Στο σκηνικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πίσω από την αυλαία που οι θεατές θα βλέπουν από τις 18 Δεκεμβρίου, οι τεχνικοί μεταφέρουν κατασκευές και αξεσουάρ. Μετά την ανάπαυλα του διαλείμματος εμφανίζεται ο καλλιτέχνης που, σύμφωνα με τις στερεοτυπικές συστάσεις, είναι «προκλητικός», «ανατρεπτικός», «enfant terrible» του ευρωπαϊκού θεάτρου. Το σίγουρο είναι ότι από τη δεκαετία του 1990 και, κυρίως, του 2000, έχει δοκιμάσει την εικονοκλαστική αισθητική του σε παραγωγές από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη και τον Κανόνα του Σαίξπηρ έως έργα του Μπερνάρ Κολτές, του Κουτσί κ.ά.

Είναι επίσης γεγονός ότι ο άνθρωπος που σκηνοθετεί τα «Παραμύθια του Χόφμαν» του Ζακ Οφενμπαχ, στη συμπαραγωγή της Λυρικής με την Οπερα Λα Μονέ των Βρυξελλών, δήλωνε από νωρίς την καχυποψία του για το είδος. «Η όπερα είναι μια φυλακή. Το περιθώριο που υπάρχει να δημιουργήσουμε εντός της μια «νησίδα» ελευθερίας είναι ό,τι πιο σημαντικό. Αποστολή του σκηνοθέτη είναι να δώσει ζωή στις δομές που υπαγορεύει η μουσική και οι απολιθωμένες συμβάσεις» (στην πολωνική εφημερίδα «Rzeczpospolita», 2004).

Ποια είναι η πρόκληση να ανεβάσετε μια όπερα το 2022, που συνομιλεί με την εποχή της, βασισμένος σε ένα λιμπρέτο του 1873; Πώς φανταστήκατε τον κόσμο των Οφενμπαχ και Μπαρμπιέ;

Υπάρχει όντως μια μεγάλη αντίφαση σ’ αυτή την όπερα – ας τη χαρακτηρίσουμε υβριδική: το λιμπρέτο και η μουσική δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, οι σκηνές διορθώνονται συνεχώς. Κάποια στιγμή, λοιπόν, πρέπει να αποφασίσεις ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσεις μέσα σ’ αυτή τη σειρά των αντιστίξεων. Υπάρχει το στοιχείο του φανταστικού, επειδή αντλεί στοιχεία από τον ρομαντισμό του Χόφμαν, αλλά υπάρχουν και ρεαλιστικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως η «έκρηξη» ενός καλλιτέχνη που βρίσκει διέξοδο στον αλκοολισμό. Το βασικό βέβαια είναι η ελευθερία που σου δίνουν οι τρεις ιστορίες με γυναίκες. Η Ολύμπια είναι το αυτόματον, ένα αντικείμενο. Η Αντόνια είναι ένας άρρωστος άνθρωπος και η Τζουλιέτα μία πόρνη. Κι ύστερα εμφανίζεται ακόμη και η ενσάρκωση του Κακού με τη μορφή ενός άντρα. Ολα αυτά πλησιάζουν την αισθητική του Χόλιγουντ μέσα σε ένα σκοτεινό σκηνικό.

Η κινηματογραφική αισθητική είναι σήμα κατατεθέν στις παραστάσεις σας. Σ’ αυτήν, ήδη από τις φωτογραφίες και το σκηνικό, εντοπίζουμε τη φιγούρα του Joker, πιθανότατα και στοιχεία από τον Κιούμπρικ; Ποιες είναι οι αναφορές σας;

Ο «Aviator» του Μάρτιν Σκορσέζε, το «Ενα αστέρι γεννιέται» και μάλλον η σκοτεινιά της τελευταίας ταινίας του Κιούμπρικ, «Eyes wide shut». Χρησιμοποιώ τον κινηματογράφο επίτηδες, για να αποφύγω την οπερατική φόρμα. Ειδικά σ’ αυτή την παραγωγή, που είναι υβριδικό και «εκρηκτικό» είδος. Δεν αφορά τόσο τις φόρμες της όπερας όσο του θεάτρου, με όλους αυτούς τους χαρακτήρες σε διαρκή κίνηση.

