Ύβρις χωρίς κάθαρση

Του Θανάση Θ. Νιάρχου


Θα ήταν το λιγότερο αν μια συνομιλία του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, σε περιοδικό της επαρχίας, παρέμενε στην ανακολουθία ο μεν ίδιος να επαίρεται που τριάντα το λιγότερο εφημερίδες δημοσιεύσανε κάτι που είπε, ή έγραψε, για την Κύπρο, για ομοτέχνους του, δε, να λέει πως λυσσιάζουν για να δουν το όνομά τους σε μιαν εφημεριδούλα. Συνεχίζει όμως πως «ο Σεφέρης αφού μας ψόφησε ότι είναι σπουδαίος και σπουδαίος, σιγάσιγά πέφτει, ξηλώνεται» κι επίσης πως «όταν έκανε μια ηγεμονική χειρονομία για να με πλησιάσει, εγώ αρνήθηκα. Δεν ταιριάζουμε, δεν έχουμε τίποτε κοινό». Για τον Οδυσσέα Ελύτη αποφαίνεται πως «τσιλημπούρδιζε με ωραίες κοπελίτσες, και μάλιστα κοπελίτσες πολύ μικρές. Δηλαδή θα περνούσε και για παιδεραστής». Ενώ για τον Γιάννη Ρίτσο καταγγέλλει: «Είναι δυνατόν ένας ποιητής να έχει γράψει 20.000 ποιήματα; Αλλά δυστυχώς είναι. Αυτό όμως δεν με εμπόδιζε από να τον περιφρονώ. Και γι΄ αυτό σ΄ όλη μας τη ζωή δεν είχαμε καμιάν επαφή».

Μαθαίνουμε, επιτέλους, χάρη στον Ντίνο Χριστιανόπουλο πως «ο Μάνος Χατζιδάκις τι ήταν; Αυτός που παρουσίασε το ρεμπέτικο στην καλή κοινωνία. Εγώ ήμουν συνειδητοποιημένος από το ΄50 στο τι είμαι και τι θέλω. Και ήθελα ρεμπέτικο. Ο Χατζιδάκις ήθελε να το μαγειρέψει». Και στη συνέχεια ο Ηλίας Πετρόπουλος τον έκλεψε (αλλά ο ίδιος υπήρξε μεγαλόθυμος), ο Ελύτης ήταν πλουσιόπαιδο και βουτυρόπαιδο, τον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, αν και του στέλνει τα βιβλία του, δεν τον εκτιμά (συλλήβδην οι Κύπριοι ποιητές έχουν την «τιμητική» τους στη μακροσκελή συνέντευξή του). Αν σκεφτεί κανείς πως ένας άλλος ποιητής έχει γράψει πως «αν τύχαινε να συναντήσει τον Θεό, θα τον έστελνε στο διάολο», μάλλον ανώδυνα την γλιτώνουν κι ο Σεφέρης, κι ο Ελύτης, κι ο Ρίτσος, κι ο Χατζιδάκις, και τόσοι άλλοι, με όσα τούς στολίζει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Όχι μόνον ανώδυνα, αλλά ακούγονται σχεδόν τρυφερά, αν θυμηθεί κανείς πώς ξεπροβόδισε ο ίδιος ποιητής τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, με δήλωσή του σε δημοσιογράφους: «Αλάφρωσε η γη από ένα σκουλήκι». Το αμάρτημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου δεν είναι αυτά που λέει. Ακόμη και οι αδίστακτοι εγκληματίες γνωρίζουν πως τα εγκλήματα και τα λεγόμενά τους χαρακτηρίζουν τους ίδιους, δεν αφορούν στο ελάχιστο στους ανθρώπους που τους έχουν αφαιρέσει τη ζωή. Το αμάρτημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι μια ενοχλητικότατη απρέπεια και μια απροσμέτρητη κουταμάρα. Και δεν εννοούμε, βέβαια, ότι θα μπορούσε να εισαχθεί ως παράμετρος για την αξιολόγηση ενός ποιήματος, ή οποιουδήποτε έργου τέχνης, ο όρος «τσιλημπουρδίσματα». Εννοούμε πώς είναι δυνατόν να είναι κανείς τόσο κουτός ώστε να μην αντιλαμβάνεται ότι, όταν κατηγορείς τους άλλους να έχουν φτιάξει τόσο κακά πράγματα, έμμεσα αλλά σαφέστατα εκθειάζεις τον εαυτό σου ακριβώς γιατί μεγαλουργείς. Και δευτερευόντως να είναι τόσο απρεπής ώστε να διατείνεται, για πεθαμένους μάλιστα ανθρώπους (Σεφέρης, Ρίτσος), πως δεν θα ήθελε να έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί τους, ενώ ωραιότατα θα μπορούσε να έχει προηγηθεί η δική τους απέχθεια να τον γνωρίσουν. Κι από μακριά μόνον να είχε δει κανείς τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιάννη Ρίτσο, θ΄ αντιλαμβανόταν πως τον τελευταίο άνθρωπο που θα ήθελαν να συναντήσουν θα ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Αλλά υπάρχει κι ένα ακόμη αμάρτημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το ύφος, το «υφάκι». Ο χώρος των γραμμάτων και της τέχνης είναι, από τη φύση του, τόσο προκλητικός και αναρχικός, ώστε δεν χρειάζεται να εκθέτεις τον εαυτό σου με αμετροέπειες και βλακείες για να αντιληφθούν οι άλλοι πόσο ρηξικέλευθος και επαναστάτης είσαι. Είναι τόσο εκτεθειμένος ο χώρος αυτός ώστε ακόμη και όταν σιωπά κανείς, να γνωρίζουμε αν είναι συντηρητικός ή επαναστάτης, αν μασάει τα λόγια του ή δεν φοβάται να ζημιωθεί, προπαντός αν έχει βολευτεί και ακκίζεται για πολέμιος του κατεστημένου.

Άλλωστε όταν συμβαίνουν τόσο πραγματικώς δυσάρεστα και τρομερά γύρω μας και σε όλον τον κόσμο, χρειάζεται να το σκεφτείς πολύ πριν μιλήσεις προκλητικά και υβριστικά. Καθώς τα πράγματα φαίνεται να τραβάνε τον δρόμο τους, χωρίς η πρόκληση και η ύβρις να τα αλλάζουν, παραμένουν οι ίδιες μια εντελώς «δήθεν» υπόθεση. Όπως μάλιστα η ύβρις και η πρόκληση δείχνουν να σε αφορά μόνον ο εαυτός σου, επιτρέπεις στα πράγματα που καταγγέλλεις να πολλαπλασιάζονται. Σε περίοδο χούντας θα είχε ίσως κάποιο νόημα να προκαλείς και να βρίζεις. Αλλά σε περίοδο που ακόμη και ως «χυλός» υπάρχει δημοκρατία, το να κατεδαφίζεις σκερτσόζικα σε μεταβάλλει σε μια γραφική καρικατούρα. Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».