Το σχέδιο που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει στην οριστική επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, έπειτα από σχεδόν 220 χρόνια «εξορίας» στο Λονδίνο, παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ». Βασικός άξονάς του είναι η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και της Ελλάδας για τη μόνιμη επανένωση των Γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης και την περιοδική έκθεση στο Λονδίνο άλλων αρχαιοελληνικών θησαυρών που κατέχουν διάφορα εθνικά μουσεία της χώρας μας, όπως έχουν προτείνει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.

Η ελληνική πλευρά δηλώνει παγίως την ετοιμότητά της να προσέλθει σε συνομιλίες, με την κυβέρνηση και το Μουσείο Ακρόπολης να εργάζονται μεθοδικά – αλλά αθόρυβα – προς την κατεύθυνση της επανένωσης. Παράλληλα, ομάδες άσκησης πίεσης, κορυφαίες εταιρείες λόμπινγκ και δημοσίων σχέσεων και εξειδικευμένα δικηγορικά γραφεία με έδρα το Λονδίνο που υποστηρίζουν το αίτημα της Ελλάδας έχουν αναλάβει να βολιδοσκοπήσουν τις προθέσεις ανώτερων στελεχών του Βρετανικού Μουσείου και άλλων βασικών παικτών του βρετανικού κατεστημένου. Σύμφωνα με πληροφορίες, από τις επαφές αυτές προκύπτει ότι το λονδρέζικο μουσείο «έχει εκδηλώσει προθυμία να συζητήσει καλόπιστα» με την Ελλάδα προκειμένου να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση ώστε να τερματιστεί η συνεχιζόμενη διαίρεση των τεχνουργημάτων που φιλοτέχνησε ο Φειδίας τον 5ο π.Χ. αιώνα και το βρετανικό κράτος αγόρασε από τον λόρδο Ελγιν το 1816.

Πηγή με γνώση του θέματος επεσήμανε ότι «δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο όπου οι Βρετανοί θα πουν το «ναι» στη μόνιμη επιστροφή των Γλυπτών. Ενδέχεται να απαιτηθεί αρκετός χρόνος. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί πολύ σημαντικά βήματα προόδου». Το Λονδίνο αισθάνεται ότι βρίσκεται «στον τοίχο» εξαιτίας της ασφυκτικής πίεσης που δέχεται όχι μόνο από την Ελλάδα και την UNESCO, αλλά και στο εσωτερικό: η κοινή γνώμη τάσσεται αναφανδόν υπέρ της επανένωσης, το ίδιο και μεγαθήρια του συντηρητικού Τύπου, όπως οι «Τάιμς» και η «Τέλεγκραφ». Παράλληλα, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός προβεβλημένων πολιτικών (όπως ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού Εντ Βέιζι), διανοουμένων (όπως ο Στίβεν Φράι) και παραγόντων του πολιτισμού (όπως ο διευθυντής του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου, Τρίστραμ Χαντ) πιέζουν για να εξευρεθεί λύση. Το Βρετανικό Μουσείο εκλαμβάνει πλέον το ζήτημα ως βαρίδι το οποίο διαρκώς θα το κατατρύχει και ψάχνει να βρει τρόπο να απαλλαγεί, χωρίς όμως να πληγωθούν η εικόνα και ο «εγωισμός» του.

Εναν τέτοιο τρόπο επεξεργάζεται, τα τελευταία δύο χρόνια, η εκστρατεία Parthenon Project, την οποία ίδρυσε ο βιομήχανος Γιάννης Λέφας μέσω του φιλανθρωπικού του ιδρύματος Lefas Humanitas. Το σχέδιο που εκπονήθηκε βασίζεται στον άξονα του αμοιβαίου οφέλους (win-win situation) που θα προκύψει για την Ελλάδα και τη Βρετανία εφόσον επιστραφούν τα Γλυπτά. Πρόκειται για μια λύση με την οποία θα βγουν όλοι κερδισμένοι: η Ελλάδα θα πάρει αυτό που διεκδικεί (και δικαιωματικά της ανήκει, όπως παραδέχονται πλέον οι περισσότεροι στη Γηραιά Αλβιώνα) και η Βρετανία θα παρουσιάσει ένα πρόσωπο «ηθικής ανωτερότητας», κάνοντας αυτό που είναι σωστό, και παράλληλα θα αποκτήσει πρόσβαση σε ανυπολόγιστης αξίας αρχαιοελληνικά τεχνουργήματα.

«Η εκστρατεία μας απομακρύνθηκε από τις αδιέξοδες νομικίστικες συζητήσεις του παρελθόντος και στράφηκε προς το μέλλον», είπε στα «ΝΕΑ» ο κ. Λέφας, ο οποίος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά τα τελευταία 47 χρόνια κατοικεί και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. «Ως επιχειρηματίας, γνωρίζω πολύ καλά τη σημασία της σύναψης συμφωνιών. Απαιτούν υπομονή, ξεκάθαρο στόχο και αμοιβαία εμπιστοσύνη, αλλά και την εξεύρεση αμοιβαία επωφελών λύσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών». Για μια τέτοια «συμφωνία» που «μπορεί να κλειστεί» είχε μιλήσει, τον περασμένο Ιούνιο, και ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν. Τα λόγια του, βέβαια, παρέπεμπαν σε δανεισμό. Μήπως, όμως, αυτή είναι η γραμμή με την οποία οι Βρετανοί προσέρχονται στη διαπραγμάτευση, αλλά στην πορεία είναι διατεθειμένοι να την αλλάξουν;

Το σχέδιο του Parthenon Project προβλέπει την έναρξη μιας «μακροχρόνιας πολιτιστικής συνεργασίας» μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και των εθνικών μουσείων της Ελλάδας (υπό την «ομπρέλα» της ελληνικής κυβέρνησης), στο πλαίσιο της οποίας τα Γλυπτά θα επιστραφούν στην Αθήνα μόνιμα. Στο Λονδίνο θα εκτίθενται, εκ περιτροπής, άλλα ελληνικά τέχνεργα τα οποία θα προσελκύσουν νέο κοινό στο Βρετανικό Μουσείο. Πώς όμως θα ξεπεραστεί ο σκόπελος της κυριότητας, στην οποία επιμένει η Βρετανία, αλλά η Ελλάδα (ορθώς) δεν την αναγνωρίζει; Εμπειροι δικηγόροι έχουν επεξεργαστεί μια νομική φόρμουλα που θα «παραμερίζει» το ιδιοκτησιακό καθεστώς (και την επίκλησή του σε μια πιθανή συμφωνία), με τρόπο που, δυνητικά, θα ικανοποιούσε και τα δύο μέρη. Για παράδειγμα, η επιστροφή θα μπορούσε να γίνει με τη μορφή της «μακροχρόνιας κατάθεσης» (deposito), όπως συνέβη με το θραύσμα Fagan από το Παλέρμο. Πρέπει να τονιστεί ότι, σε αυτή τη φάση, δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία για το μέλλον των Γλυπτών. Ωστόσο, συνομιλητές μας στο Λονδίνο διαβεβαιώνουν ότι «η προοπτική της επανένωσης είναι πιο κοντά από ποτέ».