Νιώθετε «δική» σας και την αισθητική του Ντέιβιντ Λιντς;

Φυσικά. Αναζητώ αυτή την αποσπασματική αφήγηση, για να δείξω τη φαντασμαγορία και τις παραισθήσεις ενός κόσμου. Πρέπει να βρεις αυτή την αισθητική σε κάτι που δεν είναι συμπαγές – γι’ αυτό μου αρέσει πολύ η διαδικασία της πρόβας ή των γυρισμάτων: το μεταίχμιο ανάμεσα στο φανταστικό και την επιστροφή στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό στην παράστασή μας ο Χόφμαν είναι σκηνοθέτης και η Στέλλα η αγαπημένη του, απ’ την οποία περιμένει παιδί χωρίς να είναι παντρεμένοι.

Ενα άλλο χαρακτηριστικό της δουλειάς σας είναι ότι δεν δίνετε έτοιμες ερμηνείες στο κοινό…

Με τρομάζει η ιδέα ότι αυτή η όπερα φτιάχτηκε «για τα Χριστούγεννα» και το ελληνικό – ή οποιοδήποτε άλλο – κοινό θα έρθει για να περάσει καλά. Πολλές φορές στο εξωτερικό καταλαβαίνω ότι έρχονται στην όπερα άνθρωποι που δεν ακούν αυτό που βλέπουν και δεν έχω καμιά διάθεση να τους δείξω οτιδήποτε. Πρέπει να τους προκαλέσω να σκεφτούν και να σκηνοθετήσουν την παράσταση μαζί μου. Ο καθένας μας βλέπει αυτό που ξέρει. Εγώ θέλω να δουν όλοι περισσότερα από αυτά που γνωρίζουν. Να προκαλέσουν τον εαυτό τους. Η όπερα δεν είναι διασκέδαση. Βρισκόμαστε εδώ επειδή θέλουμε να κάνουμε ένα ταξίδι στον εσώτερο εαυτό μας.

Μέσα στο σκοτάδι αφήνετε πάντα μια πιθανότητα να φέγγει κάπου το φως;

Κοιτάξτε τι συμβαίνει σ’ αυτή την παράσταση: υπάρχει παντού μια υπόγεια σκοτεινότητα και εξαρτάται από εσένα αν μπορείς να τη φέρεις στην επιφάνεια, αλλά με έναν τρόπο λαμπερό και όμορφο. Θα έλεγα ότι το φως υπάρχει για όποιον προσπαθεί να το μεταδώσει. Δεν σημαίνει ότι το κουβαλάμε. Πρέπει να το δημιουργήσουμε πρώτα μέσα μας. Χωρίς θυσίες δεν υπάρχει τέχνη. Αν δει κανείς την ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, είναι μια ήπειρος κατεστραμμένη. Οι άνθρωποί της έχουν μεταμορφωθεί σε τέρατα. Σιγά σιγά αρχίζουν να χτίζουν τη ζωή κουβαλώντας, ωστόσο, για πάντα τη σκέψη ότι 6 εκατομμύρια συνάνθρωποι είχαν δολοφονηθεί μέσα σε θαλάμους αερίων. Μια ολόκληρη ήπειρος έκανε το επόμενο βήμα έχοντας στους ώμους της αυτό το βάρος. Είναι αδιανόητο ότι ύστερα από τόσα χρόνια υπάρχει και μόνο η υπόνοια της αυτοκαταστροφής. Η Ευρώπη βυθίζεται ξανά στη μελαγχολία της.

