«Ήταν Τσικνοπέμπτη του 1961. Λίγο πριν αρχίσει το πρόγραμμα, στην πλακιώτικη

ταβέρνα «Εφτά αδέλφια» του Αννούση στην οδό Υπερείδου 12, άνοιξε η πόρτα και

μπήκαν μέσα ο Χρήστος Χαιρόπουλος με τη σύζυγό του. Μας χαιρέτησαν όλους όσοι

ήμασταν στο συγκρότημα και τραγουδούσαμε, και κάθησαν σ’ ένα τραπέζι. Όμως ο

Χαιρόπουλος σε μια γωνιά της ταβέρνας είδε τότε – εκείνη την εποχή – ένα

ζευγάρι ηλικιωμένων. Σηκώθηκε, πήγε στον Αννούση και ζήτησε ένα χασαπόχαρτο.

Έβγαλε και ένα μελανί μολύβι και κοιτάζοντας απέναντί του το ζευγάρι, άρχισε

να γράφει:

Έλα να ντυθούμε μασκαράδες / σαν εκείνους τους παλιούς καιρούς / να

ανακατευθούμε με καντάδες / και με νεαρές και νεαρούς. Κι αν λοιπόν μας

πάρουνε χαμπάρι / πως είμαστε ασπρόμαλλο ζευγάρι / μη σε νοιάζει αγάπη μου σε

όλους θα το πω / πως όσο γερνάω θα σ’ αγαπώ».

Με αυτά τα τόσο όμορφα και συγκινητικά λόγια, τραγουδώντας με την κιθάρα του

και το τραγούδι του Χαιρόπουλου, έκλεισε την ωραία βραδιά ο Δημήτρης Σόμπολας,

παλιός τροβαδούρος της Αθήνας στην ομώνυμη ταβέρνα του στην Καισαριανή. Δεν

ήταν όμως εντυπωσιακό μόνο το φινάλε. Όλα, από τη στιγμή που μπήκαμε και

καθήσαμε στη «Γειτονιά του Σόμπολα» και στη διάρκεια του προγράμματος, κύλησαν

όμορφα και ωραία όπως λέει και το αρχοντορεμπέτικο τραγούδι. Είχε δίκιο η Σίλα

που με κάλεσε λέγοντας: «Θα σου αρέσει ιδιαίτερα εκεί στο παλιό ταβερνάκι».

Πέρα από το κέφι που δημιούργησαν ο Σόμπολας, ο γιος του Νίκος (με ακορντεόν)

και ο Μιχάλης (με μπουζούκι), ήταν πολύ ευχάριστη και η συντροφιά μας με τους

Χρύσα, Φρόσω, Μπέττυ, Σίλα, Μίμη, Νίκο, Στέφανο, Γιάννη. Απαραίτητο στοιχείο

όμως για τη λαϊκή οικογενειακή ταβέρνα της Καισαριανής είναι το καλό κρασί από

τα Μεσόγεια (λευκό αρετσίνωτο και κοκκινέλι) και η θαυμάσια κουζίνα, όπου μέσα

σε έναν καθαρό χώρο ετοιμάζουν το καθημερινό μενού ο κύριος Μάκης και η κυρία

Μάρθα, που δέχονται με πολλή σεμνότητα τα «ευχαριστώ» από τους πελάτες που

αποχωρούν ικανοποιημένοι από το μαγαζί. Το ντεκόρ της ταβέρνας, που θυμίζει

παλιά γειτονιά της Αθήνας, έχει φιλοτεχνήσει ο γιος του Σόμπολα, Νίκος

(ηθοποιός θεάτρου), ο οποίος παίζει ακορντεόν και τραγουδά μαζί με τον πατέρα

του και έναν συνεργάτη τους τον Μιχάλη, που παίζει μπουζούκι και αποτελούν ένα

θαυμάσιο αρμονικό τρίο, με ένα ανθολόγιο τραγουδιών από ευρύτατο φάσμα της

ελληνικής δισκογραφίας. Και το πιο σπουδαίο, ακούς μουσική και τραγούδια χωρίς

ντεσιμπέλ.

Το σκηνικό της παλιάς γειτονιάς και ο αποκριάτικος διάκοσμος συμπληρώνουν

παλιές φωτογραφίες – ντοκουμέντα 50 χρόνων(!), όσο διαρκεί η καλλιτεχνική

πορεία του Δημήτρη Σόμπολα ως κιθαρίστα και τροβαδούρου της Αθήνας.

Ασπρόμαυρες εικόνες από τα φτωχά αλλά ευτυχισμένα χρόνια, από την «Αίγλη» του

Ζαππείου, τα «Εφτά αδέλφια», τον «Γέρο του Μωριά», το «Σπίτι του Αρία» και

αργότερα τα «Δειλινά» και τη «Νεράιδα». Εικόνες με τον Σόμπολα να τραγουδά με

Γούναρη, Πολυμέρη, Μαρούδα, Σάμη, Μάγια Μέλαγια, Σπεράντζα Βρανά και άλλες

διασημότητες της εποχής ’50, ’60 και ’70.

Κάθε βράδυ το μενού της ταβέρνας διαθέτει 22 ορεκτικά (που τα περισσότερα

σερβίρονται ζεστά), φαγητά μαγειρευτά και κρέατα της ώρας. Ποικιλία από

σαλάτες και τυριά. Ρέγγα φιλέτο, λουκάνικο χωριάτικο, γίγαντες, φάβα,

μπακαλιάρος σκορδαλιά, σπετσοφάι. Επίσης κεφτεδάκια, τυρί στα κάρβουνα,

φλογέρες, μπεκρή μεζέ (σβησμένο με κρασί), κόκορας με μακαρόνια και σπεσιαλιτέ

«H Γειτονιά του Σόμπολα» – σκορδάτο μοσχαράκι κατσαρόλας. Επιδόρπιο: χαλβάς

από σιμιγδάλι, φρούτα, γιαούρτι με μέλι.

Οικογενειακή ταβέρνα «H γειτονιά του Σόμπολα», Κοιμήσεως Θεοτόκου 11 και

Μισούντος, Καισαριανή (αρχές Φιλολάου). Τηλέφωνο 210-7563.333. Ανοιχτά κάθε

βράδυ (εκτός Δευτέρας), Κυριακή μεσημέρι.