Για ευθεία παραβίαση της διεθνούς σύμβασης προστασίας των ατομικών

δικαιωμάτων η χώρα μας έχει συρθεί αρκετές φορές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για

τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο Στρασβούργο και μάλιστα έχει καταδικαστεί,

ιδιαίτερα για καταστρατήγηση διατάξεων που αφορούν τη θρησκευτική ελευθερία.

Παρ’ όλα αυτά το νομοθετικό μας σύστημα εξακολουθεί να περιέχει διατάξεις που

εμποδίζουν την ελεύθερη εκδήλωση του θρησκευτικού συναισθήματος. Η εικόνα που

δημιουργείται από όσα έχουν ήδη τελεσίδικα κριθεί από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων

Δικαιωμάτων δεν μπορεί να μην απασχολήσει ένα διάλογο για τις σχέσεις Κράτους

και Εκκλησίας: Μία μαθήτρια αρνείται να παρελάσει για λόγους θρησκευτικής

συνείδησης και αποβάλλεται από το σχολείο. Ένας ηλικιωμένος έχει περάσει ένα

μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην εξορία, στη φυλακή και στις δικαστικές

αίθουσες, κατηγορούμενος για προσηλυτισμό. Μια ομάδα Κρητικών βρέθηκε

αντιμέτωπη με τον εισαγγελέα, τον ορθόδοξο μητροπολίτη και τελικώς με μία

καταδίκη από τα ελληνικά δικαστήρια επειδή ήθελε ένα χώρο για τη δική της

θρησκευτική δοξασία. Αρκετοί συμπολίτες μας έκαναν εναλλακτική θητεία στις

στρατιωτικές φυλακές, αρνούμενοι για θρησκευτικούς λόγους να στρατευθούν και

πολύ περισσότερο να κρατήσουν όπλο, ενώ η μικρή καθολική κοινότητα στα Χανιά

είδε ξαφνικά να αμφισβητείται από την ελληνική πολιτεία η νομική υπόσταση της

Καθολικής Εκκλησίας στη χώρα μας. Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι ένα

χαρακτηριστικό δείγμα των υποθέσεων για τις οποίες η Ελλάδα έχει βρεθεί

υπόλογη και έχει καταδικαστεί τα τελευταία 15 χρόνια από το Δικαστήριο του

Στρασβούργου (που λειτουργεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης).

Υποθέσεις που έχουν δώσει στη χώρα μας μια ­ τουλάχιστον δυσάρεστη ­ πρωτιά: Η

Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα με τις περισσότερες καταδίκες για παραβιάσεις

της θρησκευτικής ελευθερίας. Και, ουσιαστικά, υπό το βάρος αυτής της πρωτιάς

σύρεται και στις όποιες νομοθετικές αλλαγές (όπως, για παράδειγμα, στο ζήτημα

των αντιρρησιών συνείδησης).

Από το 1985 που η Ελλάδα αναγνώρισε το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής στο

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχουν εκδοθεί 11 καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος της

για υποθέσεις που συνδέονται με τη θρησκευτική ελευθερία, άλλες τρεις έκλεισαν

με συμβιβασμό, ενώ περισσότερες από δέκα προσφυγές βρίσκονται σε εκκρεμότητα.

Όλες οι καταδίκες συνοδεύονται από μικρό χρηματικό πρόστιμο (δικαστικά έξοδα

συν ηθική αποζημίωση δύο, τριών ή πέντε εκατομμυρίων δραχμών…), αλλά αφήνουν

ένα μεγάλο στίγμα, αφού η χώρα μας εμφανίζεται ενώπιον της διεθνούς κοινότητας

να αντιμετωπίζει προβλήματα με το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας

λόγω ενός πλέγματος διατάξεων που αποσκοπούσε κατ’ ουσίαν στην υπερπροστασία

της επικρατούσας θρησκείας.

­ Η πρώτη καταδίκη ήρθε το 1993 με την υπόθεση του Μίνωος Κοκκινάκη. Ο

Κοκκινάκης (μάρτυρας του Ιεχωβά) είχε συλληφθεί περισσότερες από εξήντα φορές

για το αδίκημα του προσηλυτισμού, είχε φυλακιστεί και εκτοπιστεί

επανειλημμένως και υπήρξε ο πρώτος Έλληνας επί του οποίου εφαρμόστηκε από τα

ελληνικά δικαστήρια (1939) η μεταξική νομοθεσία περί προσηλυτισμού. Η

τελευταία του καταδίκη ­ που… καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ­

αφορούσε την «απόπειρά του να μεταβάλει τη θρησκευτική συνείδηση της συζύγου

ενός ιεροψάλτη»…

Παραβιάσεις

­ Για απόπειρα προσηλυτισμού είχαν οδηγηθεί στο εδώλιο και τρεις αξιωματικοί

της Πολεμικής Αεροπορίας στη Λάρισα, οι οποίοι προέτρεπαν σμηνίτες και πολίτες

να επισκεφθούν την Εκκλησία της Πεντηκοστής.

