«Εσύ θέλω απλά να με βοηθήσεις να πάω φροντιστήριο αυτό το καλοκαίρι και θα

δεις, θα τα καταφέρω» έλεγα στον πατέρα μου και κρεμόμουν από τα χείλη του.

Φροντιστήριο σήμαινε ουσιαστική μελέτη πολλών ωρών με ανθρώπους που θα

στέκονταν από πάνω μου με επιμονή στη λεπτομέρεια. Άλλη η σχέση με τους

καθηγητές των φροντιστηρίων. Εκεί δεν ντρέπεσαι να κάνεις λάθη, να πεις και

την πιο ηλίθια σκέψη σου και να πεις ότι δεν καταλαβαίνεις, βρε αδερφέ, τι

θέλει να πει ο ποιητής!

Στο φροντιστήριο πας για να σε βοηθήσουν να αποκτήσεις γνώση, στο σχολείο πας

και απαιτείται να έχεις γνώση γιατί διαφορετικά θα έρθεις σε δύσκολη θέση,

τόσο δύσκολη, που θα θες ν’ ανοίξει ο πίνακας να σε καταπιεί, εσένα, την

εξίσωση με όλους τους άγνωστους χ+ψ και τον «ανελέητο» καθηγητή σου που

επιμένει να τους βρεις τη λύση ενώ εσύ μετά την προπαίδεια έχεις χάσει τη

συγγενική σχέση μεταξύ των αριθμών και τον τρόπο που αυτοί αναπτύσσονται από

την εποχή του Πυθαγόρα και μετά!

Εντάξει, δε λέω πως ήταν κακοί άνθρωποι οι καθηγητές μου, απλώς δεν είχαν το

χρόνο να ασχοληθούν με το κάθε παιδί ιδιαίτερα και με τις αδυναμίες του. Έτσι

λοιπόν αποφάσισα πως αν έπαιρνα τις αδυναμίες μου και τις πήγαινα στο

φροντιστήριο θα τις ισοπέδωνα, θα τις καταργούσα.

Ο πατέρας μου μού είπε το ναι. Πάντα είναι κοντά μου στις δύσκολες στιγμές!

Άρχισα λοιπόν να κάνω Αρχαία, Ιστορία, Λατινικά και Έκθεση το καλοκαίρι μετά

τη Β’ Λυκείου.

«Δικαίωμα στο λάθος»

Τα μαθήματα αυτά με βοήθησαν πολύ να βάλω σε τάξη τη σκέψη μου, να αναπτύξω

καλύτερα τους συνειρμούς μου και να αγαπήσω ακόμη περισσότερο την αρχαία

ελληνική γλώσσα που την έβρισκα άκρως γοητευτική και ενδιαφέρουσα. Είχα

δικαίωμα… στο λάθος! Τρομερό πλεονέκτημα για να αντιληφθείς το σωστό!

Πάντως, για να είμαι ειλικρινής όλοι πηγαίναμε στο φροντιστήριο. Από τη στιγμή

που αποφάσιζε κάποιος να μπει στο Πανεπιστήμιο οι ώρες του σχολείου δεν ήταν

αρκετές γι’ αυτόν το σκοπό. Νομίζω πως το ίδιο πρέπει να ισχύει και σήμερα που

τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και άλλο. Άγνωστο γιατί! Στην Γ’ Λυκείου ήμουν

