Παναγής Πετάτζης. Το 1936 γιόρτασε τα 24α γενέθλιά του. Είχε μόλις επιστρέψει

από την Ιταλία, γεωπόνος. Αυτός έφερε την πρώτη μοτοσικλέτα στο νησί. Δεκαέξι

χρόνια μεγαλύτερός μου. Και εγώ Παναγής Πετάτζης. Απλή συνωνυμία, που δηλώνει

πάντως κάποιον μακρινό οικογενειακό ανταγωνισμό. Ο παππούς μου τούς αποκαλούσε

σφετεριστές. Ποτέ δεν εξήγησε τι σφετερίστηκαν. Πιθανόν το όνομα. Επί 300

χρόνια μόνο μια γυναίκα από τη δική μας οικογένεια πήγε σ’ αυτούς. «Αυτοί από

εκεί». Ήσαν υπερόπτες. Διατήρησαν τις γαίες τους ακέραιες. Λιοστάσια,

αμπελώνες και τέτοια. Διά της ολιγοτοκίας. Λέγεται ότι το πρόβλημα της

βιολογικής ανανέωσης το έλυναν αλλιώς: εξώγαμα με τις κολλήγες. Διασφάλιζαν

έτσι όχι μόνο ακατάτμητη την περιουσία τους αλλά και πιστά εργατικά χέρια.

Ένα σύστημα που φαίνεται λειτούργησε. Ακόμα σήμερα διακρίνει κανείς στα πρώην

χωριά τους μερικά ίδια χαρακτηριστικά προσώπου. Ίδια πράσινα ψυχρά μάτια, ίδια

ρούσα μαλλιά, κυρίως ίδιες δυνατές επιμήκεις γνάθους. Αλογίσιες.

Οι περιουσίες μας, παρ’ όλο που η δική μας εξακολουθούσε να μικραίνει σταθερά,

γειτνίαζαν. Μια διπλή ξερολιθιά – σύνορο στις πλαγιές του βουνού διατηρείται

ακόμα για καμιά 800 μέτρα. Ανάμεσά τους ελίσσεται το μονοπάτι που οδηγεί στη

σκήτη του οσίου Μανουήλ. Η σκήτη είναι μια γυμνή, μάλλον ευρύχωρη σπηλιά. Στην

είσοδό της υπάρχει ένα μεταγενέστερο χτιστό εικονοστάσι. Μέσα μπορεί κανείς να

δει την κλίνη του οσίου, λαξευμένη από τον ίδιο στο βράχο. Η θέα από κει προς

τη θάλασσα είναι εξαίσια. Η θάλασσα.

Ο ναός χαμηλά στη μέση του παλαιού υποστατικού αφιερωμένος στη μνήμη του οσίου

χτίστηκε περί τα μέσα του 19ου αιώνα από τον άρχονται Πέτρο Πετάτζη – δικό μου

προπαππο. Την ιστόρησή του έκανε ο φημισμένος της εποχής τοιχογράφος

κυρ-Αντώνιος Μεσαρίτης. Επρόκειτο για μια επίδειξη ισχύος της οικογένειας. Από

την οικογένεια, άλλωστε, προερχόταν και ο ίδιος ο όσιος. Ο κατά κόσμον Παναγής

Πετάτζης, εκοιμήθη ως Μανουήλ ο νέος ελεήμων την 16η Νοεμβρίου 1742 «ζήσας τα

πάντα έτη εβδομήκοντα και μικρόν τι προς» κατά τον συναξαριστή του, ιερομόναχο

Θεοδώρητο τον Ναυπλίο.

Ηπεποίθηση επί την αγιότητα του Μανουήλ ήταν κοινή μεταξύ του τοπικού κλήρου,

του ευρύτερου κύκλου των μαθητών του αλλά και του μικρού λαού, ζώντος ακόμα

του ιδίου. Έτσι «επειδή ην αδύνατον κρύπτεσθαι η του αγίου αρετή, διά τούτο

μετά τον αυτού θάνατον ηβουλήθησαν ποιήσαι ανακομιδή του λειψάνου, ήτις και

γέγονε παρά του εξάρχου τού τότε τον θρόνο της βασιλευούσης πόλεως

διευθύνοντος κυρίου Γαβριήλ Ρουσάνου, κανονικώς και νομίμως εν έτει 1745».

