Κοινότοπη η παρατήρηση ότι όλα τα βιβλία του Θανάση Βαλτινού βασίζονται σε κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ζωής μέσα στον 20ό αιώνα. Κρίσιμες όσον αφορά την υπαρξιακά εθνική τους διάσταση, γι’ αυτό και σωστά ειπώθηκε πρόσφατα ότι ο δημιουργός της «Καθόδου» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας εθνικός συγγραφέας.

Δεν πρόκειται σχεδόν σε όλο του το έργο να συναντήσεις το ξεσυνέριο και το χθαμαλό μιας ιδιωτικής περίπτωσης, όσο κι αν θα τη χαρακτήριζε κανείς ως δραματική, συναρπαστική και κατ’ επέκταση πεζογραφικά αξιοποιήσιμη. Στο έργο του Θανάση Βαλτινού η μνήμη ανασταίνεται και δραστηριοποιείται ως μια απολύτως συλλογική υπόθεση. Ο καθένας ακουμπά πάνω της στον βαθμό που οι περιπέτειές του ταυτίζονται με τις περιπέτειες του «άλλου», καθώς όλες τους έχουν ανατραφεί μέσα στην ακένωτη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας. Μιας γλώσσας που μέσα στη μακραίωνη ιστορία της δεν υπάρχει κάτι που να μην το έχει έγκυρα εκφράσει.

Αν όμως χρειάζεται ένας ακόμη πιο σαφής μπούσουλας για να κατανοήσουμε το «πώς» και το «γιατί» της πεζογραφίας του Βαλτινού, την απάντηση μας τη δίνει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του τον Γενάρη του ’83.

«Τα θέματα με τα οποία ασχολείται η τέχνη έχουν μετρηθεί και έχουν βρεθεί x. Ναι, έχει γίνει και αυτό. Ερωτας, θάνατος, μοναξιά και πάει λέγοντας. Είναι λοιπόν αυτά τα x θέματα που έρχονται και ξαναέρχονται από καταβολής πια ανθρώπου. Σαν τα ηλιοβασιλέματα. Ή τους οργασμούς. Τι αντιγραφή να γίνει σ’ αυτή τη ρουτίνα. Αν κάτι μπορεί να τη διαφοροποιήσει, αυτό είναι η μοναδικότητα της προσωπικής εκτροπής. Πιστεύω ότι η πρωτοτυπία ή η μίμηση θα πρέπει να αναζητηθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Στον τρόπο. Ή στην εκτροπή. Αυτά απλουστεύοντας βεβαίως. Ας σταθούμε τώρα στην ελληνική πεζογραφία. Δεν τη θεωρώ ούτε πρωτότυπη ούτε αντιγραφική, την θεωρώ κακότυχη. Σαν το αυγό ανάμεσα στις δύο πέτρες. Από τη μια μεριά είναι η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, που στην τέχνη ισχύει αμείλικτα. Και ξέρουμε πού βρίσκεται η δική μας επιφάνεια. Από την άλλη, η επαρχιώτικη ξιπασιά μας. Στη ρίζα αυτής υπάρχει πάντα η ημιμάθεια. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους παραδέρνουμε κι ανάμεσα σ’ αυτούς έχουμε στήσει την εσωτερική, κλειστή και αυτάρεσκη πιάτσα μας».