Το ταχυδρομείο εξακολουθεί να παραμένει μια ευλογία, πολύ περισσότερο όταν κλείνει μέσα του ένα κείμενο όπως αυτό της κυρίας Βαρβάρας Ταβλαρίδου – Μπακάλη και μια φωτογραφία που μετράει ενενήντα χρόνια ζωής. Κι αν όσοι απεικονίζονται στη φωτογραφία θα τους θυμούνται μόνο τα παιδιά και τα εγγόνια τους, είναι ένας λόγος ακριβώς για να μας κάνει να σκεφτούμε ότι η ελληνική κοινωνία – όπως και κάθε κοινωνία – στάθηκε και στέκεται στα πόδια της χάρη σε ανθρώπους που δεν φιλοδόξησαν να υπάρξουν ως «επώνυμοι», αλλά απλά ως άνθρωποι.

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αμφισσας λίγο πριν από το 1930. Πρέπει να είναι προς το τέλος της σχολικής χρονιάς γιατί τα ρούχα όλων είναι καλοκαιρινά. Απεικονίζει παιδιά του σχολείου, αγόρια και κορίτσια, καθισμένα στην αυτοσχέδια τραπεζαρία να περιμένουν το καθημερινό μεσημεριανό συσσίτιο, έχοντας δεμένες στον λαιμό τους τις πετσέτες φαγητού. Κοιτούν τον φακό, άλλα με απορία, άλλα με αμηχανία, ίσως και κάποιο φόβο.

Πάνω στα στρωμένα με τραπεζομάντιλα τραπέζια είναι τοποθετημένα πιάτα, μάλλον εμαγέ, με σκούρα ρίγα στο χείλος, με μια φέτα ψωμί δίπλα στο καθένα. Διακρίνονται ένα καλάθι, ίσως με φρούτα, και μια καράφα με νερό. Στα δεξιά, πάνω σ’ ένα βοηθητικό τραπέζι με τορνευτά πόδια, δυο μεγάλα ταψιά με φαγητό, κατά πάσα πιθανότητα κρέας γιουβέτσι. Και μπροστά του η διευθύντρια του σχολείου, η Χρυσή Σουλιώτου Παλαιολόγου, χαμογελαστή, κρατώντας μια μεγάλη κουτάλα ετοιμάζεται να σερβίρει τα παιδιά με τη βοήθεια της επιστάτριας που φορά μια λευκή ποδιά.

Σε δεύτερο πλάνο, όρθιοι άνδρες διαφόρων ηλικιών, μυστακοφόροι και μη, με ανοιχτόχρωμα κοστούμια και λαιμοδέτες, άλλοι σοβαροί, άλλοι χαμογελαστοί, μάλλον δάσκαλοι ή και τοπικοί παράγοντες. Δεύτερος από δεξιά ο σύζυγος της κυρίας Χρυσής, Ευάγγελος Παλαιολόγος, και μπροστά του όρθια πέντε κορίτσια με λευκές κολαρίνες και μεγάλους άσπρους φιόγκους στα καλοχτενισμένα τους μαλλιά. Δεύτερη από δεξιά η μεσαία κόρη της δασκάλας, η Ηρώ, και τελευταία η Μίνα Ξηρού (στο Ξηραίικο, ένα δίπατο αρχοντικό στην απάνω πλατεία, κατέλυε ο Ελευθέριος Βενιζέλος οσάκις επισκεπτόταν την Αμφισσα, καθώς ο γυναικάδελφος του πατέρα της πολιτευόταν με το κόμμα των Φιλελευθέρων). Στο βάθος δυο γυμνασιόπαιδες με τη χαρακτηριστική «κουκουβάγια» και άλλα τρία παιδιά, ίσως μεγαλύτερα αδέλφια των παιδιών που μετέχουν στο συσσίτιο. Τέλος, πίσω τους διακρίνονται δυο άνδρες με λευκά πουκάμισα που κρατούν ένα κάδρο.

