Σαν χάρτινος πύργος θα καταρρεύσει το ΕΣΥ εάν δεν σταματήσει να διογκώνεται η «μαύρη τρύπα» σε αναισθησιολόγους. Η λίστα αναμονής στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» που αριθμεί, σύμφωνα με καταγγελίες, περί τους 3.000 ασθενείς, αλλά και η πρωτοφανής περίπτωση της (παρ’ ολίγον) χαμένης μεταμόσχευσης στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης δείχνουν την επερχόμενη υγειονομική καταιγίδα που θα… βυθίσει τη λειτουργία δεκάδων νοσοκομειακών τμημάτων εάν δεν ανατραπεί η κατάσταση.

Η κραυγή αγωνίας από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Πασχόντων Συγγενών Καρδιοπαθειών καθρεφτίζει την ανησυχία των ασθενών. Οπως υπογραμμίζουν σε επιστολή-διαμαρτυρία που εξέδωσαν, «είναι αδιανόητη η αναβολή εκατοντάδων τακτικών χειρουργείων όλων των μονάδων (τα περιστατικά τα οποία αναμένουν χειρουργική αντιμετώπιση εγγίζουν τις 3.000) η οποία θέτει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία, ενίοτε και τη ζωή, παιδιών και εφήβων». Μάλιστα, στη λίστα αναμονής συμπεριλαμβάνονται, όπως αναφέρει ο Σύλλογος, παιδιά πάσχοντα από συγγενείς καρδιοπάθειες, «με δεδομένη τη χρόνια υπολειτουργία και υποστελέχωση της αντίστοιχης παιδοκαρδιοχειρουργικής κλινικής (ΕΚΑΣΚΑΠ), ενώ προφανέστατα εκκρεμούν χειρουργικές επεμβάσεις και λοιπές σοβαρές ιατρικές πράξεις συμπασχόντων μας και σε άλλες μονάδες του «Αγία Σοφία»».

Λύσεις-μπαλώματα

Αντίστοιχα, καταγράφονται καθυστερήσεις ακόμα και στην πραγματοποίηση επεμβάσεων σε νεογνά, με όποιες συνέπειες έχει η παραπάνω παραμονή τους στις μονάδες εντατικής νοσηλείας νεογνών. Και ενώ το πρόβλημα είναι γνωστό, οι λύσεις-μπαλώματα με μετακινήσεις γιατρών από άλλα νοσοκομεία δεν αποτελούν μόνιμη θεραπεία. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, όταν υπηρετούν μόλις οκτώ ειδικευμένοι ενώ προβλέπονται 17 μόνιμες θέσεις και εκκρεμούν σύμφωνα με την Ενωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) επεμβάσεις από το 2018;

Το γεγονός όμως ότι το τελευταίο διάστημα μονοπώλησε την επικαιρότητα η περίπτωση του μεγαλύτερου παιδιατρικού νοσοκομείου της χώρας δεν θα πρέπει να μεταφράζεται ως μία μεμονωμένη περίπτωση. Αντιθέτως, πρόκειται για μια αλυσιδωτή έκρηξη προβλημάτων που προκαλεί η τεράστια πια έλλειψη αναισθησιολόγων πανελλαδικά. Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Ιούνιο ακυρώθηκε μεταμόσχευση ήπατος στο Ιπποκράτειο επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμοι αναισθησιολόγοι, γεγονός που ξύπνησε τον εφιάλτη της επικείμενης υγειονομικής καταιγίδας. Εντούτοις, για όσους εργάζονται εκεί, τα όσα εκτυλίχθηκαν εκείνη την ημέρα δεν αποτέλεσαν έκπληξη. Η αιτία; Για την εύρυθμη λειτουργία του νοσηλευτικού ιδρύματος έχουν προβλεφθεί θέσεις για συνολικά 27 αναισθησιολόγους, εκ των οποίων οι… 18 είναι κενές. Ετσι, άλλωστε, εξηγείται ότι έως την περασμένη Τετάρτη η λίστα αναμονής αριθμούσε, μεταξύ άλλων, 35 έτοιμα ζευγάρια (λήπτη – δότη) για μεταμόσχευση νεφρού, μεταξύ των οποίων και τρία παιδιά, δύο 13 ετών και ένα πέντε ετών. Την ιδία περίοδο παραιτήθηκε και η τελευταία αναισθησιολόγος στο Καραμανδάνειο Πατρών, με τις χειρουργικές επεμβάσεις να συνεχίζονται μέσω προσωρινών λύσεων – δηλαδή, από αποσπάσεις αναισθησιολόγων από κοντινά νοσηλευτικά ιδρύματα.