Διάβαζα ξανά το κείμενό σας για την Ημέρα του Θεάτρου το 2015, όπου αναφέρονται ο Κάφκα, ο Τόμας Μαν και ο Προυστ ως συστατικά στοιχεία ακριβώς αυτής της παράδοσης…

Κατά βάση είμαι ένα «θύμα» πρώτα του θεάτρου και δευτερευόντως της όπερας, αφού αναφέρθηκα στη θυσία. Το θέατρο που κάνω είναι δημόσιος λόγος («discours» είπε στη συνέντευξη), με την έννοια ότι συνδιαλέγομαι με τους ανθρώπους απέναντί μου. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποιες αναφορές που επανέρχονται σ’ αυτή τη διαδικασία σαν το φως. Οι συγγραφείς που αναφέρατε, αλλά και ο Κουτσί. Ο ένας φέρνει τον άλλο. Αυτές ήταν και οι αναφορές που με βοήθησαν στην προσωπική αναζήτηση κατά τη δεκαετία του 1990 στην Πολωνία, όπου όλα τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Κάποιος θα έλεγε ότι όλο αυτό σταμάτησε τα τελευταία επτά χρόνια, επειδή χάσαμε τη μάχη απέναντι στους πολιτικούς μας. Σαν να πέσαμε σ’ ένα πηγάδι και να μην μπορούμε να βγούμε από εκεί. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν μπορεί να μην είσαι «στρατευμένος» σε έναν αγώνα, ακριβώς επειδή ένα ολόκληρο σύστημα στρέφεται εναντίον σου κι εσύ διεκδικείς τα βασικά: την ελευθερία και τις ίσες ευκαιρίες. Οπότε χρειάζεσαι τις αναφορές σου για να κρατηθείς.

Θυμάστε μια παράσταση που σας σήκωσε λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος;

Λοιπόν, είναι κάτι μαγικό. Ηταν ο «Βόιτσεκ», η πρώτη όπερα του Μπεργκ την οποία σκηνοθέτησα. Μέχρι τότε απεχθανόμουν την όπερα, την έβρισκα ψεύτικη. Επρεπε να την προσεγγίσω μέσα από το θέατρο, αλλά την ίδια στιγμή να φύγω από το θέατρο. Ο Μπεργκ με «διαβεβαίωσε» ότι μπορεί να γίνει εξαιτίας της δικής του ζωής. Στα 17 του απέκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια. Η μεγαλοαστική οικογένειά του πλήρωσε την τελευταία και την έδιωξε. Ο Μπεργκ τελικά την αντίκρισε λίγες φορές στη μετέπειτα ζωή του αναζητώντας την κόρη που δεν είχε ποτέ. Γνωρίζοντας αυτό καταλαβαίνουμε γιατί έγραψε δύο αριστουργηματικές όπερες με παραμελημένα ή νόθα παιδιά, τον «Βόιτσεκ» και τη «Lulu». Εβαλε τον εαυτό του στους ήρωες, δημιούργησε κάτι πολύ ανθρώπινο με το στίγμα της προσωπικής ενοχής. Με τον Μπεργκ έπαθα ό,τι και με τον Σαίξπηρ: μπορείς να ανεβάσεις έργα τους στην όπερα γνωρίζοντας ότι στο κέντρο τους σε περιμένει το απόλυτο σμίξιμο της μουσικής με ένα πραγματικό γεγονός. Ενα άλλο παράδειγμα είναι ο Βέρντι με τον «Μάκβεθ». Πλησίασε ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο.

