ΤΟ ΝΕΟ του σπίτι βρίσκεται ­ εδώ και τρία χρόνια ­ στην καρδιά του

Λουξεμβούργου, στην οδό Ζοζέφ ΙΙ. Στην πραγματικότητα, είναι ένα σπίτι

χαρακτηριστικά ελληνικό, με το μεγάλο παλιό τραπέζι και τις καρέκλες που

κουβάλησε από την Ελλάδα, τη νησιώτικη κασέλα σκεπασμένη με τον τσεβρέ, τα

φωτιστικά από τη Σύρα, ακόμη και τα πλεκτά με βελονάκι «στρωσίδια», στις

γωνιές του φωτεινού καθιστικού.

Για άλλα τρία χρόνια, ο Γιώργος Κοσμάς θα φοράει την κόκκινη μεταξωτή

τήβεννο, όταν θα ανεβαίνει στην έδρα. Ο τίτλος του ­ Πρώτος Γενικός

Εισαγγελέας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ­ εντυπωσιάζει. Ο ίδιος,

ωστόσο, είναι άνθρωπος «χαμηλού προφίλ», τόσο μειλίχιος και προσιτός, όπως

μόνον όσοι αισθάνονται εσωτερικά ασφαλείς και ισορροπούν μία επιτυχημένη

επαγγελματική σταδιοδρομία με μία ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Η Σόφη, η

σύντροφός του, η Έλενα και η Ιωσηφίνα, οι κόρες τους, είναι οι τρεις γυναίκες

της καρδιάς του. Στο επιβλητικό μοντέρνο κτίριο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών

Κοινοτήτων, στο Κίρχσμπεργκ, εργάζεται πρωί και απόγευμα, πολλές φορές έως

αργά τη νύκτα. Τους τοίχους των γραφείων του στολίζουν η «Ελευθερία» του

Φασιανού, μία γκραβούρα από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, η Διακήρυξη

τής εν Επιδαύρω Εθνικής Συνελεύσεως, το Σύνταγμα του 1844.

Ένας τυπικός υψηλόβαθμος εκπρόσωπος της Δικαιοσύνης, που πέρασε τη ζωή του

βουτηγμένος σε κώδικες και νομικά βιβλία; Ο Γιώργος Κοσμάς δεν είναι η

περίπτωση. «Έβρεξε», όσο λίγοι, όχι μόνον τα πόδια του αλλά ολόκληρη την

ύπαρξη του, όταν στη δικτατορία μπήκε σε αντιστασιακή οργάνωση, τη

«Δημοκρατική Άμυνα», αδιαφορώντας για το τίμημα. «Δικαιοσύνη δίχως ελευθερία

και Δημοκρατία δεν υπάρχει». Και τότε που τον συνέλαβαν και πέρασε τα γνωστά

και πικρά, ήταν ακόμη νεαρός εισηγητής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στο

σπίτι της οδού Ζοζέφ ακούει κάθε ημέρα τα ελληνικά νέα. Με το ειδικό «πιάτο»,

που φρόντισε από την πρώτη κιόλας στιγμή να εγκαταστήσει στην ταράτσα, η ΝΕΤ

και τα προγράμματά της είναι ο σύνδεσμος με την πατρίδα. «Ξέρετε, είναι μία

παρηγοριά, μία ανακούφιση αυτή η επαφή». Και τότε τι του λείπει; «Μου λείπει η

θάλασσα, μου λείπει η βόλτα στην παραλία και στα μέρη τα δικά μας που αγαπώ,

μου λείπουν οι φίλοι, ο δικός μας αέρας, αν καταλαβαίνετε…».

ΟΤΑΝ πριν από τρία χρόνια αποδέχθηκε τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα στο

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θέση που κατέλαβε για πρώτη φορά

Έλληνας, είχε αποφασίσει να κλείσει τον κύκλο της δικαστικής του καριέρας,

ακόμη κι αν δεν επρόκειτο να ζήσει στο Λουξεμβούργο.

«Ψυχικά βρίσκομαι εκεί», λέει σήμερα και εννοεί το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Αλλά δεν θα ήθελε και να ξαναγυρίσει στα έδρανα του Αρσακείου ­ «κάθε κύκλος

έρχεται η ώρα που κλείνει».

Δεν θα του άρεσε και η επιμήκυνση του χρόνου παραμονής του στο Λουξεμβούργο

πέραν της εξαετίας. Με ανακούφιση δέχθηκε την απόρριψη πρότασης, στη

Διακυβερνητική που κατέληξε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να επιμηκυνθεί από έξι

σε εννέα χρόνια η θητεία των μελών του δικαστηρίου. «Έξι χρόνια προστιθέμενα

στη σταδιοδρομία τρεισήμισι δεκαετιών στο Συμβούλιο της Επικρατείας νομίζω ότι

φθάνουν», υπογραμμίζει με έμφαση ο κ. Κοσμάς.


