αμφιλεγόμενες- θρησκευτικές αντιλήψεις του πατέρα. Αξίζει την προσοχή μας.

Πόσες επαναστάσεις άλλωστε αναλόγου μεγέθους γνωρίσαμε από το 1859, χρονιά που πρωτοδημοσι- εύθηκε η Καταγωγή των Ειδών; Εάν το ελληνικό Κοινοβούλιο είχε να επιδείξει ως ρήτορα τον Λεωνίδα Κύρκο, η ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει τον Πέτρο Μάρκαρη. Γλαφυρός αφηγητής και ο δεύτερος, περνάει ανεμπόδιστα από τον προφορικό στον γραπτό λόγοκαι τούμπαλιν. Στον αυτοβιογραφικό τόμο Κατ΄ εξακολούθηση (Πατάκης) μας ξεναγεί στην κουζίνα του δημιουργού, στη δική του ιδιάζουσα περίπτωση- τη μεταπήδησή του από το σενάριο στη μετάφραση και από εκεί, όψιμα μα τόσο πετυχημένα, στο αστυνομικό μυθιστόρημα. «Η Ελλάδα είναι η γλωσσική μου πατρίδα», σημειώνει ο Μάρκαρης.

«Και είναι η πατρίδα της επιλογής μου. Εγώ μεγάλωσα ως τρίγλωσσος. Μιλούσα κι έγραφα εξ ίσου καλά τα ελληνικά, τα γερμανικά και τα τούρκικα. Ήμουν όμως δεμένος με τα ελληνικά, γιατί τα ελληνικά ήταν η μητρική μου γλώσσα». Ευτυχώς- λέμε εμείς, που γνωρίζουμε πολύ καλά τις επιτυχίες του.

Η Άννα Αχμάτοβα έζησε στο μοναδικό ίσως καθεστώς ανά την υφήλιο, το σοβιετικό επί Στάλιν, που εκδήλωνε- μεταξύ πολλών άλλων- και αδιάπτωτο έως θανάσιμο ενδιαφέρον για τους ποιητές και την ποίηση (μονάχα η κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, δικαιούται να επικαλεσθεί ανάλογη θανατηφόρα ευαισθησία). Ο Γερμανός διδάκτωρ Βόλφγκανγκ Χέσνερ στον τόμο Άννα Αχμάτοβα- Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας (Μελάνι) περιγράφει με ζωντανά όσο και ζοφερά χρώματα τη σχέση μιας ποιήτριας μ΄ ένα καθεστώς που την χαρακτήριζε «αγία και πόρνη». Διαβάστε το για να κατανοήσετε γιατί σκυλιάζουν οι ποιητές μας με την αναισθησία της δημοκρατίας μας σήμερα. Επί δεκαετίες ήταν η ζωντανή φαντασίωση όλων των απελευθερωμένων ζευγαριών στον πλανήτη. Το απόλυτο ζευγάρι. Διανοούμενοι έως εκεί που δεν παίρνει άλλο, όμορφοι κατά πενήντα τοις εκατό (το θηλυκό πενήντα), σαγηνευτικοί ασχημάνθρωποι (το άλλο πενήντα), πολυγαμικοί εκ πεποιθήσεως και αποφασισμένοι να μην παντρευτούν ποτέ. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζαν Πολ Σαρτρ. Ο ένσαρκος ορισμός της αντισυμβατικότητας σε μια εποχή που η αντισυμβατικότητα ενείχε ακόμη αξία. Η Αμερικανίδα βιογράφος Χέιζελ Ρόουλι στο Σιμόν ντε Μποβουάρ & Ζαν Πολ Σαρτρ- τετ α τετ (Μεταίχμιο) αντιμετωπίζει το φαινόμενο ψύχραιμα- χωρίς πρόθεση να τους καθαγιάσει ούτε ντε και καλά να τους απομυθοποιήσει.

Τα ντοκουμέντα που προσκομίζει είναι σπαρταριστά. Μεγαλοσύνη και μικροπρέπειες α λα μπρατσέτα.

Μια από τις πιο γνωστές Γαλλίδες συγγραφείς, η Μαργκερίτ Ντιράς (1914-1996) καταγράφει στα Τετράδια του πολέμου και άλλα κείμενα (Μεταίχμιο) τις τραυματικές- και θανάσιμα επικίνδυνες- εμπειρίες της κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Όπως πολλοί άλλοι της δικής της γενιάς, η Ντιράς πέρασε ξυστά από τον θάνατο – κάτι που δεν κατόρθωσε και το πρώτο της παιδί- για να γνωρίσει μεταπολεμικά τη διεθνή καταξίωση. Αν δεν είχε καταντήσει τόσο τετριμμένη η φράση, θα σας έλεγα πως διαβάζεται σαν μυθιστόρημα.

Πλεονεκτεί στο ότι…

δεν είναι.

Περιμέναμε να καταλήξει οσονούπω στα θυμαράκια, και αυτός… νεκραναστήθηκε. Πώς να τον ξεκάνουν έπειτα οι Γιάνκηδες με τις απειράριθμες- κι εν πολλοίς φαιδρές- απόπειρες δολοφονίας του; Ο άνθρωπος ξεχειλίζει από ενέργεια- έστω και αν δεν την διοχετεύει πάντοτε με τον αλτρουιστικότερο τρόπο, σύμφωνα με τα δυτικά μέτρα και σταθμά (τα οποία ο ίδιος- ενίοτε δικαίως- χλευάζει ασύστολα). Μιλάμε φυσικά για τον Φιντέλ Κάστρο, τον μαρξιστή δικτάτορα που οι Αμερικανοί- και όχι μόνο – αγαπούν να μισούν. Ελάτε να τον ακούσετεγιατί, ειλικρινά, θα τον ακούσετε, δεν θα τον διαβάσετεστο βιβλίο του Ιγνάσιο Ραμονέ Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- Βιογραφία σε δύο φωνές (Πατάκης).