κάτι σαν το δρομέα των 10.000 μ. Που βάζει όλη του τη δύναμη στον τελευταίο

γύρο. Η διαφορά μας βέβαια πασιφανής όσον αφορά τη φυσική κατάσταση του δρομέα

με τη δική μου! Είχα βάλει τα δυνατά μου συν 13 κιλά. Διάβαζα πολύ, έτρωγα

πολύ, σπανίως σηκωνόμουν από την καρέκλα μου χωρίς λόγο. Είχε γίνει σκοπός της

ζωής μου να προετοιμαστώ όσο καλύτερα μπορούσα για τις Πανελλήνιες. Το να

περάσω σε κάποια Σχολή δεν ήταν για μένα επιβεβαίωση απλώς και ασφαλώς δεν το

έκανα για να αποδείξω ότι είμαι ικανή. Δεν έπασχα από τέτοια σύνδρομα. Για

μένα το Πανεπιστήμιο σήμαινε μια καινούργια ζωή, ένα κλείσιμο του ματιού στο

μέλλον. Ένα «Γεια» σε μια καινούργια πόλη, σε καινούργιους ανθρώπους, σε

αληθινές εμπειρίες.

Τελικά, καταφέρνω με 20 στα Λατινικά και 18,5 Αρχαία και Ιστορία να μπω στη

Νομική της Κομοτηνής γιατί έφυγα εκτός θέματος στην Έκθεση (10,5). Θυμάμαι πως

είχαν περάσει 2 ώρες και το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την πρώτη

παράγραφο που είχα γράψει. Πολύ άσχημη στιγμή. Ο πανικός είναι ό,τι χειρότερο

μπορεί να σου συμβεί τέτοιες ώρες! Επίσης, δεν μπορώ να ξεχάσω πως την πρώτη

μέρα που γράφαμε Ιστορία παρέλειψα, από αφέλεια όχι από άγνοια, να γράψω μια

διακοίνωση και θεωρώντας ότι έχω χάσει το 20 στην Ιστορία δεν ήθελα να

συνεχίσω τις εξετάσεις. Τότε ήταν καταλυτική η συμβολή της μητέρας μου. Εγώ

είχα χώσει το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου και δεν μπορούσα να συγχωρήσω

τον εαυτό μου που έκανα αυτό το λάθος και έλεγα με τρομερή σοβαρότητα και

στωικότητα πως δεν πρόκειται να συνεχίσω. Τελείωσα. Εκείνη στεκόταν από πάνω

μου και προσπαθούσε με όλα τα επιχειρήματα της γης να μου αποδείξει πως τίποτε

δεν κρίθηκε ακόμα και πως δεν πρέπει να το βάζω κάτω στα δύσκολα και να

παραιτούμε. Η γλυκιά μαμά με έπεισε.

Οι γονείς παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο την περίοδο των εξετάσεων. Θεωρώ ότι οι

δικοί μου με βοήθησαν πολύ στο να έχω καλή ψυχολογία. Ποτέ δε με καταπίεσαν

και ποτέ δε μου πέρασαν μηνύματα πως αν δεν το καταφέρω δεν αξίζω τίποτα. Με

φρόντιζαν και με πρόσεχαν και ήταν δίπλα μου συνέχεια, θυμάμαι πόσες φορές μου

έφερνε ο πατέρας μου το φαγητό αλλά και άλλες λιχουδιές στο δωμάτιό μου και

πόσες φορές μού έφτιαξε ελληνικούς καφέδες η μητέρα μου. Τον τελευταίον καιρό

ήταν σαν να δίναμε εξετάσεις και οι τρεις μας. Τη δεύτερη χρονιά έγραψα πάλι

έκθεση και μπήκα στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Οι προσδοκίες όλων μας

πραγματοποιήθηκαν! Μια καινούργια ζωή ξεκίνησε για μένα, μια διαδρομή που με

έφερε εδώ όπου είμαι. Το Πανεπιστήμιο για μένα δεν ήταν ποτέ ένας

επαγγελματικός προσανατολισμός. Ήταν ένα γεφύρωμα ανάμεσα στην πραγματικότητα

και σε τι ονειρευόμουν να κάνω. Τελικά έκανα αυτό που ήθελα από παιδί.

Ακολούθησα αυτό που πάντα κουβαλούσα μέσα μου και μέχρι σήμερα δε νιώθω πως

έχω κάνει λάθος.