Από τη δίκη των 35 της «Δημοκρατικής Άμυνας», τον Μάρτιο του 1970

Με τους συναδέλφους του στο ΔΕΚ νιώθει οικεία, ωστόσο νοσταλγεί τους

συναδέλφους του στο ΣτΕ, αν και οι στενοί του φίλοι, όπως ο Γιώργος

Κουβελάκης, είχαν φύγει από το δικαστήριο πολύ πριν αποχωρήσει ο ίδιος. Με τον

Γιώργο Κουβελάκη, ο Γιώργος Κοσμάς, εκτός από το γεγονός ότι συστεγάζονταν στο

ίδιο γραφείο για δεκαετίες ολόκληρες, συνδέονταν με κοινούς αγώνες κατά της

δικτατορίας. Από τότε το γραφείο τους είχε ονομασθεί ­ χαμογελάει που του το

θυμίζουμε ­ η «γιάφκα» του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επρόκειτο για ένα

γραφείο, στο οποίο συστεγάζονταν δικαστές με υψηλό δημοκρατικό φρόνημα, ήθος,

σθένος, κύρος. Που διακρίνονταν και για το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα τους.

Το γραφείο αυτό παραβίασαν οι ΕΣΑτζήδες της χούντας, όταν άρχισαν να

«ξηλώνουν» τη «Δημοκρατική Άμυνα». Και ναι μεν ο Γιώργος Κουβελάκης πρόλαβε

και διέφυγε στο εξωτερικό, όμως, ο συγκάτοικός του Γιώργος Κοσμάς συνελήφθη

και οδηγήθηκε στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Ο ίδιος αποφεύγει να μιλήσει με λεπτομέρειες για τις δικές του εμπειρίες

εκείνη την περίοδο, αν και τονίζει πως τίποτα δεν έχει ξεχάσει. Αρκείται σε

γενικές αναφορές για τη στέρηση των ελευθεριών και την «πνιγηρή ατμόσφαιρα που

υπήρχε τότε». Περιορίζεται να μιλήσει για δύο περιστατικά. Το πρώτο είναι η

απομάκρυνσή του από τα παιδιά του, σε μία περίοδο της ζωής τους που οι αλλαγές

ήταν ραγδαίες και το δεύτερο περιστατικό ήταν η συμπεριφορά κάποιων «φίλων».

«Στερήθηκα επί μήνες, κατά την περίοδο της συλλήψεώς μου, την επικοινωνία μου

με τα παιδιά, που ήσαν μικρά τότε. Το μικρό, μάλιστα, δεν είχε ακόμη

περπατήσει, ούτε μίλαγε. Όταν το ξανάδα, μετά μερικούς μήνες, μιλούσε,

περπατούσε. Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη της μεγαλύτερης κόρης μου. Την

ανθρώπινη χαρά που μου στέρησαν, να μη μπορέσω να παρακολουθήσω τα παιδιά μου

στο μεγάλωμά τους ημέρα με την ημέρα, δεν την ξεχνώ, ούτε τη συγχωρώ».

Το άλλο περιστατικό «οφείλεται στον φόβο που είχε απλώσει το καθεστώς»,

θυμάται ο κ. Κοσμάς. «Το ζούσα, όταν μου έλεγε η Σόφη στα επισκεπτήρια ­ με

δική μου πάντοτε παρότρυνση, καθώς ρωτούσα για γνωστούς ­ με πόση

αναξιοπρέπεια απέφευγαν και να τη χαιρετήσουν ακόμη».

Η αντιστασιακή δράση του συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού ήταν γνωστή και

στο ΔΕΚ, γεγονός που επισημάνθηκε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου Ole Due κατά

την τελετή ανάληψης των νέων καθηκόντων του. Ο πρόεδρος καλωσόρισε τον κ.

Κοσμά στο ΔΕΚ, μιλώντας για την αντίσταση που έκανε στο δικτατορικό καθεστώς.

«Με τίμημα την επαγγελματική του σταδιοδρομία και την προσωπική του

ελευθερία», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Ole Due, «έδειξε ότι ξέρει να

υπερασπισθεί τις αρχές της Δημοκρατίας, των οποίων κοιτίδα είναι ακριβώς η

Ελλάδα και πάνω στις οποίες έχει θεμελιωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση».

Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια ονειρευόταν να υπηρετήσει τη Δικαιοσύνη. Όχι,

όμως, ως δικαστής, αλλά ως δικηγόρος. Για να εξοικειωθεί καλύτερα με το

δημόσιο δίκαιο, ως ασκούμενος δικηγόρος, παρακολουθούσε τις εργασίες του

Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα γεγονότα ανέτρεψαν τις προβλέψεις του και

ύστερα από διαγωνισμό διορίστηκε εισηγητής στο ΣτΕ, το 1963. «Φυσικά, δεν

μετανοώ που υπήρξε αυτή η εξέλιξη στην πορεία της ζωής μου», λέει σήμερα.