600 γιατροί στην Ελλάδα

Αρκεί κάποιος να αναλογιστεί ότι, σύμφωνα με έρευνα του 2019, στα δημόσια νοσοκομεία υπηρετούσαν περί τους 1.100 αναισθησιολόγους, εκ των οποίων οι 180 ως επικουρικοί. Εκτοτε αρκετοί συνταξιοδοτήθηκαν, ενώ, συμπεριλαμβανομένων των προσλήψεων που μεσολάβησαν, σήμερα στη νευραλγική αυτή ειδικότητα εργάζονται μετά βίας 600 γιατροί ανά την Ελλάδα. Πόσοι χρειάζονται; Τουλάχιστον 900 ή ακόμη καλύτερα 1.000. Το γεγονός ότι πρόκειται για μία «θνησιγενή» ειδικότητα αποδεικνύεται όμως και από την έλλειψη ενδιαφέροντος που εκδηλώνουν οι στρατιές αποφοίτων των ιατρικών σχολών. Οι θέσεις που προσφέρονται για την εκπαίδευση νεών επιστημόνων στην Αναισθησιολογία προσεγγίζουν, σύμφωνα με την Ελληνική Αναισθησιολογική Εταιρεία, τις 385. Πόσες από αυτές είναι κατειλημμένες; Μόλις οι 130 – δηλαδή, το 33,7%.

Μοιραία, η «δεξαμενή» σταδιακά στερεύει εάν συνυπολογίσει κανείς ότι η απόρριψη οδηγεί σε έναν πληθυσμό ειδικευμένων που σταδιακά γηράσκει. Για παράδειγμα, στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», που δέχεται περιστατικά από όλη την επικράτεια, οι πέντε από τους εννέα αναισθησιολόγους είναι άνω των 60 ετών. Η ζήτηση όμως (από το ΕΣΥ) είναι δυσανάλογη της προσφοράς για έναν επιπλέον λόγο: οι έμπειροι αλλά και οι νέοι αναισθησιολόγοι είναι περιζήτητοι (και) στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπακόλουθα, αφενός οι ασφυκτικές συνθήκες εργασίας στα δημόσια νοσοκομεία και αφετέρου οι χαμηλές απολαβές τούς… διώχνουν. Ετσι, παρότι προκηρύσσονται θέσεις, το ενδιαφέρον παραμένει αναιμικό. Η μισθολογική σύγκριση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα είναι αποκαρδιωτική. Το μηνιαίο εισόδημα ξεπερνά ακόμη και τα 4.000-6.000 ευρώ στις κλινικές της χώρας, ενώ στην Κύπρο αγγίζουν και τα 8.000 ευρώ. Την ίδια ώρα, στο Δημόσιο ένας πρόσφατα διοριζόμενος αναισθησιολόγος λαμβάνει περί τα 1.800-1.900 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εφημεριών.