Κατά την εκταφή το σώμα του οσίου βρέθηκε άθικτο φθοράς. Παρ’ όλα αυτά «πολλοί

των εναντίων, προς κατηγορίαν της εκκλησίας ημών κινούμενοι, ελάλουν

ασέβειαν».

Κατά πόσο οι καχύποπτοι ήσαν επιχώριοι ή επρόκειτο για αντίδραση κατευθυνόμενη

από τον εγκατεστημένο στην νήσο λατινικό κλήρο δεν είναι σαφές. Εν πάση

περιπτώσει ο παριστάμενος πατριαρχικός έξαρχος, είτε για να αποτρέψει τις

μεταξύ των πιστών των δύο δογμάτων προστριβές, είτε για να διαλύσει κάθε

αμφιβολία, εισηγήθη την εκ νέου ταφή. «Εάσαντες ουν το ιερόν εκείνο σκήνος εν

τη γη μέχρι της αρμοδίας διορίας και πάλιν δευτέραν ποιήσαντες ανακομιδήν

εύρωμεν τούτο ακέραιον, πάσης ευωδίας και θείας χάριτος και ιαμάτων ανάπλεον.

Παρέμεινε δε εν τω ζόφω, τι πρώτον – τι ύστερον, χρόνους δύο και μήνες οκτώ».

Ο κανονισμός του Μανουήλ, δηλαδή η ανακήρυξή του σε όσιο, έγινε το 1762 επί

πατριάρχου Ιωαννικίου του ΣΤ’. Με σχετικό σιγίλλιο θεσπιζόταν όπως ο Μανουήλ ο

και νέος Ελεήμων επικαλούμενος «ετησίαις ιεροτελεστίαις και αγιαστίαις τιμώτο

και ύμνοις εγκωμίων γεραίρητο και εν’ αριθμώ των οσίων και αγίων ανδρών

καταλέγητο από του νυν και εις τον εξής αιώνα και επί πάσης της από περάτων

έως περάτων της οικουμένης των ευσεβών εκκλησίας».

Σήμερα το σκήνωμα του οσίου απόκειται στη φερώνυμη μονή στο Κάστρο του κόλπου

του Αλατιού. Είναι ντυμένο με υποκίτρινα άμφια και καλογερικό κουκούλιο. Η

μνήμη του άγεται την 16η Νοεμβρίου και μέχρι την 23η του αυτού μήνα κάθε χρόνο

εκτίθεται σε προσκύνημα. Κατά το παρελθόν έχει συχνά λιτανευθεί σε ανομβρίες,

κυρίως, αλλά και σε σιτοδείες και λοιμούς. Σε μια από αυτές, την τελευταία αν

θυμάμαι καλά, συμμετείχα. Έγινε τον Ιούλιο του 1934. Ήμουν 6 ετών. Δεν είχε

βρέξει από το Μάρτιο μήνα. Ο πατέρας μου με το φαρδύ κουκουλάρικο κοστούμι του

και το παναμά στο χέρι ακολουθούσε το λείψανο περιστοιχισμένος από τον

Επίσκοπο Ιεζεκιήλ και τους παπάδες του νησιού. Κατά κάποιο τρόπο ήταν το

τιμώμενο πρόσωπο. Ήταν ο νόμιμος κληρονόμος.

Η πομπή ακολούθησε μια τριγωνική πορεία 6 περίπου χιλιομέτρων. Μπορώ να το

υπολογίσω τώρα αυτό. Διασχίζοντας τον μικρό κάμπο και μέσα από

διασταυρούμενους μουλαρόδρομους ανεβήκαμε κατά σειρά στους τρεις υπερκείμενους

λόφους για να δεηθούμε στα εξωκλήσια που δέσποζαν στις κορυφές τους. Η πομπή

ξεκίνησε μετά τη λειτουργία κατά τις 9 και τέλειωσε στις 1 το μεσημέρι. Μέσα

στην ανελέητη κάψα και στα κενά των αναμελπομένων παρακλήσεων ο Ιεζεκιήλ

έβρισκε το σθένος να υποτονθορίζει στο αυτί του πατέρα μου πιπεράτα ανέκδοτα.

