Ανάγκη από έναν ευρύ ανασχηματισμό έχει η κυβέρνηση που θα αφαιρέσει βαρίδια και θα κάνει το έργο της πιο συνεκτικό και συντονισμένο υποστηρίζει στα «ΝΕΑ» ο γενικός γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Εξωτερικών Γιώργος Τσίπρας.

Αναγνωρίζει ότι η κυβέρνηση κουβαλά ακόμη βάρη από το παρελθόν και ότι χάθηκε η ευκαιρία μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 να απαλλαγεί από το εσωκομματικό παρελθόν, αφού κυριάρχησαν οι ισορροπήσεις και οι παθογένειες. Ελπίζει ότι δεν θα συμβεί ξανά το ίδιο καθώς υπάρχουν, όπως λέει, πολλά ικανά και συγκροτημένα στελέχη, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, που μπορούν να στελεχώσουν κυβέρνηση και κρατικό μηχανισμό που πάσχουν από συντονισμό, με αποτέλεσμα τις πολλές και διαφορετικές ταχύτητες.

Αναγνωρίζει ότι αν και ο κίνδυνος του Grexit έχει φύγει από το τραπέζι, η Ελλάδα παραμένει για πολλούς ξένους επενδυτές χώρα υψηλού ρίσκου και αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης θα πάρει καιρό για να καλυφθεί.

Αναφορικά με το επικείμενο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ φοβάται ότι αυτό δεν θα ξεκαθαρίσει οριστικά τις αδυναμίες του κόμματος –άλλωστε «είναι μεγάλες» λέει. Οσο για το σχέδιο δημιουργίας ενός παράλληλου τραπεζικού συστήματος μέσω του οποίου θα μπορεί η κυβέρνηση να ασκήσει πολιτική, πρέπει όπως λέει να επιμείνουμε προς αυτή την κατεύθυνση, παρότι σε αυτή τη φάση το στοίχημα δεν βγήκε.

Το θέμα της Τράπεζας Αττικής και οι αποκαλύψεις για τις χρηματοδοτήσεις προς τον Χρήστο Καλογρίτσα απειλούν να τινάξουνστον αέρα το κυβερνητικό αφήγημα του αγώνα κατά της διαπλοκής. Ποιο είναι το σχόλιό σας;

H Τράπεζα Αττικής έχει ένα αμαρτωλό παρελθόν που θα έπρεπε πράγματι να ερευνηθεί. Δεν αναφέρομαι μόνο στα δάνεια προς το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, γεγονός που από μόνο του θα έπρεπε να κάνει την αντιπολίτευση πιο προσεκτική, αλλά στην όλη πολιτική δανειοδοτήσεων και στη διαχείριση. Ακόμη και η περίπτωση Καλογρίτσα και της χρηματοδότησής του στην οποία αναφέρεστε, αν υπάρχει οτιδήποτε επιλήψιμο, αφορά κατά κύριο λόγο τη διαχείριση προηγούμενων κυβερνήσεων, διοικήσεων και της Τραπέζης της Ελλάδος. Για την αντιπολίτευση όπως και για μεγάλη μερίδα ΜΜΕ αυτή η προηγούμενη πραγματικότητα στην Τράπεζα Αττικής ή στην τηλεόραση, το όλο καθεστώς διαπλοκής, εξαφανίζεται ως διά μαγείας και μένει ο Καλογρίτσας γιατί πρέπει να τιναχτεί στον αέρα το «κυβερνητικό αφήγημα», όπως είπατε. Οι απαντήσεις του Πρωθυπουργού και του υπουργού Επικρατείας για το ποιος θα πάρει τηλεοπτική άδεια και τι θα γίνει αν κάποιος παρουσιάσει κώλυμα ήταν ξεκάθαρες. Μπορείτε να τις συγκρίνετε με το «μακάρι να είχαμε άλλους δέκα Παπασταύρου» του Αντώνη Σαμαρά.

Ασκείταιεν τούτοις κριτική με αφορμήτο θέμα των τηλεοπτικών αδειώνκαι της Τράπεζας Αττικής ότιστην κυβέρνηση λειτουργούν πολλά και διαφορετικά κέντρα εξουσίας. Εχετε αντιληφθεί κάτι τέτοιο;

Δεν υπάρχουν πολλά κέντρα εξουσίας. Διαφορετικές ταχύτητες μπορεί να υπάρχουν, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, είναι μια άλλη συζήτηση.