Η απουσία μιας εξασφαλισμένης σταδιοδρομίας εξηγεί, άλλωστε, γιατί προκηρύσσονται θέσεις χωρίς να υπάρχει η αναμενόμενη ανταπόκριση ακόμη και σε νοσοκομεία αιχμής. Στα παραπάνω, δε, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι στα χρόνια της πανδημίας αρκετοί πολίτες στράφηκαν στον ιδιωτικό τομέα για τη διενέργεια επεμβάσεων, με αποτέλεσμα να κορυφωθεί η ζήτηση της συγκεκριμένης ειδικότητας. Αντιστρόφως ανάλογα, το πάγωμα των απογευματινών χειρουργείων στο ΕΣΥ φαίνεται να λειτουργεί ως ένα ακόμη αντικίνητρο για τους νέους επιστήμονες που αναζητούν μία έξτρα πηγή εσόδων.

Οι παθολόγοι των χειρουργείων

Η αιμορραγία σε αναισθησιολόγους έχει ως συνέπεια να απλώνονται χρονικά οι λίστες για τακτικά (προγραμματισμένα) χειρουργεία. Παράλληλα όμως τα κενά κάνουν ακόμη πιο εντατική την εργασία των εναπομεινάντων στο ΕΣΥ ειδικευμένων. «Η αναισθησιολογία είναι μία αφανής ειδικότητα, όμως στην πράξη έχεις όλη την ευθύνη του ασθενούς. Θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς τον αναισθησιολόγο με τον παθολόγο του χειρουργείου. Προφανώς ο χειρούργος θα εκτελέσει την επέμβαση, όμως για ό,τι άλλο προκύψει ευθύνεται ο αναισθησιολόγος. Γι’ αυτό και εκτελείται ο προεγχειρητικός έλεγχος, ενώ κατά τη διάρκεια του χειρουργείου ο αναισθησιολόγος επιβλέπει τη σωστή λειτουργία των οργάνων – του πνεύμονα, της καρδίας κ.ο.κ.», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος της Ελληνικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας, Αννα Μαλισιώβα.

Μέσω των περιγραφών της επιχειρεί να σκιαγραφήσει την καθημερινότητα των αναισθησιολόγων. «Πρόκειται για μία ειδικότητα με άγχος και πολλές ευθύνες», και παρότι η ίδια την υπηρετεί με πάθος και αφοσίωση, αντιλαμβάνεται γιατί οι ασφυκτικές εργασιακές συνθήκες σε συνδυασμό με τις χαμηλές απολαβές απωθούν τους νέους επιστήμονες. Οι υποχρεώσεις όμως των αναισθησιολόγων, όπως η ίδια εξηγεί, δεν σταματούν εδώ. «Το πεδίο έχει επεκταθεί σημαντικά και εμείς συρρικνωνόμαστε. Ενδεικτικά αναφέρω ότι πρέπει να επεμβαίνουμε σε εμβολισμούς, σε διαδερμική αντικατάσταση βαλβίδας στον απεικονιστικό τομέα και σε άλλες ιατρικές πράξεις», με αποτέλεσμα τα κενά να γίνονται ακόμη πιο ορατά.

Η μεγάλη φυγή

Για το μείζον αυτό πρόβλημα παραχώρησαν την περασμένη Παρασκευή συνέντευξη Τύπου η Ελληνική Αναισθησιολογική Εταιρεία, η Εταιρεία Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος, η ESRA HELLAS, η Ελληνική Εταιρεία Αλγολογίας και η Ελληνική Εταιρεία Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας (ΠΑΡΗΣΥΑ), στο περιθώριο του 22ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Περιοχικής Αναισθησίας, Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας. Οι πέντε επιστημονικές εταιρείες ζητούν επιστημονικά και οικονομικά κίνητρα προκειμένου να ανακοπεί η φυγή των αναισθησιολόγων από το ΕΣΥ. Η άμεση προκήρυξη όλων των οργανικών θέσεων στα νοσοκομεία της χώρας, η βελτίωση των αμοιβών, η δυνατότητα πρόσληψης σε βαθμό Επιμελητή Β’ με την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας, είναι μερικές από τις λύσεις που προτείνουν.

Και υπογράμμισαν με νόημα ότι το «εντέλλεσθε», οι μετακινήσεις από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και η φημολογούμενη επιστράτευση ιδιωτών αναισθησιολόγων δεν θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μάλιστα, η ομότιμη καθηγήτρια Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος της ΠΑΡΗΣΥΑ Ιωάννα Σιαφάκα έκανε λόγο για μία «εθνική απειλή» με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Επίδομα και κάλυψη κενών εφημεριών από τον ιδιωτικό τομέα

Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, έχει προχωρήσει σε σημαντικές παρεμβάσεις που, ωστόσο, προς το παρόν λειτουργούν περισσότερο παρηγορητικά παρά θεραπευτικά. Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα επέκτεινε ένα πακέτο κινήτρων και για το 2023, που περιλαμβάνει μηνιαίο επίδομα ύψους 400 ευρώ, αλλά και το δικαίωμα δεύτερης ειδικότητας στην Αναισθησιολογία σε γιατρούς που αναζητούν έναν πιο σίγουρο εργασιακό δρόμο. Επίδομα 250 ευρώ, όμως, έχει προβλεφθεί και για τους ήδη ειδικευόμενους, ενώ παράλληλα δρομολογείται διαφορετικό μοντέλο ορθής κατανομής των θέσεων ειδικευόμενων ανάλογα με τις εγχώριες ανάγκες, ώστε η Αναισθησιολογία να… ανέβει στις προτιμήσεις των νέων επιστημόνων.

Εν τω μεταξύ, ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης υιοθέτησε πρόσφατα την τακτική «μαστίγιο και καρότο», επιδιώκοντας δραστικές λύσεις εκεί όπου τα προβλήματα είναι πιο επιτακτικά. Συγκεκριμένα, σε πρόσφατη επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, απηύθυνε μήνυμα προς τους αναισθησιολόγους του ιδιωτικού τομέα, καλώντας τους να ανταποκριθούν στην ανάγκη κάλυψης κενών εφημεριών σε νοσοκομεία, όπως το Ιπποκράτειο. Παρέπεμψε, μάλιστα, σε ψηφισμένη διάταξη που δίνει τη δυνατότητα να υποχρεώσει τις ιδιωτικές κλινικές που συμβάλλονται με τον ΕΟΠΥΥ να παρέχουν συγκεκριμένες ειδικότητες στο σύστημα όταν προκύπτει ανάγκη. Μάλιστα, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι βρίσκεται σε διαδικασία συνεννόησης με τις ιδιωτικές κλινικές και τους διοικητές των δύο ΥΠΕ τηςΒόρειας Ελλάδας, αναζητώντας μία υβριδική φόρμουλα κάλυψης των αναγκών. Πηγές της οδού Αριστοτέλους, πάντως, τόνιζαν στα «ΝΕΑ» ότι αντίστοιχες παρεμβάσεις θα δρομολογούνται και σε άλλες περιοχές.

Είναι σημαντικό, τέλος, να σημειωθεί ότι η έλλειψη αναισθησιολόγων δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Σε Γαλλία και Ρουμανία επιχειρείται εκστρατεία πειθούς, μέσω του διπλασιασμού των αποδοχών, ενώ στη Βρετανία πρόσφατη έρευνα ανέδειξε πως το έλλειμμα 1.400 αναισθησιολόγων οδηγεί σε καθυστέρηση ενός εκατ. επεμβάσεων ετησίως. Μάλιστα, εκεί, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ένας στους τέσσερις ειδικευμένους δηλώνει ότι θέλει να αποχωρήσει από το δημόσιο σύστημα υγείας (NHS) εντός της επόμενης πενταετίας. Στις ΗΠΑ, πάλι, σε ορισμένες πολιτείες και για εξοικονόμηση δυνάμεων, κατάλληλα εκπαιδευμένοι νοσηλευτές παρέχουν αναισθησία σε ασθενείς ώστε ένας αναισθησιολόγος να έχει υπό την επίβλεψή του δύο χειρουργικές αίθουσες, μέθοδος που φαίνεται να κερδίζει έδαφος και στη Σουηδία.