Στον Δαμιανό Ε. Σακά

Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν συγκλονιστικά μυθιστορήματα χωρίς να έχουν βγει από την πόρτα του σπιτιού τους ή από την πόλη όπου κατοικούν. Ή ποιητές που το ωραιότερό τους ποίημα έχει υπάρξει μια κίνησή τους, χωρίς βέβαια να υποτιμάται η αξία του καθεαυτού ποιητικού τους έργου. Αξίζει να θυμηθούμε για τη δεύτερη περίπτωση τον ποιητή Ν. Δ. Καρούζο που, όταν συνάντησε, μια μέρα της δεκαετίας του ’60, στην οδό Μαυρομιχάλη την ποιήτρια Μελισσάνθη χωμένη κάτω από ένα αυτοκίνητο να προσπαθεί να ξεσκαλώσει από τις ρόδες του ένα γατάκι (είχε τρέλα με τα γατιά η δημιουργός του «Ανθρωπίνου σχήματος»), τής φώναξε: «Μελισσάνθη, αυτό που κάνεις είναι το ωραιότερό σου ποίημα». Οπως επίσης υπάρχουν συγγραφείς που η ζωή τους η ίδια θα μπορούσε να αποτελέσει το υλικό για να γραφεί ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Τι άραγε είναι προτιμότερο;

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ συνδύασε με μεγάλη επιτυχία και τις δυο εκδοχές. Χώρια που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως αντιπροσωπευτικός τύπος μιας άλλης ολιγάριθμης κατηγορίας δημιουργών –μετρημένων ίσως στα δάχτυλα του ενός χεριού –που ο μαγνήτης – Ελλάδα δεν τροφοδότησε μόνον τον περιηγητικό τους οίστρο. Αντίθετα εγκαταστάθηκε εδώ ώς το 2011, όταν πέθανε στα 96 του χρόνια.

Ποιος όμως ακριβώς είναι ο Πάτρικ Λι Φέρμορ; Ιρλανδικής καταγωγής, είχε γεννηθεί στο Λονδίνο το 1915. Σχεδόν παιδί, στα δεκαοχτώ του χρόνια, το 1933, αφού περάσει την Μάγχη, θα διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη την Πρωτοχρονιά του 1935. Ασφαλώς μόνο ταξιδιωτικός συγγραφέας θα μπορούσε να γίνει ένας δημιουργός που ξεκινά τη ζωή του με ένα παρόμοιο εγχείρημα. Λίγο αργότερα θα περάσει στην Ελλάδα, θα ταξιδέψει στην Ηπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία, θα μείνει για ένα διάστημα στο Αγιον Ορος. Οσο κι αν ο ίδιος έχει ταυτιστεί για τους περισσότερους Ελληνες με τη Μάνη, χάρη βέβαια στο ομότιτλο βιβλίο του, αλλά και την εγκατάστασή του στην Καρδαμύλη, είναι πάμπολλες οι περιοχές της Ελλάδος που περιέγραψε και ανέλυσε με το κύρος του ποιητή και την εμβρίθεια του επιστήμονα.

Συνδυασμό που αξιοποίησε γράφοντας για φαινόμενα καθαρά εθνολογικού χαρακτήρα όπως είναι οι Σαρακατσάνηδες, η παράξενη σχέση των Κρητών με τους Τούρκους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μια περιήγηση, τέλος, της Ελλάδας σε σχέση με τους ήχους όπως τους αναδίνει η κάθε της πόλη και το κάθε της νησί. Δεν θυμόμαστε αυτή τη στιγμή ποιος έλληνας περιηγητής έχει χαρακτηρίσει τη Μάνη λόγω της γεωγραφικής της ιδιορρυθμίας και του ιδιόμορφου ήθους των κατοίκων της ως τόπο που θα τον παρομοίαζε εύστοχα κανείς με ένα νησί, απρόσβλητη καθώς παρέμεινε, ώς πριν από μερικά χρόνια ακόμη, από κάθε ξενική επίδραση ή έννοια εκπολιτισμού. Το πιστοποιεί με τον πιο παραστατικό τρόπο μια σελίδα από τον σεβαστό σε όγκο βιβλίο του Λι Φέρμορ «Μάνη».