Με βαθιά συνείδηση του ρόλου του δικαστικού λειτουργού, προσηλωμένος στις

αρχές της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, δεν αντιμετωπίζει κανένα ηθικό ή άλλης

φύσεως κώλυμα ακόμη, κι αν χρειασθεί να χειρισθεί υποθέσεις που αφορούν την

Ελλάδα, αν και μεταξύ των εισαγγελέων που υπηρετούν στο ΔΕΚ υπάρχει άτυπη

συμφωνία να μη χρεώνονται με υποθέσεις που στρέφονται κατά της χώρας τους.

«Είναι βασικό καθήκον κάθε μέλους του δικαστηρίου, είτε είναι δικαστής είτε

είναι Γενικός Εισαγγελέας, να είναι αμερόληπτος», υπογραμμίζει. «Τα μέλη του

δικαστηρίου είναι υποχρεωμένα να ασκούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα,

ανεξάρτητα εάν η άποψη τους μπορεί να έχει επίδραση, όχι ευχάριστη, στη δική

τους πατρίδα». Για αυτό, η εθνικότητα δεν αποτελεί κώλυμα για τα μέλη του ΔΕΚ.

Ο κ. Κοσμάς επισημαίνει: «Στη χώρα μας υπάρχει ο θεσμός της εξαιρέσεως, του

κωλύματος. Ο θεσμός του κωλύματος υπάρχει και στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών

Κοινοτήτων, έχει όμως μία άλλη ειδικότερη μορφή. Δεν συνδέεται με τη φιλία ή

έχθρα του χειριζόμενου την υπόθεση, αλλά συνδέεται με τυχόν ανάμειξη του

μέλους στη συγκεκριμένη υπόθεση. Εάν ο καθηγητής Πανεπιστημίου, που διορίστηκε

μέλος του δικαστηρίου, ή ο εθνικός δικαστής, είχε συμπράξει σε μία υπόθεση η

οποία άγεται ενώπιον του ΔΕΚ, τότε θα υπήρχε κώλυμα. Αν είχε συμπράξει,

δηλαδή, ως δικαστής, ως δικηγόρος, ή εάν είχε γνωμοδοτήσει για τη συγκεκριμένη

υπόθεση. Αντιθέτως, υπάρχει ρητή διάταξη σύμφωνα με την οποία η εθνικότητα δεν

αποτελεί κώλυμα».

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Και εξηγεί ο κ. Κοσμάς: «Υπάρχουν περιπτώσεις όπου περισσότερα από ένα κράτη,

ακόμη και όλα, μπορεί να είναι διάδικοι σε μία υπόθεση, με την ιδιότητα του

αιτούντος, ή του καθού ή του παρεμβαίνοντος. Εκτός, όμως, ότι ανάγεται στη

συνείδηση και την υποχρέωση που έχει αναλάβει κάθε μέλος να ασκεί αμερόληπτα

και ευσυνείδητα τα καθήκοντά του, είναι και πρακτικώς αδύνατον να επιδράσει

και να στρέψει τη λύση προς την άλφα ή βήτα κατεύθυνση, εφόσον η απόφαση είναι

συλλογική και όχι ενός μέλους».

ΜΙΛΑΕΙ ΓΑΛΛΙΚΑ όπως τη μητρική του γλώσσα. Αν και η γαλλική είναι η «γλώσσα

εργασίας» στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όλες τις προτάσεις του

προς αυτό τις διατυπώνει στα ελληνικά. Το ίδιο κάνουν και οι συνάδελφοί του

γενικοί εισαγγελείς του ΔΕΚ. Θεωρεί αδύνατο να περιορισθεί η ομιλία των

γλωσσών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την εκδίκαση υποθέσεων στο

ΔΕΚ. Και τούτο διότι, όπως επισημαίνει, «κάθε γλώσσα χώρας-μέλους είναι

ισότιμη με τις λοιπές και αυτό συνυφαίνεται απόλυτα προς τη φύση της δίκης. Ο

διάδικος που διεκδικεί ή υπερασπίζεται τα δικαιώματά του, πρέπει να έχει και

έχει απόλυτη δυνατότητα να εκφράζεται ελεύθερα και όταν δεν μπορεί να

χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του, δεν μπορεί στην ουσία να εκφρασθεί ελεύθερα».

Και οι διάδικοι, συνεπώς, εφόσον η μητρική τους γλώσσα είναι η ελληνική,

αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους ενώπιον του δικαστηρίου στα ελληνικά.

Ωστόσο, τα στοιχεία της δικογραφίας μεταφράζονται στα γαλλικά, ώστε όλα τα

μέλη του δικαστηρίου να μπορούν να μελετήσουν την υπόθεση.

