Στο δημοσιονομικό τερέν έχει μπει με ορμή φέτος η κυβέρνηση έχοντας αρκετά δύσκολους αντιπάλους όπως το χτίσιμο πλεονασμάτων και το τέρας των φυσικών καταστροφών. Επόπτες της «μάχης» είναι οι οίκοι αξιολόγησης, οι ξένες αγορές και διαιτητές είναι Κομισιόν και Βρυξέλλες και το Μαξίμου έχει μπροστά του το κόστος στήριξης των πληγέντων, την αποκατάσταση των ζημιών και να μετρηθεί η ζημιά σε παραγωγή και τουρισμό ενώ συνέπειες θα έχουν τα φορολογικά έσοδα, καθώς οι πληρωμές φόρων ανεστάλησαν για τους φορολογουμένους των πληγεισών περιοχών.

Οι τραγικές εξελίξεις με τις πυρκαγιές έχουν επισκιάσει τις κυβερνητικές διαβουλεύσεις για τη ΔΕΘ, αν και στα επιτελείο έχουν βάλει μπροστά κάποιες πρώτες σκέψεις για τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες, οι οποίες θα έχουν πρωτίστως «μεταρρυθμιστικό καλάθι». Αυτό θα συνοδεύεται από ένα περίγραμμα στόχων για αυξήσεις εισοδημάτων σε βάθος χρόνου και σε μέτρα στήριξης για τους ευάλωτους έναντι της ακρίβειας. Τα «κρυφά» μηνύματα, πίσω από τις κυβερνητικές διαρροές για τις μαζεμένες παροχές, κατά τη φετινή «ΔΕΘιάδα», έχουν αποστολέα κυρίως τους «έξω», δηλαδή τους ξένους αξιολογητές. Καλές πληροφορημένες πηγές μεταφέρουν στα «ΝΕΑ» ένα κλίμα αισιόδοξο σχετικά με το φθινοπωρινό ραντεβού των οίκων αξιολόγησης, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν επιθυμείται να χαλάσει. Αναγκαία είναι η ανάγκη πρόσθετων δαπανών λόγω πυρκαγιών και απαιτούνται νέοι πόροι για τη συνέχεια των έκτακτων κονδυλίων.

Ολα, λοιπόν, όσα έξτρα μπορεί να ληφθούν για το 2023 ή για το 2024 θα εξαρτηθούν από την τελική πορεία των φοροειπράξεων και η κυβέρνηση θα ανοίξει όλα τα χαρτιά της για μετά τον Οκτώβριο. Αναμένει τον έλεγχο της Κομισιόν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, τις αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης και φυσικά τα τελικά στοιχεία για τα έσοδα και την πορεία του ΑΕΠ στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το 2023 φαίνεται να κλείνει μεν με πλεόνασμα άνω των προβλέψεων, κοντά το 1,5% (από 1, 1%), όμως για το 2024 η ευρωζώνη και η Ελλάδα σφίγγει το ζωνάρι με στόχο το περίπου 2,6%.

Οι στόχοι φέτος είναι κατ’ αρχάς η ακρίβεια και ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και οι προκλήσεις, για τις οποίες αναφέρουν οι ξένοι οίκοι, όπως είναι η μέτρια μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της τάξης του 1%. Οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι είναι σημαντικές σε αυτό το μέτωπο, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας. Ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμά ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Αυτό είναι τριπλάσιο από το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας σήμερα.

Ο χορός των αξιολογήσεων

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην επενδυτική βαθμίδα και καταρχάς στον οίκο DBRS ο οποίος οποία ξεκινά το χορό των αξιολογήσεων. Το βλέμμα έχει εστιάσει στην επενδυτική βαθμίδα και στο δώρο προς την κυβέρνηση που μπορεί να δώσει η καναδική εταιρεία στις 8 Σεπτεμβρίου. Αυτή τη στιγμή δίνει βαθμολογία BB (High) – μία κλίμακα μακριά από το «investment grade» και έτσι εν μέσω ΔΕΘ μπορεί η Ελλάδα να ξαναμπεί στην επενδυτική ελίτ. Οι προοπτικές χαρακτηρίζονται μεν ως σταθερές, κάτι που θεωρητικά θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο για να δώσει την επενδυτική βαθμίδα.