Γιατί κάνετε θέατρο μέσα σ’ έναν τόσο σκοτεινό κόσμο, κύριε Βαρλικόφσκι;

Γιατί το θέατρο, ειδικά μετά την πανδημία κι αυτόν τον οικτρό πόλεμο, μπορεί να μας ταρακουνήσει. Ειδικά όσους από εμάς νιώθουν ότι οδηγούνται στην τρέλα. Σαν να οδεύουμε προς την αυτοκαταστροφή. Γινόμαστε πιο εμμονικοί και τρεφόμαστε από το μίσος. Σκεφτόμαστε λες και ξεκινάμε τον «Πόλεμο των Αστρων» σ’ αυτόν τον πλανήτη. Επιτέλους, κάποια στιγμή ας τελειώνουμε με τις σέλφι και ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε. Πιστεύω ότι μέσα σ’ αυτόν τον άθλιο πόλεμο το καλύτερο στοιχείο είναι ο ηρωισμός των Ουκρανών. Είχαμε μείνει όλοι στην ιδέα μιας διεφθαρμένης και οπισθοδρομικής ευρωπαϊκής Ανατολής, που μπορεί να πέσει θύμα της Ρωσίας. Και ξαφνικά, τι βλέπουμε; Την ωρίμανση ενός κράτους στα ανατολικά της Ευρώπης. Ξέρετε πόση σημασία έχει αυτό, τουλάχιστον για εμένα προσωπικά; Αυτό το πάθος της επιβίωσης που παντρεύεται με τη λογική. Η ευρωπαϊκή Ανατολή έμοιαζε σε πολλά με το Βυζάντιο και όχι με τη διαφάνεια του Αριστοτέλη και τους αρχαίους κλασικούς.

Θυμάμαι σε μια συνέντευξη με τον ανατολικογερμανό συγγραφέα Μαξίμ Λέο να λέει ότι εκείνο που ονειρευόταν η γενιά του πριν από την Πτώση του Τείχους ήταν τα μπλου τζιν. Εσείς τι ονειρευόσασταν στην Πολωνία;

Σίγουρα όχι τα μπλου τζιν! Ηταν η εποχή που σκεφτόμουν ότι δεν ήμουν καλός σε κανέναν τομέα ή δεν γεννήθηκα στο σωστό μέρος. Oτι πρέπει να βρω κάποιο άλλο για να πετύχω αυτά που θέλω και να γίνω ευτυχισμένος. Αυτό που ονειρευόμουν, λοιπόν, ήταν ο αγώνας. Να μου δοθεί η ευκαιρία να αγωνιστώ για όσα με κρατούσαν φυλακισμένο.

Για το έργο

«Το λιμπρέτο του Ζυλ Μπαρμπιέ βασίζεται σε ιστορίες του Γερμανού συγγραφέα και συνθέτη Ε.Τ.Α. Χόφμαν, τον οποίο ο Μπαρμπιέ έχει μετατρέψει σε πρωταγωνιστή της όπερας. Τρεις γυναικείες μορφές, η άψυχη κούκλα Ολυμπία, η σοβαρά ασθενής τραγουδίστρια Αντωνία και η εταίρα Τζουλιέττα, διαθέτουν η καθεμία ορισμένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την πριμαντόνα Στέλλα, τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο Χόφμαν. Τον έρωτα που αισθάνεται για καθεμιά δυναμιτίζει κάθε φορά ένα ώριμος άνδρας, τρεις διαφορετικές προσωπικότητες, ο Κοπελιύς, ο δρ Μιράκλ και ο Νταπερτούττο, τα χαρακτηριστικά των οποίων συγκεντρώνει ο εύπορος Λιντόρφ, πλάι στον οποίο φεύγει η Στέλλα. Ο Ζακ Οφενμπαχ έφυγε από τη ζωή λίγο πριν ολοκληρώσει την τελευταία όπερά του. Το έργο συμπλήρωσε ο συνθέτης Ερνέστ Γκιρώ. Ακολούθησαν μακρόχρονες εργασίες αποκατάστασης της παρτιτούρας, καθώς μέχρι πρόσφατα ανακαλύπτονταν σε διάφορα μέρη χειρόγραφα του συνθέτη και πολύτιμο μουσικό υλικό. Η ΕΛΣ παρουσιάζει την όπερα στην πιο πρόσφατη κριτική της έκδοση από τους Μάικλ Κέυ και Ζαν-Κριστόφ Κεκ» (από το πρόγραμμα της Λυρικής Σκηνής).