Οι ειδήσεις για τις άθλιες συνθήκες σε γηροκομεία γίνονται γρήγορα μονόστηλο· κι όσα συμβαίνουν στα σπίτια τα ξέρουμε όλοι· τα έχουμε ζήσει με γονείς και συγγενείς: στις περισσότερες περιπτώσεις, η τέταρτη ηλικία είναι βάσανο για τους ίδιους τους υπερηλίκους -ήδη, ο όρος υπονοεί υπέρβαση, «υπερβολή»· λες και κάποιος το παρακάνει– και για το περιβάλλον τους. Κι όμως, στη χώρα μας, με τη βαριά χριστιανική Ορθοδοξία και τις προγονικές ιδέες περί δήθεν «ιερότητας» της ζωής, δεν θίγουμε καθόλου τα ζητήματα του αξιοπρεπούς τέλους της.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν με δανεισμένο χρόνο: η ιατρική και οι προκαταλήψεις γύρω από την υγεία, τη ζωή και τον θάνατο τούς φορτώνουν με πρόσθετα χρόνια κατά τα οποία χάνουν την αυτονομία τους και συχνά την ίδια την αξιοπρέπειά τους. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στις δυτικές χώρες -γύρω στο 50%- φτάνει σε πολύ προχωρημένη ηλικία, έχοντας ζήσει πάνω από δέκα χρόνια με σωματικές και διανοητικές αναπηρίες. Σε ποσοστό περίπου 30% φαίνεται ότι η ζωή παρατείνεται για 5-6 χρόνια μόνο και μόνο εξαιτίας της έντονα παρεμβατικής ιατρικής και της φαρμακευτικής αγωγής· και εξαιτίας του ότι οι ηλικιωμένοι και το περιβάλλον τους αγκιστρώνονται στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι τραγωδία· ένα σκάνδαλο που πρέπει και μπορεί να αναβληθεί, αν όχι να αποφευχθεί. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι ηλικιωμένοι περνούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους μαζί με «γυναίκες» που έρχονται από φτωχότερες χώρες για να βγάλουν τα προς το ζην φροντίζοντας ανήμπορους. Ο καθένας από μας μπορεί να αφηγηθεί πολεμικές ιστορίες σχετικές με τον θεσμό αυτών των «γυναικών» που έχουν εν μέρει απελευθερώσει κόρες, νύφες και αδελφές: έτσι κι αλλιώς, την πρακτική ευθύνη της φροντίδας ανελάμβαναν πάντοτε οι γυναίκες. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα.

Οι κοινωνίες μας υπερηφανεύονται για την παράταση της ζωής χωρίς να εμβαθύνουν στην ποιότητά της. Μας ενδιαφέρουν οι στατιστικές, όχι οι ανθρώπινες ζωές. Τι θα πει «προσδόκιμο 81 χρόνια» για την Ελλάδα; Ποια είναι η εικόνα της ζωής των Ελλήνων στην ένατη δεκαετία; Για να κατακτήσουμε το πολυπόθητο 100 (να τα εκατοστίσεις!) καταναλώνουμε τεράστια ποσά και πλήθος ανθρωποώρες: κρατάμε στη ζωή ανθρώπους που θα έπρεπε να φύγουν ήσυχα και, κατά προτίμηση, όρθιοι σαν τα δέντρα. Επιστρατεύουμε αποκλειστικές νοσοκόμες, οικιακούς βοηθούς, μια τερατώδη γκάμα φαρμάκων, ιατρικές εξετάσεις, τεχνολογία και υποδομές για να επιτύχουμε λίγα πρόσθετα χρόνια ζωής κατά τα οποία συνήθως οι ηλικιωμένοι υποφέρουν από την αδυσώπητη έκπτωση των ικανοτήτων τους, από τη μοναξιά του επιζώντος κι από το συναίσθημα ότι είναι βάρος για τους συγγενείς τους.