Αυτό ήταν μια ένδειξη εύνοιας από μέρους του. Το γεγονός μού το εμπιστεύθηκε

αργότερα ο ίδιο ο πατέρας στις λίγες στιγμές οικειότητας που επέτρεπε στον

εαυτόν του, όταν πια είχε γεράσει και η μοναξιά τον είχε γλυκάνει. Η φήμη του

βωμολόχου, ως αρετή πάντως, ακολούθησε τον Ιεζεκιήλ ακόμα και μετά θάνατον.

Ήταν ένας καλός Επίσκοπος. Χωρίς να αρνηθεί τις χαρές της ζωής ενήργησε

συστηματικά για να ανακουφιστεί ο κοσμάκης με έργα στέρεα. Το γηροκομείο στην

πρωτεύουσα, όπως και το μικρό νοσοκομείο στα ορυχεία της Πλάκας, είναι,

ανάμεσα σε άλλα, δικά του επιτεύγματα. Θρυλείται επίσης ότι κατέλειπε

απογόνους – με τη μέθοδο του κούκου πάντα.

Έκανα όλη τη διαδρομή των τριών ωρών πεζή κρατώντας τη μητέρα μου από το

φουστάνι. Εκείνη κουβαλούσε τη δίχρονη Ρωξάνη στην πλάτη της. Τον επόμενο

χρόνο μάς άφησε. Ακολουθούσαμε τον κλήρο σε κάποια απόσταση, και για τους

επισήμους η λιτανεία κατέληξε σε ένα μικρό υπαίθριο τσιμπούσι οργανωμένο από

το Επισκοπείο. Περιγράφω το χώρο από μνήμης. Το κεφαλάρι του νερού είχε

στερέψει σχεδόν αλλά τα τεράστια πλατάνια που σκέπαζαν το μικρό εκκλησάκι

έθαλλαν ακόμα, και θρόιζαν στις μεσημεριανές ελαφρές αύρες. Τόπος αναψύξεως.

Ένα στενόμακρο ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο στον ίσκιο τους. Η μητέρα έδωσε τη

Ρωξάνη στον πατέρα και πατώντας σ’ έναν μικρό πέτρινο πάγκο προσπάθησε να

ισιώσει τις σκονισμένες μεταξωτές κάλτσες της. Μια κίνηση ασυναίσθητης ίσως

κοκεταρίας. Έβαλε τα χέρια κάτω από το φουστάνι ανεβάζοντάς τα, εναλλάξ, πάνω

προς τους μηρούς της. Μέσα από αυτούς τους μηρούς είχα γλιστρήσει στη ζωή. Τα

παπούτσια της με τα τετράγωνα στέρεα τακούνια και τα κουμπωμένα λουράκια, ήσαν

καταγδαρμένα. Τέτοιες λεπτομέρειες καίνε ακόμα. Και η ματιά του Ιεζεκιήλ

επίσης. Ο πατέρας πλάτη, με τη Ρωξάνη στην αγκαλιά του, κουβέντιαζε με τον

Επίσκοπο. Ο Επίσκοπος χαριεντιζόταν με τη νυσταγμένη μικρή. Και ξαφνικά το

βλέμμα του πάγωσε. Έπιασα συμπτωματικά εκείνη τη ματιά που ήταν καρφωμένη

στους λιγνούς γοφούς της σκυμμένης μητέρας μου. Φευγαλέα. Κανείς από αυτούς

δεν ζει πια. Ούτε η Ρωξάνη.

Ο οικογενειακός ναός, ο αφιερωμένος στη μνήμη του οσίου Μανουήλ, έχει γίνει

σήμερα ενορία. Το παλιό υποστατικό, κατακερματισμένο σε μικρές ιδιοκτησίες,

μετατράπηκε προοδευτικά σε οικισμό συμφεροντολόγων πρώην κολλήγων. Ο άρχοντας

Πέτρος Πετάτζης, κτήτωρ του ναού, πέθανε σε προχωρημένη ηλικία το 1884. Υπήρξε

αντιφατική προσωπικότητα. Η αυστηρότητα του γαιοκτήμονα βρέθηκε συχνά

αντιμέτωπη όχι μόνο με ένα φυσικό αίσθημα δικαίου που κουβάλαγε μέσα του αλλά

και με την κληρονομιά του διαφωτισμού, που ο ίδιος είχε επιμελώς καλλιεργήσει.

