Στην ­ κυριολεκτικώς ­ άλλα αντ’ άλλων «απάντηση», από τη μηνιαία στήλη του

(«ΤΑ ΝΕΑ», 21/22 Απριλίου), σε επιστολή μας που είχε ως αντικείμενο ορισμένα

από τα κραυγαλέα λάθη τού αμέσως προηγούμενου δημοσιεύματός του, λάθη που

αφορούν πασίγνωστα γεγονότα της οθωμανικής ιστορίας, όπου και εμφανίζεται σαν

ειδικός (!), ο κ. Νεοκλής Σαρρής επιχειρεί δύο τινά: Αφενός να θολώσει τα

νερά, κατά το κοινώς λεγόμενο, σε σχέση με τα εντελώς συγκεκριμένα πράγματα

στα οποία εμείς αναφερθήκαμε, και αφετέρου να μεταθέσει το ζήτημα στον χώρο

της… ιδεολογίας, προκειμένου να καλύψει την αμάθειά του.

Εμείς γράψαμε ­ και εξηγήσαμε αναλυτικά γιατί το γράφουμε ­ ότι ο κ. Ν.Σ.

αγνοεί το πότε άρχισε η περίοδος του Τανζιμάτ (δηλαδή των οθωμανικών

μεταρρυθμίσεων του 19ου αι.), το ποιος Σουλτάνος εξέδωσε το σχετικό φιρμάνι,

ποιο ήταν το κύριο μεταρρυθμιστικό έργο του προκατόχου του και ποια είναι η

διαφορά μεταξύ των δύο βασικών νομοθετημάτων του Τανζιμάτ. Δεν πρόκειται για

λεπτομέρειες, ούτε άρχισε να μας συγκινεί, αιφνιδίως, το σπορ της λαθολογίας.

Πρόκειται για θεμελιώδη γεγονότα της οθωμανικής ιστορίας, γνωστά και από πολλά

σχολικά βιβλία, που είχαν άμεση σχέση με τις ιστορικές εξελίξεις σε ολόκληρη

τη Βαλκανική Χερσόνησο. Καταλήγαμε δε επισημαίνοντας ότι, τηρουμένων των

αναλογιών και, κατά το δυνατόν, των χρονολογικών αντιστοιχιών, τα ατοπήματα

του κ. Νεοκλή Σαρρή είναι εξίσου απίστευτα με το να μπερδεύει κάποιος, και

μάλιστα ειδικός (υποτίθεται) στην ελληνική ιστορία, τον Καποδίστρια με τον

Όθωνα, να τοποθετεί την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 το 1842 και να

τη συγχέει με την έξωση του Όθωνα δύο δεκαετίες αργότερα.

Μας απαντά ότι τη χρονολογία που εκείνος θεωρεί, κατά παγκόσμια

αποκλειστικότητα, ότι άρχισε η μεταρρυθμιστική περίοδος, την έχουν υιοθετήσει

«πολλοί συγγραφείς» και επικαλείται τον Ντογάν Αβτζίογλου (αυτός είναι οι

πολλοί συγγραφείς) ­ αποθανόντα, άρα μη δυνάμενο να διαμαρτυρηθεί ­ που

αναφέρεται όμως στην αγγλοοθωμανική εμπορική συνθήκη και όχι στην έναρξη του

Τανζιμάτ. Ισχυρίζεται ότι τις μεταρρυθμίσεις τις είχε έτοιμες ο Σουλτάνος στον

οποίον επέλεξε να τις αποδώσει, και απλώς ανακοινώθηκαν αργότερα! (αργότερα

πλησίασαν δύο κότερα, που έλεγε και ο αείμνηστος Μποστ). Αοριστολογεί επιμελώς

ως προς το τι ακριβώς έγραψε ένας άλλος Τούρκος συγγραφέας, ο Γιαλτσίν

Κιουτσούκ, για την πιθανή σχέση της ελληνικής Επανάστασης του 1821 με τον

ευρωπαϊκό προσανατολισμό του οσμανικού κράτους και το πώς αυτό συνδέεται με το

δικό μας κείμενο, που καθόλου δεν εξετάζει το παραπάνω ζήτημα, και, τέλος,

διαπράττει την, αναμενόμενη, απρέπεια, να μας αποδώσει κάτι που σαφέστατα δεν

γράψαμε, σε σχέση με το φιρμάνι του 1856, για να μας κατηγορήσει εν συνεχεία

για… ημιμάθεια. Εάν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι ανάγνωση, τουλάχιστον,

γνωρίζει, δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε ότι το έκανε επίτηδες. «Στην ψύχρα»,

όπως θα έλεγε και η μαθητιώσα νεολαία.

Το δεύτερο μέρος της απάντησης του κ. Σαρρή δεν ξέρουμε πράγματι πώς να το

σχολιάσουμε. Μας κατηγορεί, πρώτον, ότι ταυτιζόμαστε με «πολλούς Τούρκους

συγγραφείς», που συνδέουν το Τανζιμάτ με τον τρέχοντα ευρωπαϊκό προσανατολισμό

της γείτονος και ως εκ τούτου επιχαίρουν, αρκετοί από αυτούς, διότι η είσοδος

της Τουρκίας στην Ευρώπη «θα σημάνει τον «εκτουρκισμό» της, και την ήττα των

χριστιανικών και ελληνικών αξιών». Εμείς, βεβαίως, δεν αναφερθήκαμε καθόλου σε

τέτοια ζητήματα. Ούτε αμέσως, ούτε εμμέσως, ούτε υπαινικτικώς, ούτε τίποτα.

Για τα τραγικά του λάθη σε σχέση με την οθωμανική ιστορία του 19ου αιώνα

γράψαμε.

Μας μέμφεται, δεύτερον, διότι αποφεύγουμε να ασχοληθούμε με την κεντρική ιδέα

του άρθρου του, με την ουσία των απόψεών του, και με το έργο του γενικώς ­ θα

το πράξουμε και αυτό, αλλά προηγούνται οι απόψεις της κ. Λουκά και του κ.

Ναξάκη, προσώπων με ευρύτερη λαϊκή απήχηση από τον κ. Σαρρή ­ και καταλήγει να

μας αποκαλεί όχι μόνο… ημιμαθείς, καθ’ υποτροπήν υβριστές του και άλλα

τερπνά, αλλά και «κατ’ επάγγελμα υποστηρικτές» της διαχρονικής χούντας που

κυβερνά μέχρι σήμερα την Τουρκία.

Αλλά ακόμα και εάν μπορεί, όταν κληθεί, να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά

στοιχεία ­ διότι και η γραφικότητα έχει τα όριά της, δεν είναι δυνατόν πάντοτε

και υπό οιεσδήποτε συνθήκες να αποτελεί λόγο ασυλίας ­ πως εκτός από «κατ’

επάγγελμα υποστηρικτές» της Άγκυρας, είμαστε και κατ’ επάγγελμα υποστηρικτές

της Κα Γκε Μπε, της CIA, της Μοσάντ, του UCK, κ.ο.κ., δεν βλέπουμε ­ λογικά ­

ποία σχέση μπορεί να έχει αυτό με τη δική του αγραμματοσύνη, η οποία προβάλλει

περίλαμπρη από τα πολύ συγκεκριμένα και επί συγκεκριμένων θεμελιωδών

γεγονότων, λάθη του δημοσιεύματός του, που επισημάναμε στην επιστολή μας.

Ο Στέφανος Παπαγεωργίου είναι πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης

και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος,

διευθυντής του Τομέα Νεώτερης Ιστορίας του ιδίου Τμήματος.