Είναι μια φωτογραφία από τα πρώτα μαθητικά συσσίτια στην Ελλάδα που οργάνωσε η διδασκάλισσα Χρυσή Σουλιώτου Παλαιολόγου σε συνεργασία με τον τότε μητροπολίτη Αμφισσας Ιωακείμ, έναν πραγματικά φωτισμένο ιεράρχη, και με τη βοήθεια επιφανών παραγόντων της πόλης, όπως οι οικογένειες Δελμούζου, Γάτου, Ξηρού κ.ά. και ο γενικός αρχίατρος Στρατού Χαράλαμπος Φλόκος, ένας ξεχωριστός επιστήμονας και άνθρωπος, μόνιμο μότο του οποίου ήταν το «δωρεάν λάβατε, δωρεάν δότε».

Η Χρυσή Παλαιολόγου για τουλάχιστον τρία χρόνια μαγείρευε η ίδια καθημερινά το φαγητό για περίπου 40 παιδιά απορφανισμένων οικογενειών και προσφυγόπουλα που φοιτούσαν στο σχολείο της με υλικά (κρέας, ρύζι, ζυμαρικά, λάδι, όσπρια, ελιές, φρούτα κ.λπ.) που είτε προσέφεραν ευκατάστατοι Αμφισσείς είτε αγόραζε με χρήματα από δωρεές που δίνονταν αντί μνημοσύνων κατόπιν προτροπής του μητροπολίτη και από το σχολικό ταμείο, το οποίο φρόντιζε να τροφοδοτεί διοργανώνοντας λαχειοφόρους αγορές. Υποχρέωνε μάλιστα τα παιδιά της αλλά και παιδιά των ευκατάστατων οικογενειών να μετέχουν εκ περιτροπής στα συσσίτια για να μην αισθάνονται τα άλλα μειονεκτικά.

Αυτή την τακτική εφάρμοζε και στην τάξη της. Εβαζε στο ίδιο θρανίο ένα πλουσιόπαιδο μ’ ένα φτωχότερο και παρότρυνε διακριτικά το πρώτο να μοιράζεται το πλούσιο κολατσιό του με τον συμμαθητή του. Για τη δράση της αυτή και τις εν γένει πνευματικές και κοινωνικές της δραστηριότητες τιμήθηκε επανειλημμένα με το ανώτατο διδασκαλικό βραβείο, το Γέρας, και πολλές εύφημες μνείες.

Η Χρυσή Σουλιώτου Παλαιολόγου ήξερε από ορφάνια και φτώχεια. Γεννημένη στο Αίγιο το 1888, εγγονή του οπλαρχηγού Νάσου Σουλιώτη, ορφάνεψε πολύ μικρή. Ο πατέρας της Κωνσταντίνος πέθανε νεότατος αφήνοντας πίσω του δέκα παιδιά, το μεγαλύτερο 16 χρονών και το τελευταίο αγέννητο. Σπούδασε στο Αρσάκειο Πατρών με μεγάλες στερήσεις, καθώς ο μεγαλύτερος αδελφός της που ανέλαβε τα βάρη της πολυμελούς οικογένειας δουλεύοντας σκληρά δυσκολευόταν ν’ ανταποκριθεί ακόμα και στις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης.

