Το 1931 ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος προσήλθε σε συμφωνία με τον πρόεδρο της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ, βάσει της οποίας ρυθμίστηκαν οι θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο. Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1931, με το ΠΔ 6/9/1931, ορίστηκε αιγιαλίτιδα ζώνη 10 ναυτικών μιλίων. Μέχρι τότε ίσχυε αιγιαλίτιδα ζώνη 3 ναυτικών μιλίων. Ηταν μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου. Το κλίμα της τότε προσέγγισης επικαλούνται σήμερα ορισμένοι υποστηρικτές μιας συμφωνίας τύπου Πρεσπών, αυτή τη φορά για το Αιγαίο. Αλλά η επίκληση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης κατά τη βενιζελική τετραετία 1928-1932, ως υποδείγματος μιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης σήμερα, πρέπει να συνοδεύεται από τη βεβαιότητα ενός αντίστοιχα επωφελούς για τα ελληνικά συμφέροντα αποτελέσματος.
Αν κάποιοι μπορούν να αποδείξουν ότι ως άλλοι Βενιζέλοι μπορούν να επιτύχουν μια ελληνοτουρκική συμφωνία, η οποία να συμπεριλαμβάνει 1. την αποκατάσταση του άρθρου 14 της Συνθήκης της Λωζάννης και την εφαρμογή της νομιμότητος επί των νήσων Ιμβρου και Τενέδου, 2. την πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου με την ανακήρυξη των 12 μιλίων, 3. την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων από την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, 4. την αποζημίωση των ομογενών της Κωνσταντινουπόλεως για τα Σεπτεμβριανά του 1955, 5. τον οριστικό και ολοκληρωτικό τερματισμό των παραβάσεων, παραβιάσεων, απειλών, διεκδικήσεων από το τουρκικό κράτος, τότε ασφαλώς να πάμε να συζητήσουμε με τους Τούρκους. Αλλά η συζήτηση θα συμπεριλαμβάνει μόνον αυτά, που απορρέουν από τις συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο. Και φυσικά όχι παράνομες, παρανοϊκές, ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις, που τίθενται εκτός διεθνών συνθηκών και Διεθνούς Δικαίου. Επίσης μπορεί να βρεθεί μια φόρμουλα συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων, που θα βασίζεται βεβαίως στα αντίστοιχα ποσοστά εδαφικής κυριότητος που αναλογούν σε κάθε πλευρά και αφού προηγουμένως επιβεβαιωθούν αυτά από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η παραφιλολογία για «Πρέσπες του Αιγαίου» στηρίζεται, άλλωστε, σε λανθασμένα θεμέλια: η Συμφωνία των Πρεσπών, που υπεγράφη μεταξύ των κυβερνήσεων Τσίπρα και Ζάεφ, δεν απέδωσε απολύτως τίποτα ουσιώδες για την ελληνική πλευρά. Ηταν συντεταγμένη με τρόπο που δεν διασφάλισε την ελληνική πλευρά από ενδεχόμενες παραβιάσεις της. Δεν υπήρξε κανένα απολύτως γεωπολιτικό ή διπλωματικό όφελος έναντι της αναγνώρισης μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας σε ένα σλαβο-αλβανικό κρατίδιο. Οι όροι δεν τηρήθηκαν διότι το συνθετικό «Βόρεια» εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Προέκυψε άμεσα αίτημα κατοχύρωσης «μακεδονικής γλώσσας» εντός της ελληνικής επικράτειας. Και όλα αυτά τη στιγμή που η Βουλγαρία διαπραγματεύθηκε σκληρά και επέτυχε σοβαρά ανταλλάγματα (π.χ. κατοχύρωση βουλγαρικής μειονότητας) προκειμένου να επιτρέψει την ένταξη του ετερόκλητου και ασταθούς κρατιδίου στους δυτικούς θεσμούς.
Ολα αυτά, ασφαλώς, που οι περισσότεροι αναλυτές είχαν προβλέψει, δεν συνιστούν παράδειγμα προς μίμηση για μια ελληνοτουρκική συμφωνία. Ασφαλώς θα ήταν ευχής έργον να εγκαινιάσουμε μια μακρά περίοδο ελληνοτουρκικής ίσως όχι φιλίας, ανέφικτης μετά από γενοκτονίες και πολέμους, αλλά πάντως ηρεμίας. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα η Τουρκία να εγκαταλείψει εντελώς τον αναθεωρητισμό της, τις παραβιάσεις των συνθηκών και φυσικά την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο. Μετά να συζητήσουμε, πάντα στα πλαίσια του αμοιβαίου σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου. Και πάντως όχι στο πνεύμα της οικτρής Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης*
*από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί σε επανέκδοση το βιβλίο του «Το ζήτημα του Πατριωτισμού» (2010)







