Μια γυναίκα μόνη μέσα στο πλήθος. Η Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι σε ένα εξώφυλλο βιβλίου. Και ένα μουσικό θέμα του Βιβάλντι.

Ενας παχουλός κύριος περπατούσε μια Κυριακή απόγευμα του 1963, στο φόντο μιας παρέλασης, στη Νέα Υόρκη (πλημμυρισμένη από κόσμο η 5η Λεωφόρος) και συνδυάζοντας μέσα του τα παραπάνω – «σε έναν συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων», όπως αργότερα θα εξομολογηθεί ο ίδιος – τα μετέπλασε σε έναν από τα πιο εμπνευσμένους δίσκους της νεότερης Ιστορίας: Στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας».

Ο κύριος του παραπάνω, σχεδόν κινηματογραφικού, πλάνου δεν ήταν άλλος από τον Μάνο Χατζιδάκι. Οπως δε ο ίδιος εξομολογείται στο σημείωμα του δίσκου: «…Συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που τη σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά. Εμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω, την έχασα από τα μάτια μου. Ετρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στον δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες ημέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου».

Σύμφωνα με τα στοιχεία από την εξαίρετη μονογραφία «Μάνος Χατζιδάκις και λαϊκή μουσική παράδοση» (εκδ. Εμπειρία) της Ρενάτας Δαλιανούδη, ο κύκλος των τραγουδιών έχει τη δική του ιστορία, πριν ακόμη από εκείνη τη φθινοπωρινή ημέρα που ο Χατζιδάκις αποκρυστάλλωσε μέσα του τη μορφή τους.

Το έργο, λοιπόν, με τίτλο «10 τραγούδια για ορχήστρα στο ίδιο κλίμα», προοριζόταν για τη φωνή της Jacqueline Daneau, γράφηκε στο Παρίσι το 1962 αλλά ηχογραφήθηκε στην Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 1965 ως ορχηστρικό, και μάλιστα σε παραγωγή του μεγάλου Κουίνσι Τζόουνς.

Σύμφωνα με τον Δημήτρη Λέκκα, ο δίσκος κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ από τη Fontana με 12 ορχηστρικά μέρη, με τίτλο «Gioconda’s Smile», ενώ το 1965 εκδόθηκε στην Ελλάδα με τίτλο «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» και υπότιτλο «10 τραγούδια για ορχήστρα». Τα δύο κομμάτια που είχαν αφαιρεθεί ήταν τα «Le Soldat» («Ο στρατιώτης») και «Les Athletes» («Οι αθλητές») ενώ πολύ αργότερα (το 1987) γράφηκαν και ελληνικοί στίχοι από τον ίδιο τον Χατζιδάκι για το τραγούδι «Χορός με τη σκιά μου» και παρουσιάστηκε στο Zoom με τη Δήμητρα Γαλάνη. Επίσης, υπάρχουν στίχοι και για το τραγούδι «Προσωπογραφία της μητέρας μου».

Και αν το ταξίδι του δίσκου συνεχίζεται μέσα στα χρόνια με δημοφιλία (υπολογίστε ότι τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του είχαν πουληθεί 500.000 δίσκοι παγκοσμίως ενώ μέχρι σήμερα υπολογίζονται να έχουν διατεθεί 3 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο), απόψε είναι η σειρά της Καμεράτας – Ορχήστρας Φίλων της Μουσικής να παρουσιάσει το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και μάλιστα σε μουσική διεύθυνση του διακεκριμένου μαέστρου (και καλλιτεχνικού διευθυντή της) Γιώργου Πέτρου.

Εδώ σημειώστε ότι η ηθοποιός Ολια Λαζαρίδου θα «ζωντανέψει», εκείνη την απόκοσμή, μοναχική γυναίκα της Νέας Υόρκης που ενέπνευσε τον Χατζιδάκι, μέσα από τα κείμενα του ίδιου του συνθέτη. Και επίσης, στο πρώτο μέρος θα παιχτεί Βιβάλντι με όργανα εποχής, σε μια απευθείας αναφορά στην επιρροή του κλασικού δημιουργού στο χατζιδακικό έργο της «Τζοκόντας».