Τι εννοείτε όταν λέτε διαφορετικές ταχύτητες ;

Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, με τη θετική και αρνητική εμπειρία του πρώτου επταμήνου που είχαμε τότε, μπορούσε η νέακυβέρνηση να έχει σχηματιστεί με πιο αποφασιστικές επιλογές, όπου το στοιχείο της αποτελεσματικότητας και της πολιτικής έπρεπε να κυριαρχήσει περισσότερο πάνω σε κάθε λογής «ισορροπισμούς» και βάρη από το εσωκομματικό παρελθόν. Η εμπειρία αυτή υποδεικνύει την ανάγκη ενός ανασχηματισμού που θα δώσει νέα ορμή, θα επιταχύνει το κυβερνητικό έργο, θα το κάνει πιο συνεκτικό και συντονισμένο. Υπάρχει πλήθος έντιμων, συγκροτημένων και ικανών ανθρώπων, οι περισσότεροι όχι τόσο επώνυμοι, στελέχη εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ που μπορούν να στελεχώσουν θέσεις στην κυβέρνηση και αλλού, να δώσουν πιο ουσιαστικά αποτελέσματα, να συνεργάζονται περισσότερο, να εφαρμόζουν καλύτερα την πολιτική μας, ιδιαίτερα στη Δημόσια Διοίκηση που πάσχει.

Εννοείτε ότι η κυβέρνηση πρέπει να αφαιρέσει πολιτικά βαρίδια από το σώμα της;

Εννοώ πως χρειάζονται περισσότερες συνέργειες και μεγαλύτερος συντονισμός του κυβερνητικού έργου, ίσως και με θεσμικό τρόπο. Μαζί με την αλλαγή προσώπων, κάτι τέτοιο θα δώσει περισσότερη ομοιογένεια και θα αφαιρέσει βαρίδια. Το μεγαλύτερο βαρίδι είναι το να μην καταπιανόμαστε με τις παθογένειες που κληρονομήσαμε, έλλειμμα που μας κρατά καθηλωμένους τη στιγμή που απαιτούνται μεγάλες αλλαγές και γρήγορα, ειδικά επειδή κινούμαστε εντός του ασφυκτικού πλαισίου του Μνημονίου. Οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση απλώς θα αναπαρήγε τις γνωστές σε όλους παθογένειες, όπως γινόταν δεκαετίες τώρα. Αν και είμαστε η μόνη κυβέρνηση που θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα, αυτό δεν σημαίνει ότι το έχουμε καταφέρει.

Περισσότερη ομοιογένεια θα βοηθούσε στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων; Το ρωτώ επειδή ο Πρωθυπουργός φέρεται να έχει αποδεχθεί τις ιδιωτικοποιήσεις «εφόσον φέρνουν δουλειές και ανάπτυξη». Είναι γνωστή όμως η αντιπαράθεση που εκδηλώνεται από συγκεκριμένους υπουργούς για αποκρατικοποιήσεις, παρότι αυτές έχουν εγκριθεί από το ΚΥΣΟΙΠ, έχοντας μάλιστα και τη δική τους υπογραφή.

Το πρόβλημά μας δεν είναι οι επιμέρους δηλώσεις, αλλά η παραγωγική ανασυγκρότηση και οι μεγάλες τομές που χρειάζονται για να έρθει η ανάπτυξη που όλοι επιθυμούν. Είναι προφανές ότι κάποιες ιδιωτικοποιήσεις αν ήταν στο χέρι μας δεν θα τις κάναμε. Δεν αποτελούν το φάρμακο για πάσα νόσο, αυτό είναι ο λαϊκισμός της αντιπολίτευσης. Στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενός σχεδιασμού, έστω και με τα λιγοστά εργαλεία και περιθώρια που μας αφήνει το καθεστώς επιτροπείας, οι ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες έχουμε δεσμευτεί πρέπει να υπηρετούν ένα σχέδιο.

