«Οταν μου έρχονται στο μυαλό όσα έζησα στο «Εξπρές Σαμίνα» έχω μπροστά μου και σήμερα έναν εφιάλτη. Κατάλαβα από πρώτο χέρι τι σημαίνει απόλυτος τρόμος. Τότε που μετά την πρόσκρουση του πλοίου ήμουν έρμαιο των καιρικών συνθηκών και έπρεπε άμεσα να αποφασίσω τι θα έκανα. Αν θα έπεφτα με 8 μποφόρ στα 2 μέτρων κύματα…».

Στα 73 του σήμερα ο Φίλιππος Χαρμανίδης δεν μπορεί να ξεχάσει την τραυματική εμπειρία που έζησε τέτοιες μέρες πριν από 14 χρόνια, ως ταξιδιώτης του μοιραίου «Εξπρές Σαμίνα», με προορισμό τους Λειψούς. Στα 59 του τότε, μαζί με δύο συναδέλφους του – υδρογεωλόγους, ήταν στην καμπίνα του και διάβαζε εφημερίδα το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, την ώρα που το καράβι έπλεε ανοιχτά της Πάρου. «Είχε καιρό. Μόλις το πλοίο βρήκε στις Πόρτες, νόμισα ότι το χτύπημα ήταν από μεγάλο κύμα. Εξάλλου, έβλεπα και τα φώτα της Παροικιάς έξω από το φινιστρίνι. Πού να φανταστώ ότι θα μας έριχναν στα βράχια! Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν η θάλασσα που μας τράνταξε! Βγήκα αμέσως από την καμπίνα μου και είδα στον διάδρομο έναν πατέρα με το παιδί του να μου λέει, «χανόμαστε…»! Στο σαλόνι αντίκρισα ανθρώπους σωριασμένους στο δάπεδο από την πρόσκρουση. Συνάδελφος μου λέει, «κύριε Χαρμανίδη, βάλτε το σωσίβιό σας γιατί πρέπει να πάθαμε ζημιά…». Γυρνάω στην καμπίνα να το πάρω, το ψάχνω τρομαγμένος και μόλις το βρίσκω επέρχεται μπλακάουτ!» θυμάται ο συνταξιούχος υδρογεωλόγος, βασικός μάρτυρας στη δίκη των υπαιτίων του ναυαγίου.

Αναζητώντας διέξοδο διαφυγής, υπό το φως γεννήτριας, βγήκε τότε στο δεύτερο κατάστρωμα. «Οι σωστικές λέμβοι έμειναν κολλημένες στη θέση τους. Καμία δεν έπεσε στη θάλασσα, μάθαμε όμως αργότερα ότι μόνο μία κατέβηκε, για να επιβιβαστεί ο καπετάνιος! Βλέπω τότε βαρελάκια-διασωστικές σχεδίες του πλοίου να πέφτουν στο νερό. Αλλά δεν μπορούσε να μπει σε αυτές ο κόσμος αφού δεν είχε τρόπο να τις φτάσει – με 8 μποφόρ ποιος και πώς να κατεβεί από ανεμόσκαλα; Παρ’ όλα αυτά, με τόσα βαρελάκια μπροστά στα μάτια μου το πήρα απόφαση και βούτηξα στη θάλασσα από τα ψηλά πλαϊνά του καραβιού, φορώντας ένα παλιό, σχεδόν άχρηστο σωσίβιο-γιλέκο. Με κόπο και αγωνιώδη προσπάθεια κατάφερα κολυμπώντας να φτάσω ένα από αυτά – ευτυχώς, τα νερά δεν ήταν την ώρα εκείνη παγωμένα…».

Καθώς ο βοριάς παρέσυρε το βαρελάκι του, σιγά σιγά μπήκαν σε αυτό μαζί του άλλοι τουλάχιστον 15 ναυαγοί. Ολοι τους έντρομοι, βρεγμένοι από την κορφή έως τα νύχια. «Υστερα από 15-20 λεπτά, για καλή μας τύχη ήρθε ένα καΐκι από την Αντίπαρο, με μια νεαρή καπετάνισσα, και μας μάζεψε! Τότε είπαμε «σωθήκαμε!». Οσο βγαίναμε πια προς τη στεριά, τέσσερις φαντάροι επιβάτες του πλοίου, «γίγαντες» όπως και οι παριανοί ψαράδες, έπιαναν τον κόσμο από τη θάλασσα και τον ανέβαζαν στο ψαράδικο. Ανάμεσά μας, θυμάμαι, ήταν και μια μάνα με ένα παιδάκι δυο χρονών στην αγκαλιά. Το κράτησα και εγώ όσο η μάνα του κατέρρεε, το τύλιξε και με κουβέρτα η καπετάνισσα. Ενδιάμεσα, είδα κι ένα πτώμα να επιπλέει! Γύρω στα 60-70 άτομα τελικά, στη 01.30, ύστερα από τρεις και πλέον ώρες στο καΐκι, πατήσαμε ανακουφισμένοι την ξηρά!» περιγράφει ο κ. Χαρμανίδης.

Σήμερα έχει ακόμα στη μνήμη του και τη στάση του πληρώματος τις κρίσιμες εκείνες ώρες που το «Εξπρές Σαμίνα» κατέληγε στον βυθό. «Υπήρχαν κάποιοι που έκαναν ό,τι μπορούσαν. Εριχναν π.χ. φωτοβολίδες για να φωτίσουν τη θάλασσα, να ειδοποιήσουν τους απέναντι, στην Πάρο.

ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ. Μου μένει ακόμα στο μυαλό και όσα εκ των υστέρων κατάλαβα ότι έκανε ο υπολιμενάρχης Πάρου Δημήτρης Μάλαμας για να μας σώσει. Κινητοποίησε όλο τον κόσμο στο νησί, έστειλε ανθρώπους, τους κατηύθυνε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα για να μας βγάλουν ζωντανούς. Κατά μήκος της ακτογραμμής της Πάρου, σε ακτίνα χιλιομέτρων παρέταξε αυτοκίνητα με αναμμένα τα φώτα ώστε να τα βλέπουν οι ναυαγοί που κολυμπούσαν, να παίρνουμε ελπίδα ότι κάποιοι εκεί έξω μας βοηθούν…».