«Συνδυάζουμε την αγάπη μας για δύο μεγάλα έργα. Το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» είναι προσιτό, ευχάριστο, είναι σε όλους οικείο και παιδική μνήμη. Και κάτι ακόμη: αναδίδει ένα έντονο ελληνικό άρωμα ενώ είναι και διεθνές. Ο Χατζιδάκις εδώ, χωρίς να χρησιμοποιεί στις τεχνικές του ακριβώς ελληνικά στοιχεία ή δικούς μας μουσικούς δρόμους, καταφέρνει να δώσει μια έντονη ελληνικότητα. Απόψε θα μπούμε στο κλίμα για τη μοναχική γυναίκα που ενέπνευσε τον Χατζιδάκι, από αναγνώσεις της Ολιας Λαζαρίδου. Επίσης, θα παίξουμε το «Χαμόγελο» με σύγχρονα έργα και με εποχής, αυτά του Βιβάλντι. Να σημειώσω κάτι τέλος: Τα δύο έργα έχουν μια κάποια συνάφεια. Ο Χατζιδάκις στην «Τζοκόντα» χρησιμοποιεί τσέμπαλο αλλά και κιθάρα. Επίσης, αν και η ενορχήστρωσή του λειτουργεί σύγχρονα, θα προσπαθήσουμε από τη μεριά μας να πετύχουμε φυσικό ήχο», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου.

Και είναι όντως έτσι. Η αίσθηση της ροής του έργου, η παρουσία του τσέμπαλου σε πολλά μέρη που προσδίδει μια κλασική χροιά (και όχι μπαρόκ), όργανα και ήχοι της καθαρόαιμης τζαζ (κάτι που συγκίνησε και παρότρυνε ο ίδιος ο Κουίνσι Τζόουνς) όπως βαϊμπράφωνο ή – θυμηθείτε – το σαξόφωνο στο «Ο κ. Νολλ», ενώ το ξεχωριστό κείμενο (υψηλής ποίησης κατά τη γνώμη μας) του ίδιου του Χατζιδάκι που συνοδεύει το κάθε τραγούδι αποκρυπτογραφεί την κάθε φορά συνθήκη γένεσης ή αποτελεί τον «φακό» για να καταδυθούμε στο χατζιδακικό «εργαστήρι». Ενα δείγμα μόνον ως υπενθύμιση από το κομμάτι «Οι δολοφόνοι»: «Αυτόματα γύρω μου αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν, μου ρίχνανε ματιές που με κορόιδευαν, μου τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν’ τα ρούχα μου, περνούσανε βελόνες στο κορμί μου, έτρεχα να γλιτώσω, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι».

Πέντε στιγμές από έναν δίσκο

«Οταν έρχονται τα σύννεφα»: Το πρώτο κομμάτι του κύκλου που μας εισάγει στο «πνεύμα».

«Τα σύννεφα πυκνά πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου σ’ έναν αβέβαιο κόσμο. Ας μπορούσα να τα σταματήσω… Ας μπορούσα να διαφύγω μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού», είναι ένα απόσπασμα από τα λόγια του ίδιου του Χατζιδάκι που συνοδεύουν τον δίσκο.
«Κοντέσα Εστερχάζυ»: «Απ’ το ανοιχτό παράθυρό μου κοιτάζω τα σύννεφα και πέφτουν στάλες χωρίς να καταλάβω αν είναι απ’ τα μάτια μου ή από τον ουρανό στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό της παράθυρο η κοντέσα Εστερχάζυ. Ο γιος της κοντέσας, μαθητής που διάβαζε στο παραθύρι, είδε τις στάλες, γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του ‘δειξε τα σκυθρωπά πορτρέτα των προγόνων του θυμίζοντας του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό».
«Ο κ. Νολλ»: «Η κάρτα είχε τυπωμένες δύο μόνο λέξεις: Νολλ, ο Θάνατος», καταλήγει εδώ το ποιητικό κείμενο του Χατζιδάκι για ένα κομμάτι που το σόλο σαξόφωνο είναι κάτι παραπάνω από καταλυτικό.

«Οι Δολοφόνοι»: «Αυτόματα γύρω μου αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν, μου ρίχνανε ματιές που με κορόιδευαν, μου τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν τα ρούχα μου, περνούσανε βελόνες στο κορμί μου, έτρεχα να γλιτώσω, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι». Η μουσική σου δίνει την εντύπωση ότι «ντύνει» τον άνθρωπο που κυνηγιέται μέχρι το 0:54, αφού μετά μαλακώνει με ιδιοφυή τρόπο.

«Χορός με τη σκιά μου»: «Γιατί ποτέ κανείς δεν θα γνωρίσει αν ήρθα, αν έφυγα και αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους», γράφει ο Μάνος για ένα (τζαζ) μουσικό θέμα που έγινε τραγούδι το 1987. Παρουσιάστηκε στο Zoom με τη Δήμητρα Γαλάνη.

Και από παντού απόψε στο Μέγαρο θα ξεφυτρώσουν εικόνες και ήχοι, επιβεβαιώνοντας ότι ένα έργο μπορεί ταυτόχρονα να είναι επίκαιρο στην εποχή του, βραδύκαυστο στη λειτουργία του, διαχρονικό και μελλοντικό.