Εν όψει του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργείται η εκτίμηση πως αυτό θα αποτελέσει την ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα να ξεκαθαρίσει οριστικά με τις αδυναμίες του κόμματος. Συμφωνείτε;

Δεν πιστεύω ότι το Συνέδριο θα ξεκαθαρίσει οριστικά με τις αδυναμίες του κόμματος. Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλες. Μεγάλες είναι όμως και οι δυνατότητες που ανοίγονται, αν δοθεί το αναγκαίο βάρος στην ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και στο άνοιγμά του στην κοινωνία. Η αναντιστοιχία αυτή πρέπει αργά ή γρήγορα να αρθεί.

Πιστεύετε ότι το Συνέδριο θα σφραγίσει την ιδεολογική στροφή από τον «ριζοσπαστισμό» στην «Κεντροαριστερά»;

Δεν υπάρχει ζήτημα κάποιας στροφής προς την Κεντροαριστερά ή, αν θέλετε, στον «ρεαλισμό». Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει το μόνο κόμμα που έχει πολιτικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση με την κοινωνία όρθια.

Τα δύο βασικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, το πολιτικό πρόγραμμα και η στάση μας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, στοιχειοθετούν από μόνα τους έναν ριζοσπαστισμό από τον οποίο δεν πρόκειται να παραιτηθούμε. Το αν υπήρξαν ή υπάρχουν φωνές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που αντιλαμβάνονται τον ριζοσπαστισμό περισσότερο ιδεολογικά παρά από το πώς απαντάμε σε συγκεκριμένα πολιτικά προβλήματα πατώντας στην πραγματικότητα, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Εχει γίνει πολλή κουβέντα για το παράλληλο τραπεζικό σύστημα και την προσπάθεια της κυβέρνησης να το πετύχει μέσω μιας μη συστημικής ή αναπτυξιακής τράπεζας. Στην περίπτωση της Τράπεζας Αττικής ωστόσο το στοίχημα δεν της βγήκε.

Δεν μπορείς να έχεις αναπτυξιακές πολιτικές αν δεν έχεις στα χέρια σου εργαλεία. Συνεπώς, η κυβέρνηση θα επιμείνει γιατί σήμερα οι συστημικές τράπεζες με τα προβλήματα που έχουν χρηματοδοτούν ελάχιστα έως καθόλου. Χρειαζόμαστε λοιπόν παράλληλα άλλου είδους χρηματοδοτικά ιδρύματα και εργαλεία που στο τέλος τέλος θα ωθήσουν και τις υφιστάμενες τράπεζες να αλλάξουν στάση. Είναι γνωστό ότι σε αυτή την επιδίωξη συναντούμε ισχυρές αντιστάσεις από την τρόικα.

Σύμφωνοι, αλλά μήπως υπό τις ολοένα και πιο περιοριστικές αυτές συνθήκες η κυβέρνηση αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι πρέπει να εφαρμόσει πιστά το Μνημόνιο;

Εξαρχής ήταν γνωστό το ασφυκτικό πλαίσιο της συμφωνίας που υπογράψαμε, παρ’ όλα αυτά υπάρχει χώρος όχι για ένα αλλά για πολλά παράλληλα προγράμματα, και αυτή είναι η προσπάθειά μας.Το Μνημόνιο και η εφαρμογή του από μόνα τους δεν οδηγούν πουθενά αλλού, παρά μόνο σε μεγαλύτερη ύφεση και διάλυση της οικονομίας.

Τους τελευταίους μήνες οι ξένοι επενδυτές κλείνουν ραντεβού με υπουργούς και κάνουν σχέδια. Αλλά το μαζικό ενδιαφέρον απουσιάζει, ενώ τα δείγματα γραφής που περιμένουν είναι τα ίδια εδώ και μήνες. Φταίει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση και δεν έχει αρχίσει ακόμη η δεύτερη;

Είναι προφανές ότι για πολλούς ξένους επενδυτές η Ελλάδα παραμένει μια χώρα ρίσκου. Αυτό φαίνεται να αλλάζει, αλλά θα πάρει χρόνο. Το κρίσιμο σημείο δεν είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά η δρομολόγηση των πρώτων επενδύσεων, που θα δώσουν το μήνυμα ότι στην Ελλάδα «κάτι γίνεται».Η δυνατότητα αυτή είναι περισσότερο ορατή από ποτέ τα τελευταία χρόνια.