Ο φόρτος εργασίας των μελών του ΔΕΚ, σύμφωνα με την εμπειρία του κ. Κοσμά,

είναι ασφαλώς μικρότερος από αυτόν που έχουν οι Έλληνες δικαστές. Η

επεξεργασία, όμως, των υποθέσεων απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια, λόγω των

συνθηκών λειτουργίας του ΔΕΚ (διαμεσολάβηση υπηρεσίας μεταφραστικού, κ.λπ.).

ΤΟ ΑΡΣΑΚΕΙΟ, όπου στεγάζεται το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποτελεί πια

παρελθόν για τον κ. Γ. Κοσμά. Πιστεύει, ωστόσο, ότι η θητεία του στο

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «αποτελεί συνέχεια της δικαστικής

σταδιοδρομίας του στην Ελλάδα», καθώς «υπάρχει ομοιότητα στο δικαιοδοτικό έργο

μεταξύ του ΔΕΚ και του Συμβουλίου της Επικρατείας».

«Καινούργιο», όπως επισημαίνει ο κ. Κοσμάς, «είναι το περιβάλλον του

δικαστηρίου, που αποτελείται από μέλη τα οποία έχουν διαφορετική παιδεία και

γενικότερα διαφορετική πολιτιστική προέλευση».

Στο ερώτημα πώς συγκεράζονται στην ενιαία έκφραση του ΔΕΚ διαφορετικές

κουλτούρες, καθώς η νομική κουλτούρα είναι συνάρτηση και της κοινωνικής

κουλτούρας των δικαστών, ο κ. Κοσμάς τονίζει πως: «Τα μέλη του δικαστηρίου,

έχοντας ως αφετηρία τις ίδιες διατάξεις του Κοινοτικού Δικαίου και την ήδη

διαμορφωθείσα νομολογία, καθώς και την προσπάθειά τους να συμβάλλουν και με

την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου στην ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού

οικοδομήματος, κατορθώνουν να υπερκεράσουν τα όποια εμπόδια».

Πάντως, για έναν δικαστή που προέρχεται από το ΣτΕ, ο κ. Κοσμάς εκτιμά πως ο

χώρος του ΔΕΚ είναι οικείος, σε επαγγελματικό και επιστημονικό επίπεδο.

Βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλα τα δικαστήρια, εθνικά και κοινοτικό, υπάρχουν

πρωτότυπες αποφάσεις, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα υποθέσεως που δεν ενδιαφέρει μόνο τη χώρα για την

οποία εκδόθηκε η απόφαση, αλλά όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι

υπόθεση που αφορούσε στην προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος του λιμένα της

Γένοβας. Με αφορμή την αντιδικία ιδιωτικής εταιρείας με φορέα του ιταλικού

δημοσίου για τη φορτοεκφόρτωση πετρελαίου και τα μέτρα που πρέπει να

λαμβάνονται για την προστασία του λιμένα, το ΔΕΚ ­ ύστερα από πρόταση του

Έλληνα εισαγγελέα ­ δέχθηκε ότι «η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί άσκηση

εξουσίας που ανάγεται στον πυρήνα της ασκήσεως της κρατικής εξουσίας».

Για την υπόθεση αυτή ο κ. Κοσμάς σημειώνει ότι στήριξε τις θέσεις του σε

μελέτη Έλληνα συναδέλφου του από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το

δικαστήριο ακολούθησε την πρότασή του.

Στη χώρα μας, η νομοθετική εξουσία συχνά αναγκάζεται ύστερα από την έκδοση

δικαστικών αποφάσεων να προχωρεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις, έτσι ώστε η

νομοθεσία μας να συμπορεύεται με την κρίση των δικαστηρίων, η οποία

διαμορφώνεται με βάση το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο.

Όπως αναφέρει ο κ. Κοσμάς, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο «υπάρχουν περιπτώσεις,

σύμφωνα με τις οποίες εν όψει της ερμηνείας που έδωσε το δικαστήριο σε

ορισμένες διατάξεις θα χρειασθεί τα κοινοτικά όργανα να προβούν σε περαιτέρω

ρυθμίσεις, είτε προς διευκρίνιση και συμπλήρωση είτε προς μεταβολή ακόμη των διατάξεων».

Όσο για τις συνέπειες που έχει για τα κράτη-μέλη μία απόφαση του ΔΕΚ, δηλαδή

για την εκτελεστότητα των αποφάσεών του, ο κ. Κοσμάς αναφέρει πως «δεν

υπάρχουν περιπτώσεις μη συμμορφώσεως», καθώς οι Συνθήκες περιλαμβάνουν

διατάξεις «σύμφωνα με τις οποίες οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι εκτελεστές

και η αναγκαστική εκτέλεσή τους διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας».