«Πιστεύω ότι ο Μουσολίνι ήταν καλός πολιτικός. Ολα όσα έκανε, τα έκανε για την Ιταλία. Και αυτό δεν το βρίσκουμε στους πολιτικούς που είχαμε τα τελευταία πενήντα χρόνια». Με διστακτικά, αλλά σωστά γαλλικά, μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια απαντά το 1996 σε ερωτήσεις γάλλων δημοσιογράφων για τις επικείμενες ιταλικές εκλογές.

Πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα μετά, το τότε δραστήριο μέλος της νεολαίας της ακροδεξιάς Εθνικής Συμμαχίας επιστρατεύει και πάλι τα γαλλικά της σε μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πάνε πολλά χρόνια, διαβεβαιώνει η Τζόρτζια Μελόνι, που η ιταλική Δεξιά έχει αποκηρύξει τον φασισμό. Και όλα όσα λέγονται για έξοδο της Ιταλίας από την Ευρώπη είναι ανοησίες, καταλήγει. Επιχειρώντας να κατασιγάσει τώρα τους φόβους της διεθνούς κοινότητας για την προαναγγελλόμενη εκλογική νίκη των Αδελφών της Ιταλίας, του κόμματος του οποίου ηγείται.

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο κεντροδεξιός συνασπισμός με πυρήνα το κόμμα της θα βγει νικηφόρος στις αυριανές βουλευτικές εκλογές. Και η ίδια θα επιδιώξει να γίνει η πρώτα γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Πόσο κινδυνεύει, λοιπόν, η δημοκρατία στην Ιταλία από την εκλογική πρωτιά ενός κόμματος που εγγράφεται στην ευθεία γραμμή των κληρονόμων του φασισμού; Αν η Μελόνι αναλάβει τις τύχες της χώρας της, σε ποιο βαθμό θα μετουσιώσει σε απτή πολιτική την ακραία ρητορική;

Με την άνοδό της στην εξουσία, η Μελόνι θα βρεθεί αμέσως αντιμέτωπη με ένα παλιό γνώρισμα της ιταλικής πολιτικής. Η μεγαλύτερη σταθερά στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας είναι η κυβερνητική αστάθεια. Η μακροβιότητα των κυβερνήσεων ήταν εξαίρεση και η διαδοχή των πρωθυπουργών κανόνας. Μολοταύτα, η Ιταλία κατόρθωσε να διατηρήσει σχετικά αλώβητα το δημοκρατικό κεκτημένο και το κράτος δικαίου, παρότι διήλθε επί δεκαετίες από διαδοχικές θεσμικές και οικονομικές κρίσεις, που την έφεραν στο χείλος ακόμη και της εκτροπής. Κάτι που ίσως προεικάζει και την επόμενη ημέρα στην Ιταλία, διαγράφοντας με σαφήνεια το πολιτικο-κοινωνικό συγκείμενο στο οποίο θα είναι υποχρεωμένη να κινηθεί η Μελόνι.

Με τον κατακερματισμό, από την άλλη, του πολιτικού συστήματος, είναι αμφίβολο αν οι Αδελφοί της Ιταλίας θα αντιμετωπίσουν στιβαρή αντιπολίτευση. Λείπει, με άλλα λόγια, το σύγχρονο αντίστοιχο του πάλαι ποτέ κραταιού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που, αν και απομονωμένο στην αντιπολίτευση, αποτελούσε αντίβαρο σε κάθε προοπτική εκτροπής και παράγοντα εμβάθυνσης της πολυφωνίας και της δημοκρατίας.

Η αναδρομή στο παρελθόν διδάσκει, επίσης, ότι η διάσπαση και η γρήγορη εξανέμιση σεβαστού πολιτικού κεφαλαίου συνιστά κάθε άλλο παρά εξαίρεση στην Ιταλία. Αλλά και ότι ο υπερβολικά προσωποπαγής χαρακτήρας πολλών ιταλικών κομμάτων δεν ευνοεί όχι τη μακροημέρευση, αλλά ούτε καν την εδραίωσή τους στο πολιτικό φάσμα. Εκτυπο πρόσφατο παράδειγμα το Κίνημα Πέντε Αστέρων.

Στις εγχώριες δεσμεύσεις προστίθενται οι εξωτερικές. Το υψηλότατο δημόσιο χρέος της χώρας θα καθιστούσε αυτοκτονική κάθε επιλογή αποστασιοποίησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρωζώνη. Ενώ η θέση της Ιταλίας ως ισχυρού μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πειραματισμούς στον διεθνή της προσανατολισμό.

Οσο, πάντως, και αν η Ευρώπη προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό της για την επόμενη ημέρα, πρέπει ήδη να αναζητήσει τρόπους για τη μελλοντική της συμβίωση με μια ιταλική κυβέρνηση που οι πολιτικοί της προπάτορες δεν ήταν άλλοι από τους τελευταίους αξιωματούχους της διαβόητης Δημοκρατίας του Σαλό.

Ο Δημήτρης Αντωνίου είναι ιστορικός, διδάκτορας της École des hautes études en sciences sociales του Παρισιού.