«Στη Μέσα Μάνη, τα φαντάσματα τριγυρίζουνε την πιο ζεστή ώρα της μέρας το καλοκαίρι και το χειμώνα την πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας. Αν ο θνητός τους πρόγονος έχει σκοτωθεί από έναν εχθρό ικετεύουνε θρηνώντας για εκδίκηση. Τα φαντάσματα του καλοκαιριού συχνάζουνε στα νεκροταφεία, στις ερειπωμένες εκκλησιές και τα σταυροδρόμια. Οι Μανιάτες έχουνε μια έμμονη ιδέα για το θάνατο που μοιάζει πολύ με τις μεξικάνικες δοξασίες. Iσως το φλογερό φως, ο γυμνωμένος βράχος και οι κάκτοι να ξυπνούνε τις ίδιες παραστάσεις και στους δυο τόπους. Οι σκοτεινές παραδόσεις της περιοχής αυτής συνεχίστηκαν ανεμπόδιστες για αιώνες. Υπάρχουν όμως και άλλες παραδόσεις. Από παλιά, η χαρά για τη γέννηση ενός γιου ταν μεγάλη –ένα άλλο τουφέκι για την οικογένεια». Πραγματικά, τα σερνικά παιδιά τα αναφέρουν σαν «τουφέκια» –και μετά την εμφάνιση του πρωτότοκου γιου κάθε επισκέπτης, φέρνοντας ένα δώρο, ρίχνει έναν πυροβολισμό, πριν μπει, με την ευχή να ζήσει ο νιοφερμένος και να ανοίξει τον δρόμο στους άλλους».

Μοιάζει σχεδόν ειδυλλιακή η εικόνα αυτή της Μέσα Μάνης, όταν διαβάσουμε τον ιστορικό της Νικήτα Νηφάκο, που περιγράφει την κατάσταση της γυναίκας στην περιοχή αυτή προς τα τέλη του 18ου αιώνα, με τα παρακάτω λόγια: «Γυναίκες σπέρνουν και θερίζουν, γυναίκες αλωνίζουν με τα πόδια τους γυμνά, γυναίκες κουβαλάνε στη ράχη τους το γέννημα. Τα χέρια τους και τα πόδια τους είναι ξεροσκασμένα. Τη νύχτα γυρίζουν το χερόμυλο, αλέθουν το κριθάρι και μοιρολογούν. Το ταχύ μισόγυμνες βγαίνουν με τα κοφίνια, τρέχουνε στους λάκκους όπου τα ζώα πίνουν νερό, μαζεύουνε τις κοπριές, τις ζυμώνουνε, τις πλάθουνε «βοϊδοκούτσουρα», και στον ήλιο τις απλώνουν κι άμα ξεραθούν, τις πάνε σπίτι τους, για να ‘χουν να ψήνουν το χυλό τους».

Γνωρίζοντας ότι οι περιγραφές αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, εδώ και πολλά χρόνια, μπορούμε να πιθανολογήσουμε πως όσο ισχύανε λειτουργήσανε ως μαγνήτης ώστε η Μάνη να αποτελέσει πόλο έλξης και για τους επιστήμονες και για τους περιηγητές. Αν ο καθηγητής στην Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού Αντρέ Μιραμπέλ δημοσίευσε μια εκτενέστατη μελέτη το 1929 με τον τίτλο «Etude descriptive du parler maniate meridionale», πολύ πιο πίσω, στον 18ο αιώνα, μας πηγαίνει ο άγγλος περιηγητής Jonh Sawrey Morritt. Αν και είχε μόλις αποφοιτήσει από το Κέιμπριτζ και ήταν 22 μόλις χρόνων, είχε βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Παρότι φιλότουρκος, καθώς κάνει διαρκώς λόγο για τις περιποιήσεις που του πρόσφεραν οι τούρκοι αγάδες στην Πελοπόννησο, συνέθεσε ένα συναρπαστικό χρονικό σε σχέση με την περιήγησή του στις απρόσιτες περιοχές της Μάνης.

Αν και τον είχανε ειδοποιήσει στη Λιβαδειά και στο Ναύπλιο ότι όποιος μπαίνει στη Μάνη δεν ξαναβγαίνει, ο ίδιος παρατηρεί πως «ο μόνος κίνδυνος να μην ξαναβγεί κανείς από την Μάνη προέρχεται από την θερμή φιλοξενία και την καλοσύνη των κατοίκων της». Αν χρειάζεται συχνά ένα ξένο μάτι για να διακρίνουμε πιο καθαρά τη δική μας πραγματικότητα, τότε δεν έχουμε παρά να παραβάλουμε το κείμενο του Νηφάκου με το κείμενο του Μόριτ που γράφει ότι του προκάλεσαν εντύπωση οι προοδευτικές αντιλήψεις στις σχέσεις των δύο φύλων στη Μάνη. «Οι γυναίκες τους και οι κόρες τους δεν είναι κατάκλειστες και σε κατάσταση δουλείας. Κληρονομούν την περιουσία του πατέρα σε περίπτωση που δεν υπάρχει αρσενικός απόγονος και αναλαμβάνουν υπεύθυνα την ανατροφή των παιδιών. Σε περίπτωση πολέμου συμμετέχουν στους κινδύνους της μάχης».