Σε μια χώρα στην οποία νόμος είναι το δίκιο του παρανομούντος, η έκδοση της Μεταφυσικής των Ηθών αποτελεί όχι μόνο φιλοσοφικό αλλά και πολιτικό γεγονός, καθώς ο Καντ προσφέρει εκείνους τους απόντες κρίκους που θα μπορούσαν να θέσουν την ελληνική κοινωνία σε τροχιά δυτικού κράτους.

Η έκδοση της Μεταφυσικής των Ηθών στα ελληνικά δεν αποτελεί μόνο ένα μεγάλο εκδοτικό γεγονός, ούτε έναν μεταφραστικό άθλο, τον οποίο έφερε εις πέρας με απαράμιλλο τρόπο ο αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας, μεταφραστής των μεγαλύτερων και σπουδαιότερων έργων του Καντ στα ελληνικά και βαθύς γνώστης του καντιανού έργου Κώστας Ανδρουλιδάκης. Συγγραφέας επίσης μιας πολύ στέρεης, διεισδυτικής και διαφωτιστικής μελέτης με τίτλο Καντιανή Ηθική (Ιδεόγραμμα).

Οσο διαβάζει κανείς τον Καντ και ιδιαίτερα τη Μεταφυσική των Ηθών (ΜΗΔ) τόσο περισσότερο κατανοεί τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας ή μάλλον κατανοεί γιατί για παράδειγμα η γερμανική κοινωνία δυσκολεύεται να καταλάβει την ελληνική, αλλά και το αντίστροφο. Ο Καντ προσφέρει αυτούς τους απόντες κρίκους, οι οποίοι θα μπορούσαν να θέσουν την ελληνική κοινωνία σε τροχιά δυτικού κράτους. Αν δούμε αυτό το βιβλίο από αυτήν την οπτική γωνία τότε αυτή η έκδοση δεν είναι μόνο φιλοσοφικό, αλλά και πολιτικό γεγονός. Αυτή εδώ η έκδοση αποτελεί προσφορά στον κοινωνικό και πνευματικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

Η καντιανή σκέψη θεμελιώνει την ηθική όχι στην εμπειρία αλλά στον Λόγο και στην ελευθερία. Η εμπειρία διδάσκει τι προσφέρει χαρά και απόλαυση, όχι όμως τι είναι ηθική. Οι αρχές της ηθικής δεν είναι εμπειρικές, είναι θεμελιωμένες σε a priori αξίες. Η εμπειρική πραγματικότητα δεν εξηγεί την ηθικότητα των ανθρωπίνων πράξεων, αυτό το κάνουν η θεωρία της ελευθερίας και οι αρχές του δέοντος. Τους ηθικούς κανόνες δεν τους αναδεικνύει η εμπειρία αλλά ο ορθός Λόγος. Με βάση αυτό το δεδομένο η ηθική συνδέεται τόσο στενά με την ελευθερία, ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι νόμοι της ελευθερίας είναι ηθικοί. Δεν μένει όμως μόνο εδώ, συνεχίζει για να συνδέσει την ίδια τη νομοθεσία και τον νόμο με την ηθική. Γιατί γι’ αυτόν «η νομοθεσία εκείνη η οποία καθιστά μια πράξη καθήκον και συγχρόνως καθιστά το καθήκον τούτο ελατήριο, είναι ηθική» (219). Σε μια χώρα στην οποία νόμος είναι το δίκιο του παρανομούντος, όλοι καταλαβαίνουμε τη σημασία αυτής της θεμελιώδους αρχής, από την οποία αρχίζει η διαίρεση της ΜΗΔ. Σε σύγχρονη «ελληνική» ορολογία θα λέγαμε ότι ο Καντ διδάσκει όχι πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, αλλά ότι αυτό που είναι ηθικό είναι και νόμιμο. «Η συμφωνία του γνώμονα μιας πράξης με τον νόμο είναι η ηθικότητα» (225).

Η θεωρία του δικαίου

Το πρώτο μέρος αφορά τη θεωρία του δικαίου, η οποία διαχωρίζεται σε θεωρία δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. «Δίκαιη είναι κάθε πράξη σύμφωνα με την οποία η ελευθερία της προαίρεσης του καθενός μπορεί να συνυπάρξει με την ελευθερία κάθε άλλου σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο» (231). Αντικείμενο του δικαίου είναι ακριβώς η ρύθμιση της ελεύθερης προαίρεσης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να συνάγει τους νόμους του από τη φύση (Φυσικό Δίκαιο), αλλά από τον ανθρώπινο Λόγο (Ελλογο Δίκαιο).