Και στην περίπτωσή τους το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε (1998) ότι παραβιάζεται

η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας, ενώ τα ελληνικά δικαστήρια δεν

προσδιόρισαν τι καταχρηστικά μέσα χρησιμοποίησαν οι αξιωματικοί για να

προσεγγίσουν πιστούς.

­ Μια σειρά αποφάσεων αφορά τους αντιρρησίες συνείδησης (κυρίως μάρτυρες του

Ιεχωβά) που κατέληξαν στις στρατιωτικές φυλακές, καθώς η ελληνική πολιτεία δεν

είχε θεσπίσει την εναλλακτική θητεία στράτευσης.

Σε τρεις υποθέσεις (Τσιρλή και Κουλούμπα – Γεωργιάδη – Θλιμμένου) το Ευρωπαϊκό

Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκαν τα ατομικά δικαιώματα, ενώ αγνοήθηκαν και

αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Στην περίπτωση Ιακ. Θλιμμένου (η υπόθεση κρίθηκε στις αρχές του 2000) μάλιστα

η καταδίκη του από τη στρατιωτική δικαιοσύνη είχε οδηγήσει στην άρνηση του

Σώματος Ορκωτών Λογιστών να τον εγγράψει στους καταλόγους του.

Η παρέλαση

­ Το 1996 το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με δύο αποφάσεις του,

καταδίκασε ομοφώνως τη χώρα μας γιατί δεν προστάτευσε δικαστικώς τις

οικογένειες δύο μαθητριών που είχαν αρνηθεί να παρελάσουν κατά τον εορτασμό

της 28ης Οκτωβρίου και αποβλήθηκαν.

Καθολικοί

Οι δύο οικογένειες, μάρτυρες του Ιεχωβά από το Αγρίνιο και την Πάτρα,

προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά κρίθηκε ότι το μέτρο της

(μονοήμερης) αποβολής ήταν εσωτερικής τάξης και μπορούσε να προσβληθεί. Και το

ζήτημα αυτό, εκτός από την έλλειψη ένδικων μέσων, συνδυάστηκε με το θέμα της

θρησκευτικής ελευθερίας.

­ Μία καταδίκη (το 1996) αφορούσε την άρνηση της πολιτείας να χορηγήσει άδεια

σε μάρτυρες του Ιεχωβά στο Ηράκλειο για τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου. Για το

αίτημα ο τοπικός μητροπολίτης δεν γνωμοδοτούσε και επί τρία χρόνια το αρμόδιο

υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δεν έδινε την απαιτούμενη (λόγω του

σχετικού μεταξικού νόμου) άδεια, ενώ επενέβη και ο εισαγγελέας για να

οδηγηθούν οι αιτούντες στο εδώλιο. Στη συγκεκριμένη υπόθεση (υπόθεση

Μανουσακάκη) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε «αδικαιολόγητη επέμβαση στην

εκδήλωση του θρησκευτικού συναισθήματος».

­ Στο Στρασβούργο προσέφυγε και δικαιώθηκε (το 1997) και η Καθολική Εκκλησία

της Ελλάδας για την υπόθεση της Καθολικής Εκκλησίας Παναγίας των Χανίων, καθώς

αμφισβητήθηκε από την ελληνική πολιτεία η νομική της υπόσταση. Κατά τη

συζήτηση μιας αγωγής κυριότητας, τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ότι η Καθολική

Εκκλησία δεν έχει καμία νομική προσωπικότητα και συνεπώς δεν μπορούσε να

προσφύγει στη δικαιοσύνη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος έννομης

προστασίας και έκρινε ότι το Ελληνικό Κράτος δεν δικαιολόγησε τη διαφορετική

αντιμετώπιση της Καθολικής Εκκλησίας σε σχέση με την Ορδόδοξη Εκκλησία και την

Ισραηλιτική Κοινότητα, που λειτουργούν ως ΝΠΔΔ.

­ Η τελευταία καταδίκη ήλθε πριν από δύο μήνες ύστερα από τη γνωστή προσφυγή

του λεγόμενου ψευδομουφτή Κομοτηνής Ιμπραήμ Σερίφ, ο οποίος έχει καταδικαστεί

για αντιποίηση αρχής.

Ο μουφτής

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έκρινε το νομικό καθεστώς που ισχύει από το 1990

στη χώρα μας, βάσει του οποίου ο μουφτής διορίζεται από το κράτος ύστερα από

πρόταση του οικείου νομάρχη και επιλεγμένων εκπροσώπων της μουσουλμανικής

μειονότητας, αλλά αποδέχθηκε ουσιαστικά ότι παραβιάστηκαν δικαιώματα του

προσφεύγοντος με την κατηγορία της αντιποίησης αρχής, επειδή κατ’ ουσίαν ήταν

κι εκείνος εκλεγμένος από τους ομοθρήσκους του.