Αμοργός της ιστορίας και της ποίησης

Του Αντώνη Φωστιέρη


Δεν γεννήθηκα στην Αμοργό, αλλά είναι σαν.

Εκεί γεννήθηκαν οι γονείς μου (τα σπίτια τους αντικρυστά, στο πέταλο που σχηματίζει το λιμάνι των Καταπόλων) κι εκεί πέρασα όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια
Δεκαετία του ΄50, ξεχασμένο κι από τον Θεό το νησί, χωρίς ηλεκτρικό, ύδρευση και τηλέφωνο, με δύο ή τρία μόνο πλοία τη βδομάδα, που εκτελούσαν την άγονη γραμμή- το δρομολόγιο από τον Πειραιά διαρκούσε δεκαπέντε, είκοσι, μπορεί και περισσότερες ώρες. «Ιόνιον», «Μοσχάνθη», «Μιαούλης», «Ευαγγελίστρια»: γηραλέα σαπιοκάραβα, που στα μάτια μας παίρνανε διαστάσεις υπερωκεανίων. Συνήθως φτάνανε νύχτα, σκοτάδι πίσσα, με αναμμένα μόνο επάνω τα κεράκια των άστρων και κάτω τους λυμφατικούς φανούς του κοινοτικού χωματόδρομου. Τα καράβια δεν έδεναν έξω, αγκυροβολούσαν αρόδο. Μόλις διακρινόταν από μακριά η γιρλάντα των φώτων τους και ακούγονταν στη δροσερή σιγαλιά οι φωνές των παιδιών «Το παπόρι έρχεταιαιαι!», οι βαρκάρηδες φόρτωναν βιαστικά τους επιβάτες στις λάντζες, λύνανε την μπαρούμα κι ανοίγονταν ώς τη μέση του λιμανιού.

Το ηλεκτρικό ήρθε τέλη της δεκαετίας του ΄60. Μέχρι τότε ανάβαμε λάμπες πετρελαίου (ακόμα τρεμοπαίζει μέσα μου η γλυκιά τους φλόγα), συντηρούσαμε τα φαγητά στο φανάρι με τη σήτα, ρίχναμε τα καρπούζια στη στέρνα να κρυώσουν. Για ζαρζαβατικά πηγαίναμε απ΄ ευθείας στα περβόλια και νερό κουβαλούσαμε με το σταμνί απ΄ την πηγή του μπαξέ. Ολοήμερες όμως απολαύσεις το κολύμπι, το ψάρεμα, προπάντων η κωπηλασία. Ο «Ατρόμητος», η ξύλινη βάρκα μου με τα κουπιά, ήταν ο πολυτιμότερος σύντροφος εκείνων των καλοκαιριών. Τα σχολεία ανοίγανε 1η Οκτωβρίου και για τρεις ολόκληρους μήνες η Αμοργός ήταν η επικράτεια που ανήκε αποκλειστικά σ΄ εμένα και τους φίλους μου. Άγνωστη για τους πολλούς, μια μικρή λοξή μολυβιά στον χάρτη. Ελάχιστοι την είχαν ακούσει, ακόμα λιγότεροι την είχαν δει- περαστικοί για άλλους προορισμούς. Αλλά και τα χωριά του νησιού ήταν αποκομμένα μεταξύ τους. Απ΄ τα Κατάπολα στη Γιάλη πήγαινες μόνο με καΐκι, για την Αρκεσίνη και το Βρούτσι με μουλάρι χρειαζόσουν έξι ώρες, για τη Χώρα μία ώρα, για το Μοναστήρι μιάμιση.

Το Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας. Λευκή πεταλίδα κολλημένη σε απόκρημνο βράχο, τριακόσια μέτρα ψηλά (στον παλιό «Δαιμονότοπο»), χτίστηκε το 1088 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό και για αιώνες αποτέλεσε τον ισχυρότερο θρησκευτικό αλλά και οικονομικό πόλο της Αμοργού και των Μικρών Κυκλάδων. Ανεβαίνεις περίπου τριακόσια πενήντα σκαλιά για να το φτάσεις και ανατριχιάζεις αντικρύζοντας κάτω σου «Το απέραντο γαλάζιο» του πελάγου, όπως ακριβώς το αιχμαλώτισε η γνωστή ταινία του Λικ Μπεσόν, και όπως εξακολουθεί να το αιχμαλωτίζει η ματιά και η μνήμη των χιλιάδων τώρα επισκεπτών του νησιού- που φαίνεται πως έπαψε πια να μου ανήκει.

Ο μεγάλος σεισμός


Ανίατη πρεσβυωπία της μνήμης.

Που διακρίνει με ευκρίνεια τα μακρινά και θολώνει στα κοντινά.

Ήμουνα νήπιο τριών χρονών όταν, ξημερώματα, τρέξανε και μ΄ αρπάξανε αγουροξυπνημένο, να με βγάλουν στην πίσω αυλή, στο περγαλίδι. Ένα υπόκωφο βουητό ακουγόταν, τα νερά του λιμανιού είχαν τραβηχτεί, έβλεπες τον βυθό σαν κάμπο φρεσκοποτισμένο και τα φύκια σαν θάμνους, ώσπου ένα τεράστιο κύμα ήρθε να σαρώσει βάρκες και καΐκια τινάζοντάς τα μέσα στα χωράφια.

Ο μεγαλύτερος σεισμός του 20ού αιώνα στον ελλαδικό χώρο έγινε εκείνη την αυγή, 9 Ιουλίου 1956, με επίκεντρο την Αμοργό. Το κύμα που σηκώθηκε έφτασε ώς την Κρήτη, στη Σαντορίνη έγινε τσουνάμι προκαλώντας μεγάλες καταστροφές, στην Κάλυμνο πλημμύρισαν σπίτια πεντακόσια μέτρα απ΄ το λιμάνι. Στην Αμοργό κανένας δεν έπαθε τίποτα, όμως όλοι φοβισμένοι αφήσανε τα σπίτια τους. Την επομένη ήρθε η κρατική βοήθεια και τα γύρω λιόφυτα γέμισαν στρατιωτικές σκηνές, όπου περάσαμε για έναν ή δύο μήνες.

Χωρίς έστω τα στοιχειώδη, αλλά με τη θαλπωρή της συντροφικότητας, με γέλια, τραγούδια και ατέλειωτες αφηγήσεις, που σιγοντάριζαν οι γρύλοι και τα τριζόνια. Από τις πρώτες εικόνες ζωής που έχω συγκρατήσει- και ίσως γι΄ αυτό ο πρόχειρος εκείνος καταυλισμός ταυτίστηκε στη μνήμη μου με τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας.

«Αμοργός»


Αυτός ο βράχος με το αλάτι του Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.

Και το νερό του Που σε ράντισε ασαράντιστο Πρώτο μετά το αμνιακό.

Κάτι αρμέγει μαύρο στ΄ όνομά της Α μ ο ρ γ ό ς Όπως πλατιά που πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα Νύχτα.

Η νύχτα η πιο- Να φέγγει τότε κι η μικρή πυγολαμπίδα Διάττοντας Δεκαετία εξήντα του εικοστού Και ας έφυγε Σφυρίζει αρόδο Το παπόρι αθέατο Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον Με την καρίνα οργώνοντας Γραμμή Τη θάλασσα της νοσταλγίας. Την άγονη.