Αλλά, η υγεία δεν είναι σκοπός· είναι μέσον για την ευτυχία, είναι προϋπόθεση για όλα όσα θέλει να κάνει ο άνθρωπος. Η υγεία είναι «αγαθό», δεν είναι «αξία» – αξίες είναι η γενναιοδωρία, το θάρρος, η δικαιοσύνη, η εντιμότητα, η ελευθερία. Νομίζω ότι η σημερινή ιατρική στρεβλώνει το σύστημα των αξιών: συχνά, οι καλές προθέσεις συνοδεύονται από τέτοιες στρεβλώσεις. Έτσι, η ιατρική μετρά τις επιτυχίες της με δείκτη τη διάρκεια της ζωής αποκρύπτοντας ότι στα «πρόσθετα χρόνια» οι άνθρωποι υποφέρουν και, άθελά τους, αναγκάζουν πολλούς γύρω τους να υποφέρουν επίσης.

Χώρια το κόστος για τον μηχανισμό προνοίας ο οποίος για να διατηρήσει στη ζωή έναν αυξανόμενο πληθυσμό υπερηλίκων χρησιμοποιεί πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευτούν στην παιδεία, στην καινοτομία, στον πολιτισμό, στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής· όχι απαραιτήτως της ποσότητάς της. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τους ανθρώπους που έχουν υποστεί τόσο σοβαρές σωματικές και διανοητικές βλάβες ώστε δεν υπάρχουν χωρίς μηχανική υποστήριξη ή, εν πάση περιπτώσει, χωρίς εξωτερική υποστήριξη: το ζήτημα της ευθανασίας τίθεται ως στοιχείο της αξιοπρέπειας.

Αν και η ισότητα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια δεν μπορεί να αμφισβητηθεί -είναι «αξία»- θα συμφωνήσουμε όλοι ότι είναι πιο λυπηρό να πεθαίνει κανείς στα τριάντα παρά στα ογδόντα κι ότι ο θάνατος ενός παιδιού είναι «τραγωδία», πράγμα που δεν ισχύει για τον θάνατο του παππού του όσο αγαπημένος κι αν έχει υπάρξει. Η ιατρική θα έπρεπε να συμβαδίζει με αυτή την απλή ιδέα: όποιος μπορεί να διασωθεί, εξυπακούεται ότι πρέπει να διασωθεί· κι όποιος «πρέπει» να φύγει, ας φύγει προτού περάσει μήνες ή χρόνια κατάκοιτος με άνοια. Όπως ξέρουμε πως χρειαζόμαστε βοήθεια για να γεννηθούμε, θα έπρεπε να θεωρούμε φυσική τη βοήθεια για να πεθάνουμε: ανακουφιστική αγωγή, ευθανασία, θάνατος στο σπίτι ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα. Θάνατος «εγκαίρως», θάνατος με απλότητα: Αντίο. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από τον θάνατο· μερικά από αυτά εκτυλίσσονται στους ελληνικούς οίκους ευγηρίας που, στην πραγματικότητα, είναι οίκοι δυσγηρίας.

Το ιατρικό προσωπικό ποζάρει κάπως αυτάρεσκα: σώζουμε ζωές! Πολεμάμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου της υγείας! Εντάξει. Δεν έχω αντίρρηση. Μόνο που, μετά τη «σωτηρία των ζωών» δεν είναι λίγοι όσοι πετιούνται σε γηροκομεία ή σ’ ένα αποπνικτικό δωμάτιο οικογενειακού σπιτιού. Φοβάμαι -και ξέρω- ότι πολλές κηδείες ηλικιωμένων είναι κρυφή γιορτή για τους συγγενείς που επί χρόνια δεν τολμούν να ευχηθούν την απαλλαγή τους από ευθύνες, δεσμεύσεις και αγγαρείες. Το να μεταμορφώνουμε τους ανθρώπους σε αγγαρεία δεν είναι πρόοδος, είναι νόθευση της ίδιας της ανθρωπινότητας. Η σχετική νομοθεσία ίσως δεν θα είναι ποτέ επαρκής από ηθική άποψη· μια λύση θα ήταν να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον τρόπο και τον χρόνο του τέλους της ζωής όπως σκεφτόμαστε τις τελευταίες μας επιθυμίες, σε ένα πλαίσιο διάταξης της τελευταίας βουλήσεως.