Εγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου αφιερωμένη στον Πίντερ πως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ο τελευταίος έως σήμερα κρίκος μιας έξοχης βουνοκορφής του παγκοσμίου θεάτρου, με προκατόχους τον Ευριπίδη, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλο.

Στο σημερινό μου άρθρο θα ασχοληθώ με άλλα δύο από τα έξοχα δείγματα ενός θεατρικού μάστορα που κάθε φορά τα έργα του μας αιφνιδιάζουν, ενώ αντλούν από γεγονότα, πληγές, αδιέξοδα, αμαρτίες και ηρωικές εξόδους από την παγίδα που ονομάζουμε πολιτισμό, κοινωνικό συμβόλαιο, ηθικό κώδικα συμπεριφοράς.

«Προδοσία»

Το 1981, με αφορμή την παράσταση της «Προδοσίας» στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν, με πρωταγωνιστές τη Ρένη Πιττακή, τον Μίμη Κουγιουμτζή και τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο, έγραφα στο κριτικό μου σημείωμα στο «ΒΗΜΑ»: «Στην «Προδοσία» ο Πίντερ μάς παρουσιάζει μια παρτίδα σκακιού τρεις – τέσσερις κινήσεις πριν απ’ το ματ. Αντί να μας προβληματίσει πάνω στις πιθανές κινήσεις που θα οδηγήσουν στο φινάλε, αναζητεί τους λόγους, όχι πάντα τους αυστηρά λογικούς, που οδήγησαν το παιχνίδι στη δοσμένη κίνηση. Επειδή οι παίκτες είναι τρεις, οι πιθανοί συνδυασμοί που προκάλεσαν την εμπλοκή πολλαπλασιάζονται. Αν λάβουμε υπόψη μας πως τους τρεις παίκτες επηρεάζουν άλλα δύο πρόσωπα, η γυναίκα του εραστή, ένας κοινός φίλος των δύο ανδρών και το παιδί του ενός ζεύγους, που δεν έχουν υπόσταση θεατρική, αλλά η παρουσία τους στις προθέσεις των παικτών καθορίζει τη συμπεριφορά καθενός ή και όλων μαζί, θα διαπιστώσουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα πλέγμα πιθανοτήτων τέτοιο, ώστε την ευθύνη των κινήσεων να μην είναι δυνατόν να την επωμισθεί κανείς προσωπικά.

Στην τελευταία σκηνή του έργου, που δείχνεται η αρχή του παιχνιδιού, τη ζαριά, την πρώτη κίνηση για το ξεκίνημα, τη δίνει ένας μεθυσμένος. Αυτό σημαίνει ή πως η αφετηρία ήταν ανεύθυνη, ακόμη και τυχαία ή πράξη απελευθέρωσης από τη μεριά ενός καταπιεσμένου από την τρέχουσα ηθική ατόμου. Η σημασία αυτής της κίνησης παίρνει νόημα από το τέλος. Η φθορά των δεσμών, πράγμα δεδομένο, είναι ανεξάρτητη από τα αίτια που την προκάλεσαν. Κάθε σχέση είναι μια προδοσία και ο προδότης είναι ο χρόνος. Ο θάνατος των όντων είναι το μόνο βέβαιο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, το αιτιώδες ή το αναίτιο του πρώτου κινούντος.

Ειπώθηκε πως ο Πίντερ, και ιδιαίτερα στην «Προδοσία», γράφει ηθογραφία. Η ηθογραφία είναι είδος του ορθολογιστικού θεάτρου. Παράγει τα ήθη από τις θεατές αιτίες τους. Ο Πίντερ καταγράφει συμπτώματα, τυχαίες διασταυρώσεις, συμβάντα καθημερινά που δεν είναι, όμως, για τον καθένα συνηθισμένα. Συμβαίνουν σε πολλούς, αλλά δεν συμβαίνουν έτσι στον καθένα. Το μόνο κοινό τους στοιχείο είναι η βέβαιη κατάληξή τους, η φθορά, η διακοπή, η λύση της συνέχειας. Η φορά τους είναι σχεδόν ευθύγραμμη, η γλώσσα τους ευανάγνωστη, η πορεία τους απρόσκοπτη. Δίνουν την εντύπωση της συνοχής, όμως κάπου αλλάζουν ποιότητα, κάνουν ένα άλμα και αρχίζει η αποδιοργάνωση. Στην «Προδοσία» του Πίντερ η ανάστροφη πορεία μέσα στον χρόνο αποδεικνύει πως η φθορά, η προδοσία, είναι εγγενής μέσα σε κάθε ανθρώπινη σχέση, υπάρχει δυνάμει πριν ακόμη συλληφθεί η ιδέα. Ολα τα πρόσωπα του έργου, θεατά και αθέατα, έχουν προδώσει εαυτούς και αλλήλους και έχουν από όλους προδοθεί. Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω οικείους πια όρους: οι τρεις «ήρωες» του Πίντερ είναι σαν ρημαγμένα από σεισμική δόνηση σπίτια που πρόδωσαν τους ενοίκους που τα κατοικούσαν και που δεν ξέρουν πού οφείλεται η κατάρρευσή τους. Τους πρόδωσαν οι τεχνικοί που νόθευσαν τα υλικά, το έδαφος, πάνω στο οποίο θεμελιώθηκαν ή η ενέργεια που εκλύθηκε από τη σεισμογενή εστία που και αυτή είχε σχέση με την απόσταση ή τη μετατόπιση του κέντρου. Οχι, ο Πίντερ εδώ δεν κάνει ηθογραφία, γράφει για το τραγικό αδιέξοδο του καθενός κάθε μέρα».

