Yπάρχει μία σειρά που λέγεται «Silo». Οπως το λέμε και στα ελληνικά, το σιλό. Δυστοπική σειρά. Ο κόσμος έχει υποστεί τεράστια καταστροφή και οι επιζήσαντες ζουν σε ένα τεράστιο σιλό, μέσα στο οποίο λειτουργεί μία πόλη δέκα χιλιάδων κατοίκων. Κανένας τους δεν γνωρίζει για ποιο λόγο βρίσκονται εκεί μέσα. Οι πρόγονοί τους μπήκαν πριν από 140 χρόνια και όλα τα αρχεία καταστράφηκαν, δεν απέμεινε ίχνος μνήμης. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο γιατί θα με εγκαλέσετε για σπόιλερ.

Αυτές τις μέρες είναι σαν να ζούμε στο πρόπλασμα της σειράς. Σε ένα σιλό που έχει κατασκευάσει ο καθένας για τον εαυτό του. Ξυπνάς στο κλιματιζόμενο υπνοδωμάτιό σου. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και ανοίγεις τον κλιματισμό και μάλιστα στη χαμηλότερη θερμοκρασία ώστε να επιταχυνθεί η ψύξη. Αν εργάζεσαι σε εσωτερικό χώρο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κλιματίζεται. Επιστρέφεις στο σπίτι και η πρώτη σου δουλειά είναι να πιάσεις το τηλεχειριστήριο του κλιματιστικού. Αυτό είναι. Ζεις σε σιλό. Διαθέτεις ένα ατομικό προστατευτικό κέλυφος που θα κρατήσει μακριά τη ζέστη. Ακόμα και αν έχεις λόγο να κυκλοφορήσεις έξω, δεν θέλεις να το κάνεις. Εκεί, άλλωστε, δεν βασίζονται και οι διαφημίσεις κλιματιστικών; «Μπορείς να έχεις τον καιρό που θέλεις μέσα στο ίδιο σου το σπίτι».

Ε, αν έχεις τον καιρό που θέλεις μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, σταδιακά αρχίζεις και παραιτείσαι από τον καιρό που βλέπεις έξω από το παράθυρο. Από ένα σημείο και μετά αποδέχεσαι τη δυστοπία ως προοπτική. Τουλάχιστον η τέχνη της μυθοπλασίας έχει προσέλθει εδώ και καιρό σε αυτήν την παραδοχή. Οτιδήποτε γυρίζεται με αναφορά στο μέλλον του πλανήτη, είναι κατά βάση δυστοπικό, διαχειρίζεται την καταστροφή ως βεβαιότητα. Και νομίζω ότι μέσα μας έχουμε παραιτηθεί και εμείς. Κάποτε οι πυρκαγιές μας σόκαραν. Τώρα τις αντιμετωπίζουμε περίπου ως πραγματικότητα που δεν αντιστρέφεται. Δεν μας εκπλήσσει που καίγονται τα δάση. Απορούμε πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα δάση για να καούν. Το δυστοπικό μέλλον δεν είναι μόνο στις οθόνες. Είναι και ακριβώς έξω από το παράθυρό μας.