Η εισαγωγή στην κλινική πράξη το 1989 της ομεπραζόλης, του πρώτου αναστολέα της αντλίας πρωτονίων (PPIs), έφερε την επανάσταση στην αντιμετώπιση του πεπτικού έλκους, της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και των άλλων παθήσεων του στομάχου, μειώνοντας την παραγόμενη ποσότητα γαστρικού οξέος. Σήμερα οι ουσίες αυτές αποτελούν μια από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες κατηγορίες φαρμάκων. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες διατίθενται ακόμα και χωρίς ιατρική συνταγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ όπου πάνω από 15 εκατομμύρια άνθρωποι τα λαμβάνουν χωρίς συνταγή. Ωστόσο, η λήψη αναστολέων αντλίας πρωτονίων χωρίς ιατρική παραπομπή έχει πολλές φορές ως συνέπεια οι ασθενείς να παρατείνουν τη λήψη τους – πάνω από το επιτρεπόμενο όριο των 2 έως 8 εβδομάδων στις οξείες φάσεις – να υπερβαίνουν την προτεινόμενη δοσολογία ή ακόμα και να τα λαμβάνουν χωρίς να χρειάζεται με αποτέλεσμα να έρχονται αντιμέτωποι με δυσάρεστες παρενέργειες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη σε 19.229 Βρετανούς με διαβήτη τύπου-2 , εκ των οποίων περίπου το 20% λάμβανε αναστολείς αντλίας πρωτονίων σε τακτική βάση, μετά από 11 χρόνια παρακολούθησης παρατηρήθηκε ότι όσοι τα έπαιρναν συστηματικά είχαν κατά 27% μεγαλύτερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, κατά 34% εμφράγματος του μυοκαρδίου, κατά 35% καρδιακής ανεπάρκειας και κατά 30% κίνδυνο θανάτου από όλες τις αιτίες συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Τα ευρήματα συνάδουν και με προηγούμενη έρευνα στην Αυστραλία σύμφωνα με την οποία η λήψη αναστολέων αντλίας πρωτονίων για περισσότερο από 5 χρόνια σε άτομα με διαγνωσμένο διαβήτη αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων στο διπλάσιο. Ως πιθανός μηχανισμός θα μπορούσε να θεωρηθούν οι αλλαγές που προκαλούν οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων στο εντερικό μικροβίωμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει άμεση, αιτιολογική σχέση μεταξύ των PPIs και των καρδιαγγειακών συμβάντων. Αλλωστε, ένα μεγάλο ποσοστό καρδιαγγειακών ασθενών πρέπει να λαμβάνει γαστροπροστασία με τα φάρμακα αυτά λόγω της συνοδού λήψης αντιπηκτικών ή αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων. Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε τα φάρμακα διατίθενται ελεύθερα είτε όχι, ο πιο ασφαλής τρόπος για τη λήψη τους, είναι η σχετική καθοδήγηση από τον θεράποντα γιατρό ο οποίος λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό τού κάθε ασθενή καθορίζει τόσο την ακριβή δοσολογία όσο και τον χρόνο λήψης της θεραπείας προκειμένου αφενός να ανακουφιστεί ο ασθενής από τα δυσπεπτικά ενοχλήματα και να αποτραπεί μία γαστρορραγία κι αφετέρου να μη διακινδυνέψει περαιτέρω την υγεία του.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