Το 1906 διορίστηκε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αμφισσας. Εστελνε το μεγαλύτερο μέρος του πενιχρού μισθού της στην οικογένειά της και η ίδια διέμενε ως οικότροφος σ’ ένα πλούσιο σπίτι της πόλης, όπου την τάιζαν μόνιμα πλεμόνι με ρύζι και παστές σαρδέλες, διατροφή που της κληροδότησε μια μόνιμη πάθηση στα νεφρά. Το 1912 παντρεύτηκε με τον Ευάγγελο Παλαιολόγο, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας της Αμφισσας, κι απέκτησαν τρεις κόρες. Ατομο προικισμένο με εξαιρετικές ικανότητες, παρότι ο σύζυγός της έχασε όλη την τεράστια περιουσία του (η μητέρα του τον αποκλήρωσε γιατί την παράκουσε και παντρεύτηκε τη φτωχή «δασκαλίτσα»), η νεαρή γυναίκα δεν άργησε ν’ αναδειχθεί σε σημαίνουσα προσωπικότητα στην κοινωνία της πόλης χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις της ως δασκάλα αλλά και την πλούσια πνευματική και φιλανθρωπική της δράση. Το 1939 μετατέθηκε στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας ως διευθύντρια. Ηταν ήδη ηλικιωμένη με πολύ βεβαρημένη υγεία (είχε πρόβλημα με την καρδιά της και τα πόδια της ήταν εντελώς κατεστραμμένα από την ορθοστασία, με συνέπεια να μετακινείται με δυσκολία με μπαστούνι). Κι όμως, στην Κατοχή ξαναμπήκε στον αγώνα για την ανακούφιση των παιδιών του σχολείου της. Στο υπόστεγο της αυλής του σπιτιού της στην οδό Ανακρέοντος 41 (νυν Πλωτάρχου Αραπάκη) τοποθέτησε ξύλινους πάγκους, καμωμένους από την ξυλεία του εργολάβου σπιτονοικοκύρη. Εκεί μάζευε τα παιδιά της Ε’ και της Στ’ Τάξης κάθε φορά που το σχολείο έκλεινε και τους έκανε μάθημα, φροντίζοντας παράλληλα να τους εξασφαλίζει κάποιο στοιχειώδες κολατσιό, όπως σταφίδες, στραγάλια, μπομπότα, χαρούπια και άλλα «κατοχικά» εδέσματα που κατόρθωνε να προμηθευτεί με τη βοήθεια του συζύγου της, ο οποίος εργαζόταν στα δημοτικά συσσίτια, και κάποιων γειτόνων και οικογενειακών φίλων.

Συνταξιοδοτήθηκε το 1946 ύστερα από 40 χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας (τη διαδέχτηκε στη διεύθυνση του σχολείου η καλή της φίλη, η αείμνηστη Κατίνα Παΐζη). Οταν πέθανε, το 1962, τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία σύσσωμος ο διδασκαλικός κόσμος και η κοινωνία της Καλλιθέας. Αποχαιρετώντας την ο συνάδελφός της Θανάσης Δημόπουλος είπε μεταξύ άλλων: «…Ηταν ειλικρινής φίλη των παιδιών των σχολείων στα οποία υπηρέτησε και ευτύχησε να ιδή πολλούς από τους μαθητάς της να κατέχουν μεγάλες και ζηλευτές θέσεις μέσα στην κοινωνία. Και ήταν υπερήφανη γι’ αυτό. Η Χρυσή Παλαιολόγου αγάπησε το διδασκαλικό επάγγελμα γιατί το θεωρούσε σαν αποστολή υψίστης εθνικής και κοινωνικής σημασίας και για τούτο σ’ αυτό με όλη τη δύναμη της ψυχής της εδόθηκε…» (Δελτίον Ενώσεως Επιθεωρητών Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Ελλάδος, αρ. φύλλ. 59, Ιανουάριος 1962).

Πράγματι, όλοι οι μαθητές της στην Αμφισσα και στην Καλλιθέα, αν και ασπρομάλληδες πια, τη μνημόνευαν πάντα με αγάπη και σεβασμό. Δύο υπήρξαν υπουργοί, ο Σάββας Παπαπολίτης και ο Στάθης Αλεξανδρής, αλλά και πολλοί άλλοι έγιναν διαπρεπείς επιστήμονες και πετυχημένοι επιχειρηματίες. Κάποιοι απ’ αυτούς περιλαμβάνονται στα παιδιά του συσσιτίου και ίσως αν ζούσαν σήμερα κι έβλεπαν τη φωτογραφία δημοσιευμένη ν’ αναγνώριζαν τους εαυτούς τους ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα με την «ψιλή» αγόρια με το αμήχανο και τρομαγμένο βλέμμα.

Για πολλά χρόνια βρίσκαμε κάθε εβδομάδα στον τάφο της στο Νεκροταφείο Καλλιθέας ένα μπουκέτο άσπρα τριαντάφυλλα. Ισως να τα άφηνε κάποιο από τα παιδιά των συσσιτίων. Δεν μάθαμε ποτέ την ταυτότητά του. Η Χρυσή Σουλιώτου Παλαιολόγου όμως, όπου κι αν βρισκόταν, βλέποντάς τα σίγουρα θα ‘νιωθε δικαιωμένη και θα χαμογελούσε με ικανοποίηση όπως στη φωτογραφία.