Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να είναι μια ιστορική ημέρα. Επειτα από 60 χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών και εσωτερικών σπαραγμών, η ενωμένη Ευρώπη διατράνωσε την απόφασή της να αποκτήσει μια κοινή στρατιωτική ισχύ. Μια κοινή άμυνα. Αλλωστε οι πανηγυρισμοί δεν έλειψαν χθες στις Βρυξέλλες. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των 25 κρατών-μελών της ΕΕ (δηλαδή όλων πλην Ηνωμένου Βασίλειου, Μάλτας και Δανίας), που αποφάσισαν να αναπτύξουν μια «ενισχυμένη συνεργασία» στον αμυντικό τομέα, ανακοίνωσαν τη δημιουργία εντός του 2018 ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμυνας που από το 2019 θα αρχίσει να χρηματοδοτεί κοινές ευρωπαϊκές ενέργειες στον αμυντικό τομέα. Από συμβολικής δε απόψεως είναι ασφαλώς αξιοσημείωτο ότι η πρώτη σχετική δήλωση έγινε από τον Ρίχο Τεράς, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Εσθονίας (δηλαδή της χώρας που ασκεί της προεδρία της ΕΕ), ο οποίος ανδρώθηκε στις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις όπου ήταν κυβερνήτης υποβρυχίων.

Ως προς το άμεσο μέλλον, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων του αποκαλούμενου ήδη στις Βρυξέλλες Eurogroup της Αμυνας ανακοίνωσαν ότι θα θέσουν σε εφαρμογή μηχανισμούς «για τη χρηματοδότηση κοινών εξόδων των στρατιωτικών αποστολών και επιχειρήσεων της ΕΕ», αλλά και ότι θα εγκρίνουν την άνοιξη του 2018 «τη σύσταση ενός νέου ειδικού μέσου που θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις για την ανάπτυξη ικανοτήτων για τη στήριξη της ασφάλειας και της ανάπτυξης μετά το 2020». Αποφάσισαν επίσης να προχωρήσουν οι εργασίες για την εφαρμογή πλήρους δέσμης προτάσεων σχετικά με τη συνεργασία ΕΕ – ΝΑΤΟ, ενώ ανέθεσαν στην ύπατη εκπρόσωπο Μογκερίνι να υποβάλει τον Ιούνιο του 2018 έκθεση σχετικά με τις εργασίες για την ενίσχυση της μη στρατιωτικής Κοινής Πολιτικής Ασφαλείας και Αμυνας της ΕΕ.

Το Brexit επιτάχυνε τις εξελίξεις

Οι εξελίξεις αυτές στον τομέα της ευρωπαϊκής άμυνας είναι χωρίς αμφιβολία το απότοκο πολλών παραγόντων. Οφείλονται ασφαλώς στο Brexit, λαμβανομένου υπόψη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επί της ουσίας ήταν μαζί με τη Γαλλία τα δύο στρατιωτικά μεγαθήρια της ΕΕ. Οφείλεται επίσης στην επιδείνωση των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά και στην επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και στην ανησυχία που προκάλεσε στην Ευρώπη.

Ωστόσο, όλα αυτά κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι πεδίον δόξης λαμπρόν ανοίγεται στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τα αμυντικά ζητήματα. Και αυτό διότι οι διαφορές αντιλήψεων στο εσωτερικό της ΕΕ είναι εξαιρετικά μεγάλες. Οι ανατολικές χώρες αλληθωρίζουν κυρίως προς το ΝΑΤΟ και θα ήταν σίγουρα αρνητικές σε οποιαδήποτε μορφή δημιουργίας ευρωπαϊκής άμυνας αν δεν υπήρχαν οι πρόσφατες δηλώσεις Τραμπ ότι επί της ουσίας δεν ενδιαφέρεται για την ασφάλεια της Ανατολικής Ευρώπης. Και από ελληνικής πλευράς ωστόσο υπάρχουν ενστάσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή άμυνα. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος έχουν κατά το παρελθόν καταβάλει έντονες προσπάθειες ούτως ώστε οι σχέσεις αυτές να περιοριστούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Επίσης, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η ελληνική κυβέρνηση δεν θεωρεί ότι η απομάκρυνση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ευρωπαϊκή άμυνα είναι μία θετική εξέλιξη. Και αυτό διότι στους κόλπους της ελληνικής διπλωματίας κυριαρχεί η αντίληψη πως αν το Λονδίνο απομακρυνθεί από τις διεργασίες για την ευρωπαϊκή άμυνα, θα επιχειρήσει ενδεχομένως να προσεγγίσει περισσότερο την Τουρκία. Κάτι που ωστόσο ούτως ή άλλως συμβαίνει.

Τούτων δοθέντων πρωταρχικός θα είναι εφεξής ο ρόλος της Γαλλίας, που είναι πλέον η μόνη πυρηνική δύναμη και το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που μετέχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Γαλλία προς το παρόν διάκειται θετικά στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής άμυνας, όπως όμως πρωτίστως οι Γάλλοι λένε «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».

Ουγγρική άρνηση

Κάτι που άλλωστε κατέστη σαφές χθες στις Βρυξέλλες, στη συζήτηση για το Προσφυγικό, όπου έπειτα από ώρες διαβουλεύσεων δεν υπήρξε καμία σύγκλιση των απόψεων. Οι χώρες της Νότιας και της Κεντρικής Ευρώπης αντιμετώπισαν με οργή την άρνηση ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ουγγαρία, να υποδεχθούν πρόσφυγες βάσει των ποσοστώσεων που είχαν αποφασιστεί. «Αυτό που κάνει ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Ορμπαν, είναι ντροπή» δήλωσε ο ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ενώ η Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε πως «έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε εδώ. Οι απόψεις δεν έχουν αλλάξει». Η Μέρκελ δήλωσε επίσης ότι διαπιστώθηκε πρόοδος όσον αφορά την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, κυρίως μέσω του Συμφώνου για τους Πρόσφυγες με την Τουρκία και της συνεργασίας με τη Λιβύη.

Από ελληνικής πλευράς, ο Αλέξης Τσίπρας χαρακτήρισε απαράδεκτο το σημείωμα του Ντόναλντ Τουσκ προς τους ευρωπαίους ηγέτες για το Προσφυγικό, τονίζοντας ότι θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της ΕΕ, καθώς υπονομεύει την έννοια της αλληλεγγύης. Για το θέμα της χρηματοδότησης, συμφώνησε ότι οι διαδικασίες πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες, προκειμένου να ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα. Ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε επίσης ότι η χρηματοδότηση τρίτων χωρών θα πρέπει να συναρτάται με την αποτελεσματικότητά τους στην αντιμετώπιση δικτύων διακινητών και πρόσθεσε ότι πρέπει να ιδρυθούν ευρωπαϊκοί μηχανισμοί επαναπροώθησης και επανεγκατάστασης.