Οσοι ποντάρουν στον καναδικό οίκο είναι διότι η Ελλάδα δείχνει να πληροί ήδη τα κριτήρια που έχει θέσει η DBRS με αποτέλεσμα να μη διστάζει να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο. Μετά τη ΔΕΘ ραντεβού έχει δώσει ο S&P, στις 20 Οκτωβρίου, ο οποίος συγκεντρώνει και τα περισσότερα στοιχήματα για την επενδυτική βαθμίδα. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Moody’s αναμένεται να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο χωρίς να δώσει την επενδυτική βαθμίδα καθώς είναι ο μόνος οίκος που η αξιολόγησή του απέχει τρεις βαθμίδες.

Οι στόχοι του 2024

Η κυβέρνηση βγάζει τα τεφτέρια για να μετρήσει το κόστος από τις καταστροφικές φωτιές φέτος και όσα τελικά θα «αφήσει» περίσσευμα η οικονομία, ούτως ώστε να τα επιστρέψει στην κοινωνία. Εν μέσω πρωθυπουργικών εξαγγελιών από τη ΔΕΘ, οι εκπρόσωποι των Θεσμών αναμένεται να βρεθούν στην Ελλάδα με στόχο να κλείσουν τα ζητήματα που θα αφορούν τον προϋπολογισμό του 2024 και τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.

Στο επίκεντρο μπαίνουν τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση, τα οποία πρέπει να ακολουθήσουν το νέο σύμφωνο σταθερότητας. Στο κυρίως μενού θα είναι τα μέτρα στήριξης που θα υλοποιηθούν ως το τέλος του 2023 εν μέσω ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα αλλά και οι δημοσιονομικοί στόχοι μέχρι το 2027.

Από τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού προκύπτει πως ναι μεν υπάρχει καλύτερη απόδοση των φορολογικών εσόδων έως τον Ιούλιο, όμως αυτή υπολογίζεται δημοσιονομικά σε 874 εκατ. ευρώ και όχι 2,34 δισ. ευρώ που είναι η ταμειακή υπεραπόδοση. Τα ταμειακά διαθέσιμα αυτή τη στιγμή είναι σε πολύ καλό επίπεδο των 36 δισ. ευρώ, ωστόσο οι φωτιές βάζουν μπουρλότο στους σχεδιασμούς, οι οποίοι ήταν ήδη συγκρατημένοι, ενόψει των ευρωπαϊκών αξιολογήσεων και των πιο σφιχτών κανόνων για το 2024.

Η «λευκή τρύπα»

Τα τεχνικά κλιμάκια της Κομισιόν πιάνουν δουλειά τον Σεπτέμβριο και οι επικεφαλής αναμένονται στην Αθήνα κατά τις αρχές Οκτωβρίου, με αφορμή την αξιολόγηση στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου. Κεντρικός άξονας είναι οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 στην περιοχή του 1,5% του ΑΕΠ, το οποίο είναι υψηλότερο από το 1,1% του ΑΕΠ που προέβλεπε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Αυτή η «λευκή τρύπα», η οποία μπορεί να ξεπεράσει τα 600 – 700 εκατ. ευρώ θα ενισχύσει το οπλοστάσιο της κυβέρνησης για να χρηματοδοτήσει τα έκτακτα μέτρα για τη στήριξη οικονομικά ευάλωτων νοικοκυριών απέναντι στην ακρίβεια.

Η Ελλάδα εκτιμάται ότι από το 2024 μέχρι το 2027 θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση έχει θέσει βασικό στόχο η οικονομία να μπορεί να υπεραποδόσει τα επόμενα χρόνια με μέση ανάπτυξη στο 3%, ενώ ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος να μην αναλώνεται μόνο στην αποπληρωμή του χρέους, αλλά να μπορεί να μοιραστεί στην κοινωνία και έτσι να χρηματοδοτεί μέτρα. Βασικός άξονας των νέων μέτρων σε βάθος χρόνου είναι η αύξηση των εισοδημάτων, η ανάπτυξη, η μείωση της ανεργίας και έτσι να αυξηθεί η κοινωνική συνοχή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