Δεδομένου όμως ότι παραμένει το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, πιστεύετε ότι δικαιολογείται το κλίμα «success story» της ανάπτυξης που καλλιεργείται;

Ολα δείχνουν ότι το 2016 θα κλείσει με την έξοδο από την εννιάχρονη καταστροφική ύφεση, ενώ το τελευταίο διάστημα έχει εκδηλωθεί αυξημένη κινητικότητα για επενδύσεις χωρίς, όπως σας είπα, να έχουμε ακόμη χειροπιαστές εξελίξεις που να αλλάζουν το κλίμα. Success story για μας θα ήταν ο συνδυασμός της ανάκαμψης με τη δίκαιη ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση, που ακόμη όμως βρίσκεται στα πρώτα της βήματα.

Στα ερωτήματα πάντως εκπροσώπων ξένων funds προς τον Πρωθυπουργό στη Νέα Υόρκη για το πώς ερμηνεύει το γεγονός ότι δεν έχει καταφέρει ακόμη να προσελκύσει κεφάλαια στην Ελλάδα, εκείνος απέδωσε ευθύνες και στα ελληνικά ΜΜΕ που δεν αναδεικνύουν το κυβερνητικό έργο. Το συμμερίζεστε αυτό;

Δεν γνωρίζω την απάντηση του Πρωθυπουργού. Το ότι αυτό τον ενάμιση χρόνο υπήρξε για πρώτη φορά μια ουσιαστική προσπάθεια για νοικοκύρεμα που προβάλλεται από μερίδα των ΜΜΕ ως καταστροφή, ενώ η προηγούμενη πενταετής καταστροφή προβαλλόταν ως αναγκαίο νοικοκύρεμα, είναι γεγονός.
Τα κινεζικά κεφάλαια και το στοίχημα της χρυσής βίζας

Πολλοί στην κυβέρνηση ποντάρουν στα κινεζικά κεφάλαια. Βλέπετε ένα follow up από το Πεκίνο και αν ναι, σε ποιους τομείς;

Η Κίνα θα αποδειχθεί η χώρα στην οποία μπορούμε να προσβλέπουμε για σημαντική ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας. Αυτό όμως προϋποθέτει follow up και από τη δική μας πλευρά, στο οποίο μονίμως πάσχουμε ως χώρα, αλλά αυτή τη φορά θα υπάρξει και ήδη έχουμε αποτελέσματα. Σε ένα διεθνές περιβάλλον ιδιαίτερα διστακτικό για να τοποθετηθεί στην Ελλάδα, η κινητικότητα μιας χώρας όπως η Κίνα προς τη χώρα μας δεν θα αποτελούσε μια μικρή εξαίρεση.

Τα υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών χειρίζονται το περίφημο θέμα της χρυσής βίζας. Στην πράξη, ωστόσο, το καθεστώς δεν περπατά, είναι πέρα για πέρα γραφειοκρατικό. Γιατί;

Αποτελεί ένα πρόβλημα που έχουμε κληρονομήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά η επίλυσή του απαιτεί συνέργειες που δεν υπάρχουν ακόμη, πολιτική βούληση και ισχυρή εντολή, καθώς και μια διυπουργική ομάδα κρούσης που θα προωθούσε την πολιτική απόφαση. Η εμπειρία από την επίλυση του προβλήματος με τις τουριστικές βίζες στα προξενεία μας της Ρωσίας τη χρονιά που πέρασε δείχνει ότι οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι εφικτές.

Ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση για τη χρυσή βίζα γίνονται ήδη. Το όφελος από κάτι τέτοιο δεν περιορίζεται στην κίνηση που θα προκαλούσε στην αγορά. Σχετίζεται κυρίως με τη ρεαλιστική δυνατότητα να γίνει η χώρα τόπος εποχικής διαμονής, πύλη, επιχειρηματική βάση ή γέφυρα για πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής, με πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αντίστοιχη σημασία μπορεί να αποκτήσει ο ιατρικός τουρισμός ή η πανεπιστημιακή – μεταπτυχιακή εκπαίδευση για ξένους φοιτητές, αν αναπτυχθούν.