Το 1848 κατά τη φαιδρή «επανάσταση του Σταυρού» αρθρογράφησε επανειλημμένως

στην «Αναγέννηση» των αδελφών Ζυμβραίων υπέρ των ακτημόνων εργατών γης και

λίγο αργότερα το 1851 προέβη στην πρώτη παραχώρηση μικρών κλήρων. Μικρών

προικώων δωρεών, σε κορίτσια που είχαν υπηρετήσει στο σπίτι του. Κάποιοι τότε

σχολίασαν κακόβουλα ότι εξαγόραζε το δικαίωμα της πρώτης νύχτας, που εντατικά

δήθεν είχε ασκήσει. Επρόκειτο για καθαρή συκοφαντία.

Ο περιουσιακός ακρωτηριασμός άρχισε επί των ημερών του και ολοκληρώθηκε με μία

ενδημική θηλυγονία που ακολουθεί την οικογένεια για τέσσερις τώρα γενιές.

Είμαι ο τελευταίος Παναγής Πετάτζης. Θα πεθάνω άκληρος. Υπάρχει μια πιο σκληρή

λέξη για αυτό. Μαγκούφης. Τούρκικης βεβαίως καταγωγής. Φυσικά, είναι και οι

άλλοι Πετάτζηδες: αυτοί «από εκεί». Τώρα καταλαβαίνω τον ανομολόγητο φθόνο του

παππού μου. Άτρωτοι εκείνοι από τέτοιες λεπτότητες πνεύματος κραταιώθηκαν και

κυριάρχησαν.

Ο «από εκεί» Παναγής μετά την επιστροφή από Ιταλία επιδόθηκε στον

εκσυγχρονισμό της επικράτειας που είχε ήδη ετοιμαστεί γι’ αυτόν. Επέβαλε νέες

μεθόδους στην καλλιέργεια των αμπελιών και το κλάδεμα των οπωροφόρων, αυτό

όμως που σκανδάλισε ήταν οι ζωοτεχνικοί νεωτερισμοί του. Κουβάλησε ένα ταύρο

ράτσας από την Ελβετία – υπόθεση που για τα μέτρα της εποχής και του νησιού

ήταν ήδη τεράστια – και άρχισε να εφαρμόζει, στις μικρές του αγέλες βοοειδών

ελεύθερης βοσκής, την τεχνητή γονιμοποίηση. Το πράγμα εκτός από χλευασμούς και

καλαμπούρια προκάλεσε και άλλες αντιδράσεις.

Ο νεαρός τότε πρωτοσύγκελλος Μιχαήλ Φλαντανελλάς, που μετά τον αιφνίδιο θάνατο

του Ιεζεκιήλ τον Αύγουστο του 1947 τον διαδέχθηκε στο μητροπολιτικό θρόνο,

αναρωτήθηκε από άμβωνος, προσεχτικά και έμμεσα βεβαίως, πού αποβλέπουν και πού

μπορούν να οδηγήσουν πράξεις που παρωδούν τους νόμους του Θεού. Ο «από εκεί»

Παναγής Πετάτζης τα αγνόησε όλα. Πιθανότατα γλένταγε το σάλο που ξεσήκωναν οι

ενέργειές του. Ύστερα παντρεύτηκε τη Ρουφίνα Σίλιτζη. Τη Ρουφίνα. Επικίνδυνη

ομορφιά. Την έβαζε πίσω στη μοτοσικλέτα του ως τρόπαιο και διέσχιζαν τα χωριά

για να κατεβούν στο λιμάνι. Το 1944 τον βρήκαν μέσα στο αίμα του. Πεσμένο στην

πόρτα του σπιτιού του. Λένε ότι τον έσφαξε εκείνη. Για τις απιστίες του. Άλλοι

υποστηρίζουν ότι αυτό το έκανε ο τοπικός ΕΛΑΣ. Είχε αρνηθεί να τον ενισχύσει

οικονομικά. Ταξικές ερμηνείες. Η Τασία, η πιστή δούλα της Ρουφίνας, δεν μίλησε

ποτέ. Είχε παντρευτεί έναν βοσκό που ήρθε στο νησί από τα βουνά της Κυνουρίας.

