Σαν μια επιχείρηση που ισορροπεί χρόνια τώρα στην κόψη του ξυραφιού, με το κόκκινο λαμπάκι του κινδύνου να αναβοσβήνει διαρκώς, βλέπουν στις Βρυξέλλες τη ΔΕΗ. Την αποκαλούν συστημικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία, που θυμίζει το ελληνικό κράτος σε μικρογραφία, στις δύσκολες στιγμές του 2015, ευρισκόμενη συνεχώς μεταξύ σφύρας και άκμονος. Σαν μια επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας η κυβέρνηση αγοράζει διαρκώς χρόνο και οξυγόνο πουλώντας τα ασημικά της, επιτυγχάνοντας τελικά να μπαλώνει μόνο προσωρινά κάποιες τρύπες, που έπειτα από λίγο ανοίγουν και πάλι.

Στην πραγματικότητα, κοινοτικοί παράγοντες που παρακολουθούν χρόνια τώρα την πορεία της ΔΕΗ αναγνωρίζουν μιλώντας στα «ΝΕΑ» ότι ακόμη και αν πουληθούν κάποιες μονάδες της, αφενός τα χρήματα δεν θα είναι πολλά, αφετέρου το αύριο θα τη βρει μικρότερη, αλλά με τα ίδια μεγάλα προβλήματα του σήμερα: δυσθεώρητους ανείσπρακτους λογαριασμούς ύψους 2,4 δισ. ευρώ (46% του ετήσιου κύκλου εργασιών της!), που ξεπερνούν μάλιστα τα 3 δισ. ευρώ αν προστεθούν και οι οφειλές σε ρύθμιση, αφού μετά τις πρώτες δόσεις ένα μικρό μόνο ποσοστό πελατών συνεχίζει να την τηρεί.

ΝΤΟΜΙΝΟ ΟΦΕΙΛΩΝ αφού στη ΔΕΗ χρωστούν οι πάντες (καταναλωτές, επιχειρήσεις, υπουργεία, ΟΤΑ κ.λπ.) και εκείνη χρωστά παντού (676 εκατ. ευρώ σε εργολάβους, προμηθευτές, διαχειριστές δικτύων), κολλημένα ταμειακά διαθέσιμα λίγο πάνω από τα 500 εκατ. ευρώ, διαχρονικό πρόβλημα παραγωγής cash flow και μεγάλος καθαρός δανεισμός ύψους 3,8 δισ. ευρώ. Τρεις στις τέσσερις βασικές της δραστηριότητες (μονάδες, ορυχεία, εμπορία) είναι ζημιογόνες, σύμφωνα με την έκθεση ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων της ίδιας της εταιρείας (α’ εξάμηνο 2017), εικόνα όμως που δεν αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα εξαμήνου, τα οποία έγραψαν κέρδη 14,4 εκατ. ευρώ, χάρη στο έκτακτο έσοδο από την πώληση του ΑΔΜΗΕ, ύψους 172,2 εκατ. ευρώ. Εάν αφαιρέσει κανείς το ποσό αυτό, τότε η ΔΕΗ των 19.000 εργαζομένων θα έγραφε στην πραγματικότητα ζημιά 148,5 εκατ. ευρώ. Επίσης έκτακτο και όχι επαναλαμβανόμενο θα είναι και το χρήμα που θα βάλει στα ταμεία αν και εφόσον το καλοκαίρι του 2018 καταφέρει να πουλήσει, όπως προγραμματίζεται, κάποιες μονάδες.

Η μοναδική της ίσως διαφορά με το ελληνικό κράτος είναι ότι ενώ εκείνο μετακυλίει μονίμως τα βάρη του προϋπολογισμού στους φορολογουμένους, υπερφορολογώντας τους, η ΔΕΗ δεν μπορεί να κάνει το ίδιο αυξάνοντας όπως κάποτε τα τιμολόγια, καθώς οι πελάτες της θα φυλλορροήσουν μαζικά προς τον ανταγωνισμό.

ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΙ ΟΙ ΠΙΣΤΩΤΕΣ. Η εταιρεία δεν είναι χρηματοδοτήσιμη με βιώσιμα επιτόκια. Εχει την ίδια πιστοληπτική ικανότητα με την Ελλάδα (CCC) και οι τράπεζες είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές απέναντί της, όπως έδειξαν και με την αυστηρή τους στάση τον περασμένο Απρίλιο. Τότε, για να της δώσουν δάνειο 200 εκατ. ευρώ, την υποχρέωσαν να τους ενεχυριάσει μελλοντικά συμβόλαια πελατών της. Πιθανότατα θα το ξανακάνουν αν τους ζητήσει εκ νέου δανεισμό. Του χρόνου δεν έχει σημαντικές λήξεις δανείων, αλλά το πρώτο εξάμηνο του 2019 καλείται να αποπληρώσει υποχρεώσεις 2,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 500 εκατ. σε ομόλογα και 1,7 δισ. σε τραπεζικό δανεισμό.

«Σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, μια επιχείρηση σαν τη ΔΕΗ θα είχε μπει σε πρόγραμμα ταχείας εξυγίανσης» λέει στα «ΝΕΑ» κοινοτικός παράγοντας με γνώση των ελληνικών ενεργειακών πραγμάτων.

ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ. Παράλληλα όλες οι κυβερνητικές πολιτικές που εφαρμόζονται προκαλούν απανωτά ηλεκτροσόκ στην Επιχείρηση. Της επιβλήθηκαν ως ισοδύναμη λύση της Μικρής ΔΕΗ (2014), δηλαδή του να μην πωληθούν μονάδες, οι περίφημες δημοπρασίες πώλησης ενέργειας σε τιμές κόστους (ΝΟΜΕ) προκειμένου να μειωθεί το μερίδιο λιανικής της, από 89% το 2016 στο 49,5% στα τέλη του 2019. Η κυβέρνηση το πρότεινε, η τρόικα το δέχθηκε. Το σχέδιο ήταν να πουλά η ΔΕΗ ενέργεια, να την αγοράζουν οι ιδιώτες ανταγωνιστές της και να διαμορφώνουν ανταγωνιστικά τιμολόγια, τα οποία θα προσφέρουν στην αγορά ώστε να μειωθεί έτσι το μερίδιό της κάτω του 50%.

Τελικά, και η ΔΕΗ αναγκάζεται να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες, και οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ δεν επιτυγχάνουν να ανοίξουν την αγορά λιανικής, όπως δείχνει η εμπειρία από τον έναν χρόνο εφαρμογής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι το φετινό έτος θα κλείσει με μεγάλη απόκλιση από τον στόχο μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ, που έχει τεθεί στο 75,24%, αλλά τον Σεπτέμβριο βρισκόταν στο 83,5%. Οι τιμές στις δημοπρασίες διαμορφώθηκαν υψηλά, εμποδίζοντας τους ανταγωνιστές της να προσφέρουν μεγάλες εκπτώσεις και άρα να μειωθεί βάσει των στόχων το μερίδιο της Επιχείρησης στην αγορά. Ετσι ακριβώς συνέβη και την περασμένη Πέμπτη, στη λεγόμενη και «μητέρα των δημοπρασιών», όπου δημοπρατήθηκε η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα ποσότητα (718 MWh/h), αλλά οι τιμές έπιασαν επίπεδα-ρεκόρ, φτάνοντας στα 45,2 ευρώ. Εξέλιξη η οποία, σύμφωνα με μια ανάγνωση, θα παγώσει την περαιτέρω συρρίκνωση της ΔΕΗ που αποτελεί μνημονιακό στόχο.