Αφού όμως το δίκαιο είναι ελευθερία, τότε αυτό δεν μπορεί να στηρίζεται στη βία. Δίκαιη είναι μόνο εκείνη η πράξη η οποία πραγματοποιείται σε καθεστώς ελευθερίας. Εκτός ελευθερίας δεν υπάρχουν δίκαιες πράξεις, δεν υπάρχει δίκαιο. Εννομη ελευθερία είναι να μην υπακούει κανείς σε κανέναν άλλον νόμο παρά μόνο σ’ εκείνον στον οποίο έδωσε τη συγκατάθεσή του. Εδώ διακρίνει κάποιος τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αρχές που στηρίζονται στον κανόνα της αυτονομίας του ατόμου από κάθε εξουσία που βρίσκεται πέρα (μοναρχία) ή πάνω (Εκκλησία) από αυτό. Η αυτενέργεια δηλαδή είναι το νόημα της ελευθερίας και της ηθικής ως ελευθερίας και όχι ως αναγκαστικής δεσμευτικής πράξης.

Βασικοί πυλώνες του ιδιωτικού δικαίου είναι η ιδιοκτησία και η οικογένεια. Η ιδιοκτησία δεν είναι πράγμα, αλλά μια σχέση και ως τέτοια δεν μπορεί να οδηγεί σε αυθαιρεσίες τον έχοντα τη νομή της. Βεβαίως ακόμη και ένας τόσο μεγάλος φιλόσοφος δεν κατορθώνει να υπερβεί όλα τα στερεότυπα της εποχής του, γι’ αυτό και οι απόψεις για το οικιακό δίκαιο (277-284) συνθέτουν ένα σώμα που ακόμη και με τα κριτήρια της εποχής του δύσκολα θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως προοδευτικά.

Το δημόσιο δίκαιο αφορά τις σχέσεις των επιμέρους ατόμων ως πολίτες με το κράτος και στηρίζεται σε ένα πρωταρχικό συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο όλοι παραιτούνται της εξωτερικής ελευθερίας τους, ώστε να την επανακτήσουν ως μέλη του λαού, ως μέλη μιας πολιτικής ένωσης που ονομάζεται λαός (315). Ακολουθώντας το ρουσσωικό και μοντεσκιανό πρότυπο θεωρεί πως ο νομοθέτης ως κυρίαρχος του λαού δεν μπορεί να είναι και κυβερνήτης. Γενικά τονίζοντας τη σημασία διάκρισης των εξουσιών χαράσσει τα όρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπου οι τρεις εξουσίες είναι συντεταγμένες η μία δίπλα στην άλλη, υποτεταγμένες η μία στην άλλη και οι ενωμένες νομοθετική και εκτελεστική αποδίδουν μέσω της δικαστικής το δίκαιο στους πολίτες (316).

Βεβαίως δεν αποφεύγει και εδώ αμφιλεγόμενες θέσεις: όπως είναι η διάκριση μεταξύ ενεργού, πλήρους δικαιωμάτων πολίτη και παθητικού πολίτη, ο οποίος στερείται «αστικής προσωπικότητας». Ακόμη αμφιλεγόμενα σημεία του είναι η προάσπιση της θανατικής ποινής και η θέση του σύμφωνα με την οποία το ιστορικό θεμέλιο της πολιτικής κατάστασης είναι το γεγονός πως η προέλευση της ανώτατης εξουσίας είναι ανεξιχνίαστη για τον λαό. Ο λαός οφείλει να υπακούει στην υφιστάμενη νομοθετική κατάσταση, οποιαδήποτε και αν είναι η καταγωγή της. Μεταβολή του κρατικού πολιτεύματος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από τον ίδιο τον ηγεμόνα με μεταρρύθμιση και όχι από τον λαό και όταν αυτή πραγματοποιείται θα αφορά μόνο την εκτελεστική εξουσία και όχι τη νομοθετική (322). Συνέπεια των προηγούμενων είναι άρνηση του δικαιώματος εξέγερσης κατά του μονάρχη. Οπως όμως παρατηρεί ο Κώστας Ανδρουλιδάκης στα εξαιρετικά Επιλεγόμενά του, από τις κριτικές γι’ αυτά τα σημεία του Καντ διαφεύγει το γεγονός ότι γι’ αυτόν «ο αναγκαίος όρος της νομιμότητας της πολιτικής εξουσίας είναι η εναρμόνισή της με τις έλλογες αρχές και τη συγκατάθεση των πολιτών… Η αποκήρυξη του δικαιώματος αντίστασης προϋποθέτει κατ’ αρχήν την έννομη ή σύννομη εξουσία» (σελ. 382). Θα πρόσθετα πως απ’ αυτές τις κριτικές διαφεύγει επίσης το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Καντ η κυβέρνηση οφείλει να στηρίζει στη φορολόγηση πολιτικές αναδιανομής και πρόνοιας (326) ή με τη δική του ορολογία πολιτικές «συντήρησης των απόρων». Ενώ υποστηρίζει ότι η φορολόγηση για την Εκκλησία δεν πρέπει να επιβαρύνει όλους τους πολίτες και το κράτος, παρά μόνο εκείνο το τμήμα πολιτών που ομολογεί τη μία ή την άλλη πίστη, δηλαδή μόνο την εκκλησιαστική κοινότητα (328).