Σ’ ένα χρόνο τον χώρισε. Αυτός έκανε ύστερα το χασάπη στη Χώρα. Το γιο τους

τον υιοθέτησε η Ρουφίνα. Όλη η περιουσία θα πάει σ’ αυτόν. Ίσως η παράδοση της

οικογένειας συνεχίστηκε. Πράσινα σκληρά μάτια, ρούσα μαλλιά, αλογίσιες γνάθοι.

Η Ρουφίνα δεν έκανε δικό της παιδί.

Ζήτησα κάποτε τη γνώμη του πατέρα μου γι’ αυτό το συμβάν. Δεν μου απάντησε.

Ήμασταν ήδη μέτοικοι στην Αθήνα. Κάθε Τετάρτη βράδυ συνήθιζε να με καλεί σε

δείπνο. Δεν ενέκρινε τον τρόπο ζωής μου. Έπρεπε να είχα μπει στον κόσμο. Το

έλεγε έτσι μ’ αυτή τη λαϊκή έκφραση. Στην ουσία αυτό που τον έθλιβε ήταν η

έλλειψη εγγονιών. Το κόψιμο της κλωστής. Προσπαθούσα να μη θυμώνω και φρόντιζα

να αλλάζω κουβέντα. Το ότι δεν είχα μπει στον κόσμο δεν ήταν αποτέλεσμα

περιστάσεων. Στους τρίτους ισχυρίζομαι πάντα ότι είμαι εκ πεποιθήσεως εργένης.

Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς με κυνήγησαν κάποια ινδάλματα. Ένα από αυτά

ήταν το πρόσωπο της μητέρας μου με το ψάθινο καπέλο σ’ εκείνη τη λιτανεία. Με

κυνήγησαν τέτοια ινδάλματα και εγώ τα κυνήγησα με τη σειρά μου σε διάφορες

γυναίκες. Αλλά οι έρωτες δεν είναι για να πραγματώνονται. Γιατί τότε τι έρωτες

θα ήσαν.

Αυτά δεν μπορούσα να τα πω στον πατέρα μου. Θα τα εκλάμβανε ως μομφή. Δεν

ήθελα να τον πικράνω στα τελευταία του. Άλλωστε είχε πληρώσει. Είχε ζήσει την

εγκατάλειψή του ως δίκαιη ποινή. Ένα τέτοιο βράδυ του είπα: Τώρα είμαστε

συνομήλικοι. Μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια. Σταμάτησε και με κοίταξε στα

μάτια, χωρίς καμία έκπληξη. Έκπληκτος ήμουν εγώ που το είχα πει αυτό. Γιατί το

είχα πει; Τον επόμενο χρόνο πέθανε.

Πηγαίνω κάθε καλοκαίρι στο νησί για μερικές εβδομάδες. Όχι πάντως τον

Αύγουστο. Τα μελτέμια με ενοχλούν. Πιστεύω ότι ο Σεπτέβρης είναι ο καλύτερος

μήνας. Τότε άλλωστε έχουν αποσυρθεί και οι ορδές των εισβολέων. Οι παλιοί

σκυρόστρωτοι δρόμοι που συνδέουν τα χωριά τώρα έχουν ασφαλτοστρωθεί. Έχουν

διαπλατυνθεί επίσης. Σ’ αυτούς τους δρόμους έτρεχε με την μοτοσικλέτα του ο

Παναγής «από εκεί». Υπολογίζω ότι εκείνη η θρυλική του ταχύτητα, που

τρομοκρατούσε μωρά και κοτόπουλα στα χωριά από τα οποία περνούσε, δεν μπορεί

να ήταν μεγαλύτερη από 50-60 χιλιόμετρα. Κάποτε ο πατέρας μου, μου είπε γι’

αυτόν: ήταν μια μετριότης. Έτσι οριοθετούνται τα καλοκαίρια μας.