«Ο Επιστάτης»

Το 1982 στο Θέατρο Αλάμπρα η «Νέα Ελληνική Σκηνή» του Θύμιου Καρακατσάνη παρουσιάζει τον «Επιστάτη» του Πίντερ, σε σκηνοθεσία του Κώστα Μπάκα, με τον ίδιο τον Καρακατσάνη στον ρόλο του Επιστάτη και άξιους συμπρωταγωνιστές τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Τάκη Χρυσικάκο. Σημείωνα στην κριτική μου στα «ΝΕΑ»: «Ο «Επιστάτης», έργο το 1959, μ’ όλες τις μικρές ρυτίδες που ανακαλύπτει κανείς σήμερα και σε σύγκριση με τα ωριμότερα έργα του, είναι ένα τυπικό δείγμα της πιντερικής δραματουργίας. Το βασικό μοτίβο της δραματουργίας αυτής είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, φαινόμενες μέσα στο πεδίο της ανθρώπινης κατάστασης. Δηλαδή, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, «λόγοι περί ηθικής». Ας μην ξεχνάμε πως το «ήθος» σήμαινε κάποτε «διαμονή, ενδιαίτημα – τόπον», αργότερα «τρόπον» σε σχέση με τον τόπο. Η ηθική είναι ΣΥΝΘΗΚΗ βίου, μελέτη της ΣΥΝ-ΗΘΕΙΑΣ.

Ο Πίντερ ακροάζεται και θεάται το σύν-ηθες του καιρού του και του τόπου του. Ο άνθρωπος ΕΙΝΑΙ οι σχέσεις του με τον τόπο, τη μνήμη κια τον πλησίον του. Είναι ΠΡΟΪΟΝ μιας ορισμένης και συγκεκριμένης

ΣΥΝ-ΘΗΚΗΣ. Η ανθρώπινη κατάσταση φαίνεται μόνο από τη γλώσσα. Ο άνθρωπος σχετίζεται με τη γλώσσα, η γλώσσα είναι ο άνθρωπος και το ήθος του, ο τρόπος που σημαίνεται με τη γλώσσα. Ο Πίντερ μελετά την ανθρώπινη κατάσταση μέσα από τη γλώσσα. Ο,τι δεν κωδικοποιείται γλωσσικά, ό,τι είναι άρρητο, δεν έχει ήθος, το ά-ηθες ανήκει στη σιωπή. Αρα η σιωπή είναι μη – σχέση. Οι άνθρωποι του Πίντερ φλυαρούν ή σωπαίνουν. Φλυαρία και σιωπή είναι οι δύο ρητορικοί άξονες του Πίντερ.

Αντίθετα με τον κλασικό ορισμό, στον άγγλο δραματουργό η ρητορική είναι τέχνη της ΜΗ ΠΕΙΘΟΥΣ. Κανείς δεν πείθει, ρητορεύοντας, γιατί κανείς δεν ΠΙΣΤΕΥΕΙ. Η πίστη είναι προϋπόθεση της πειθούς. Ηθική χωρίς πίστη στο σύν-ηθες είναι έλλειψη εμπιστοσύνης στον τόπο αναφοράς. Οι άνθρωποι του Πίντερ δεν έχουν πού, άρα δεν έχουν και πώς και κατά συνέπεια πότε. Δεν έχουν ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Για να θυμηθούμε τον Εμπεδοκλή «ζουν» σε μια ΑΣΥΝΗΘΕΙΑ τόπου, «φυγάδες θεόθεν και αλήτες». Εχουν, όμως, μνήμη, προσπαθούν με τη γλώσσα της ανάμνησης να ανιχνεύσουν ένα παρελθόν, από κάπου έρχονται, κάπου αλλού κάτι συνέβη και ΕΞΕΠΕΣΑΝ, περιπλανήθηκαν, χάθηκαν. Είναι αναζητητές του χαμένου προσώπου.

Στον «Επιστάτη» αυτές οι σχέσεις είναι ξεκάθαρες και ισχύουν για περισσότερες από μία αναγνώσεις. Τα τρία ασχημάτιστα πρόσωπα είναι άλλα από αυτό που δηλώνουν ή θέλουν να γίνουν άλλο από αυτό που είναι. Η σχέση τους βρίσκεται σε συνεχή επαναπροσδιορισμό, γιατί οι ίδιοι βρίσκονται σε διαρκή διαθεσιμότητα. Αυτή η διαθεσιμότητα συγκροτεί το ύφος του έργου που συνεχώς μεταλλάσσεται από το τραγικό στο κωμικό. Το σπουδαίο μεταπίπτει σε φαύλο και αντίστροφα και τούτο το στοιχείο θεμελιώνει την ακροβασία της υπάρξεως.

Εχουμε να κάνουμε με τη συμβίωση, την υποχρεωτική, τριών ανθρώπων που αισθάνονται εξόριστοι και αποδιοπομπαίοι. Προσπαθούν, ο καθένας χωριστά και ερήμην των άλλων, να οργανώσουν τον χώρο τους, να διακοσμήσουν το χάος, να κρατηθούν από τα πράγματα και να απεμπολήσουν το ενδιαίτημά τους. Και προσκρούουν ο ένας στου άλλου τον «κόσμον»».

Θα συνεχίσω με κάποια από τα μονόπρακτα του Πίντερ και το πολύ ενδιαφέρον έργο του «Το Φεγγαρόφωτο».