Θανάσης Σούλης (Κίνλεϊ). Άφησε για κληρονομιά το ταλέντο του, το σθένος και

το ήθος του. Στέλεχος της ομάδας-θρύλος (1952-59)

O θάνατος του Θανάση Σούλη ή Κίνλεϊ, ενός από τους πιο σπουδαίους Έλληνες

ποδοσφαιριστές της μεταπολεμικής περιόδου, φέρνει στην επιφάνεια (και στη

σκέψη των παλαιοτέρων) μοναδικές στιγμές και συγκλονιστικά γεγονότα από τη

χρυσή εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Θανάσης Σούλης μπορεί να έφυγε για

πάντα από τη ζωή, αλλά η ποδοσφαιρική του προσωπικότητα, η οντότητά του ως

πρότυπο αθλητή και το ήθος του, ασφαλώς θα πρέπει να αποτελέσουν πρότυπο για

διδαχή στις νεώτερες ποδοσφαιρικές γενιές.

Ο Θανάσης Σούλης είχε γεννηθεί στον Κορυδαλλό το 1928. H ποδοσφαιρική του

πορεία αρχίζει προς τα τέλη της Κατοχής, από τις αλάνες του Κορυδαλλού.

Επίσημα ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του πορεία από την αναπληρωματική ομάδα της

Προοδευτικής το 1947. Ήταν ο συμπαθής σύλλογος απ’ όπου είχε ξεκινήσει και ο

μεγάλος θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο αξέχαστος Ανδρέας Μουράτης που

έγραψε ιστορία στον Ολυμπιακό.

Ο Σούλης αφού αγωνίστηκε στην ενδεκάδα της Προοδευτικής επί τέσσερα χρόνια, ως

επιθετικός και χαφ, το καλοκαίρι του 1951 πήρε μεταγραφή για τον Ολυμπιακό,

πραγματοποιώντας έτσι το όνειρο της ζωής του, να φορέσει την ερυθρόλευκη

φανέλα.

Τον πρώτο χρόνο έπαιξε στη θέση του χαφ, γιατί κεντρικός οπισθοφύλακας

αγωνιζόταν ο Μάκης Γερμενής, ο οποίος έναν χρόνο αργότερα μεταγράφηκε στην

Προοδευτική και κάλυψε αυτός το κενό του Σούλη, που εν τω μεταξύ είχε πάει

στον Ολυμπιακό.

Θανάσης Σούλης (Κίνλεϊ). Ιούνιος 1959: Πάνω στη βέσπα του κρατά το κύπελλο

του πρωταθλήματος Ελλάδας, που είχε κατακτήσει – τότε – για 6η συνεχή φορά ο Ολυμπιακός

H εξέλιξη του Θανάση Σούλη στην κεντρική ενδεκάδα του Ολυμπιακού ήταν ραγδαία.

Σταθεροποιήθηκε στη θέση του κεντρικού οπισθοφύλακα, έχοντας δεξιά του τον

Ηλία Ρωσσίδη και αριστερά του τον κολοσσό Ανδρέα Μουράτη, ενώ μπροστά του

δέσποζαν οι μορφές του Θανάση Μπέμπη, του Μπάμπη Κοτρίδη και του Γιάννη

Ιωάννου. Τερματοφύλακες ήταν ο Στέλιος Κουρουκλάτος, ο Κώστας Καραπάτης και

αργότερα ο Σάββας Θεοδωρίδης, ενώ η εκπληκτική πεντάδα αποτελείτο από τους

έξοχους, Μουστακλή, Κοκκινάκη, Υφαντή, Δαρίβα, Δρόσο, Καρπαθάκη, Κάνσα,

Καραφουλίδη και αργότερα τον Κώστα Πολυχρονίου και τους Ψύχο, Γκαβέτσο,

Ποσειδώνα και Κώστα Παπάζογλου μέχρι και τον Γιώργο Σιδέρη.

Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παρουσία και η μεγίστη προσφορά του Θανάση Σούλη

στον Ολυμπιακό, συνδέθηκε με την ομάδα – θρύλο 1952-59 με τις κατακτήσεις έξι

συνεχών πρωταθλημάτων, πέντε Κυπέλλων Ελλάδας, επτά πρωταθλημάτων Πειραιώς. Ο

Σούλης και οι προαναφερθέντες συμπαίκτες του είχαν αντικαταστήσει την

προηγούμενη γενιά (Λούβαρης, Πολίτης, Μινάρδος, Γκιόκας, N. Βασιλείου,

Αποστολόπουλος, Μαλεύρης κ.ά.).

Ο Θανάσης Σούλης διέθετε και τα δύο πόδια, άριστη κεφαλιά, είχε άλμα, δύναμη

και τέχνη, αλλά αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν το σθένος του. Ήταν παίκτης

ψυχής, δηλαδή αυτό που διέθεταν όλοι οι συμπαίκτες του, που αποτελούσαν την

ομάδα-θρύλο, των αδελφών Γιάννη και Βαγγέλη Χέλμη, του Ντραγίσεβιτς, του

θρυλικού Κέμεον Τίμπορ, του Βάλλε.

Παράλληλα με τον Ολυμπιακό ο Θανάσης Σούλης υπήρξε πρότυπο ταλέντο και γνώσης

αφού φόρεσε επτά φορές τη φανέλα Νο 5 της Εθνικής (1952-1957). Μαζί με τους

συμπαίκτες του στον Ολυμπιακό, ο Σούλης σήκωσε έξι φορές το κύπελλο του

πρωταθλητή και επτά φορές το Κύπελλο Ελλάδας. Από το 1960, που αποχώρησε από

την ενεργό δράση, διακρίθηκε ως προπονητής. Στον Ολυμπιακό, την Προοδευτική

καθώς και το Αιγάλεω, τον Παναιγιάλειο, τον Ατρόμητο, τη Λαμία, την Καλαμάτα,

τον Πέλοπα Κιάτου.

Ο Θανάσης Σούλης σε όλη τη ζωή υπήρξε βαθιά κοινωνικός χαρακτήρας και ήταν

γλεντζές. Του άρεσε το λαϊκό τραγούδι και στις συντροφιές του σε ταβέρνες και

στο στέκι του, το περίφημο «Στέκι του Σούλη» στο Μεταξουργείο, διακρινόταν για

τις φωνητικές του ικανότητες.