Οι γιατροί μου συνιστούν καθημερινές πεζοπορίες ως την καλύτερη άσκηση για την

καρδιά. Εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία. Στην Αθήνα δεν μπορείς να περπατήσεις.

Στην άσφαλτο τα πέλματα κουράζονται ομοιόμορφα. Συνήθως παίρνω τους

κατσικόδρομους προς τη σκήτη του οσίου Μανουήλ. Στο συναξάρι του διαβάζω: «ο

τρισόλβιος». Και αλλού: «ημέρωσε καλώς την έρημο του Ιορδάνου, όπου

εγκατεβίωσε επί πενταετίαν εις τας εκεί μονάς προς περισυλλογήν και

αυστηροτέραν άσκησιν». Είναι σαφές ότι την έρημο της ψυχής του προσπαθούσε να

ημερώσει. Έως εσχάτης τής αναπνοής.

Την τελευταία φορά που κατέβαινα από εκεί ακολούθησα το μονοπάτι – σύνορο. Στα

δύσκολα σημεία του είναι στρωμένο με καλντερίμι. Πέτρες που έχουν λειανθεί επί

γενεές από τα πόδια ανθρώπων και ζώων. Έπρεπε να προσέχω τα γλιστρήματα. Έργο

γενεών είναι επίσης οι διπλές ξερολιθιές που το συνοδεύουν περικλείοντάς το.

Αζύγιαστες και αυτοσχέδιες δίνουν την εντύπωση ότι θα σωριαστούν από στιγμή σε

στιγμή. Αλλά είναι εκεί από πάντα – και θα είναι. Ισορροπούν ανάερες,

στηριγμένες στις ανάσες μόχθου αυτών που τις έχτισαν.

Το μονοπάτι ως σύνορο έχει χάσει πια τη σημασία του. Δεν ορίζει τίποτα. Αυτό

μου δημιούργησε κάποια μελαγχολία. Ό,τι έχει μείνει από τις μεγάλες εκτάσεις

της οικογένειας είναι ένα μέρος του πρώην ελαιώνα χαμηλά και το σπίτι στο λόφο

με τα δέκα περίπου μαντρωμένα στρέμματα.

Αλλά και για τους «από κει» τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Οι γαίες τους δεν

έχουν κατατμηθεί αλλά παρακμάζουν ακαλλιέργητες. Περίπου αδέσποτες, με τους

καταπατητές να καραδοκούν. Προσπάθησα να διασκεδάσω τη μελαγχολία μου, χωρίς

αποτέλεσμα.

Στο ύψος του Πύργου των «από κει» ένιωσα να με παρακολουθούν. Σταμάτησα και

γύρισα απότομα πίσω. Στην αρχή δεν την είδα. Και όταν την είδα δεν την

αναγνώρισα. Δεν ήξερα καν ότι ζούσε ακόμα. Αλλά ήταν αυτή. Η Ρουφίνα Σίλιτζη.

Έστεκε ανάμεσα στις γέρικες διψαλέες μυγδαλιές, ψηλή και συρρικνωμένη, ένα

γερασμένο όρνεο που περιμένει να πεθάνει από ασιτία επειδή το ράμφος του

έκλεισε.

Η Ρουφίνα Σίλιτζη! Η εικόνα αναδύθηκε μέσα μου ακαριαία: εγώ βρέφος στην

αμμουδιά και κείνη να έρχεται από τη θάλασσα περιπατώντας επί των υδάτων.

Βγήκε έξω, μέσα στην αποθέωση της γύμνιας της, χωρίς να μου δώσει καμιά

σημασία. Ήταν αυτό που δεν μπόρεσα να αντέξω ποτέ. Άρχισα να κλαίω και το

κλάμα μου την ενόχλησε. Με κοίταξε με τον ίδιο κακό τρόπο όπως τώρα και

σκεπάζοντας με τις παλάμες το ανθισμένο εφήβαιό της μου γύρισε τις πλάτες και

απομακρύνθηκε με το βασιλικό της τρόπο. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τότε.

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη