Πρόσεξέ με, μου λέει μια μέρα η Ολια Λαζαρίδου. Σου έχω βρει ένα υπέροχο θεατρικό με δυο πρόσωπα, τη Σάρα Μπερνάρ και τον υπηρέτη - γραμματέα της, Πιτού. Εχω έτοιμη τη μετάφραση, θα το κάνεις όλο χειροποίητο! Φυσικά θα κάνεις την Μπερνάρ! Ετσι αρχίσαμε να ψάχνουμε νυχθημερόν ποιος θα είναι ο συμπαίκτης μου.
Μα ο Τζούμας, αναφώνησε μια μέρα, πώς δεν το σκέφτηκα αμέσως! Ο Τζούμας; της απαντώ, μα είναι φοβερά δύσκολος (ήδη είχαμε αναπτύξει μια καλή σχέση από τον «Εξολοθρευτή Αγγελο» της Μπρούσκου) θα δεχτεί; Ασε που θα θέλει να κάνει τη Σάρα Μπερνάρ! Ο Τζούμας δέχτηκε αμέσως (είχε μια τρυφερή φιλία με την Ολια). Κωνσταντίνε μου, του είπα όταν συναντηθήκαμε, μήπως να κάνω εγώ τον Πιτού; Αρνήθηκε σθεναρά! Το κουαρτέτο έκλεισε με την επιλογή της Κερασίας Σαμαρά στη σκηνοθεσία (είχαν δουλέψει πρόσφατα μαζί και την εμπιστευόταν πολύ, όπως και εγώ). Εδώ τελειώνει ο πρόλογος και μπαίνουμε στο όνειρο!
Αρχίζουμε πρόβες! Τρόπος του λέγειν... μαζευόμαστε οι τρεις μας (η Ολια είχε απομακρυνθεί όπως οι έξυπνες γκουβερνάντες που αφήνουν μόνα τους τα παιδιά να παίξουν...). Ξεκινήσαμε με αργό ρυθμό (όλο και γινόταν ταχύτερος) να συναντιόμαστε στο σπίτι μου που είχε μετατραπεί σε σκηνικό της μελλοντικής παράστασής μας...
Τι συζητήσεις, με αφορμή το έργο, τι ιστορίες, τι αναφορές, τι ωραία αίσθηση έκανε σε όσους το ανακοινώναμε! Είμαστε και οι τρεις μαγεμένοι από την ιδέα της παράστασης... Βέβαια δεν μπορώ να παραλείψω τα τσάγια μας, τα αρμυρά μας, τα γλυκά μας, τα κρασιά μας, τα φρουτάκια μας, τα φαγητά μας! Για εμένα το έργο ήταν πια η πρόφαση να συναντώ τα παιδιά και να αλλάζουμε σκέψεις για τη ζωή, την αισθητική, την Τέχνη...
Δεν μου έφτανε ο χρόνος δεν τους χόρταινα! Πολλές φορές συνόδευα τον Κωνσταντίνο μέχρι το Φίλιον διασχίζοντας την Πλατεία Εξαρχείων το καλοκαίρι όπου και συνειδητοποίησα πόσο δημοφιλής ήταν αλλά και πόσο ατρόμητος όταν σχεδόν μας επιτέθηκε ένας «περίεργος» τύπος ζητώντας του τον λόγο: Δεν μου λες ρε Τζούμα γιατί είπες στο ραδιόφωνο ότι απορείς που βρίσκουμε τα λεφτά και ζούμε χωρίς να δουλεύουμε; Μου κόπηκαν τα γόνατα, ήταν έτοιμος να τον μουντάρει... πήγα κάτι να πω... μα ο κύριος Τζούμας είναι... (αυτό που ακολούθησε δεν θα το ξεχάσω ποτέ) και τώρα σε ρωτάω και πάλι, του λέει ο Τζούμας με βροντερή φωνή, πού βρίσκετε τα λεφτά, πώς ζείτε, πώς πληρώνετε όλα αυτά τα τατουάζ, τα ρούχα σας, το φαγητό σας; (Η πλατεία άδεια, τρόμος, αυτό ήταν σκέφτηκα, θα μας κάνουνε φέτες...) μας υποστηρίζουν πολλοί, συνεχίζει ο «επαναστάτης», με ποιο σκοπό; του λέει ο Τζούμας, για να πολεμήσουμε εσένα και τους ομοίους σου, του απαντά ο «αναρχικός», το κατεστημένο! Κατεστημένο είσαι εσύ, του ανταπαντά ατακαριστά ο Κωνσταντίνος, άντε ρε να δουλέψετε... κηφήνες (θυμάμαι τις λέξεις μία μία...) Εκεί είπα το τετέλεσται... Παραδόξως ο νεαρός μαλακώνει ελαφρώς και του λέει: αυτά τα λέει ο παππούς μου, για να πάρει την πληρωμένη απάντηση: Με αυτόν μάλιστα να συζητήσω, με σένα τι να πω, άντε πήγαινε από δω. Μέχρι να φτάσουμε ψηλά στην Αραχώβης κοίταγα πίσω διακριτικά... εξαφανίστηκε... Αυτή την πλευρά του Κωνσταντίνου ούτε που τη φανταζόμουν... Ηρωας!!! Μα του λέω όταν φτάσαμε σχεδόν κοντά στο Φίλιον, είσαι με τα καλά σου αυτοί είναι ικανοί να σε λιντσάρουν... Τι μου απάντησε ο αθεόφοβος; «Σώπα καλέ»!
Ο χρόνος μου παίζει παράξενα παιχνίδια, δεν θυμάμαι πότε αρχίζει μια αδιόρατη πτώση του, μ' αυτή την καταραμένη πανδημία; Λίγο πιο πριν; Λίγο πιο μετά; Κάποια στιγμή έχασε την ευστάθειά του, μη φανταστείτε κάτι δραματικό, αν δεν ήταν ψιλόλιγνος δεν θα φαινόταν καθόλου, σιγά σιγά θάμπωσε ο ήχος της φωνής του, μα ήταν πάντα ο περίφημος Τζούμας! Η Κερασία και εγώ με διάφορες πειστικές δικαιολογίες, δικαιολογούσαμε τα αδικαιολόγητα. Εγινε σκοπός της ζωής μας να τον πείσουμε (και τα καταφέραμε) πως η παράστασή μας θα ανέβει, πως το κοινό μας περιμένει (αυτό ήταν αλήθεια και το διασταυρώναμε κάθε μέρα...) αλλά κάθε λίγο και λιγάκι έχανε κάτι από τις δυνάμεις του και εμείς ακάθεκτοι εκεί (θυμάμαι την Κερασία να του λέει μμμ σκέφτηκα να σε βγάλω καθιστό σαν ήρωα του Μπέκετ!). Οι φίλοι άρχισαν να αραιώνουν... τότε εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός ο Θανάσης Λάλας κι αρχίσαμε τις εκδρομές, ορεινή Κορινθία, Βόλο, Χαλκίδα (όπου αποχαιρετίσαμε τον αγαπημένο Γιώργο Κακουλίδη...) μέχρι στα Καλύβια Αττικής.
Κάπου εκεί έγινε το κακό με τις ατυχείς τηλεοπτικές δηλώσεις σηκώνοντας ένα τσουνάμι αντιδράσεων εναντίον του, εναντίον του πιο ευγενικού, του πιο διακριτικού, του πιο κομψού, του πιο κοσμοπολίτη... ο Θεός να με συγχωρέσει τηρουμένων των αναλογιών, με τη σιγουριά ότι είναι υπεράνω υποψίας, έβαλε το παλτό του ως άλλη Παπαδάκη και ακολούθησε τον φακό... Το καλό είναι ότι ποτέ δεν συνειδητοποίησε τον ορυμαγδό γιατί απείχε όλων των τηλεοπτικών ΜΜΕ.
Κάπου εκεί έχασε το ραδιοφωνικό του βήμα που εν λευκώ παραχώρησε τόσα χρόνια το επικοινωνιακό ταλέντο και την αίγλη του (Κωνσταντίνε μου μην ανησυχείς, του είπαμε, θα τα κάνουμε ηχογραφημένα τα λόγια του Πιτού). Μα ποιος νοιαζόταν τώρα για το έργο και το θέατρο, σκοπός μας να περνάει καλά!
Καθημερινά στο Φίλιον πια, τα γκαρσόνια - φίλοι του, ο Αλκης, οι περαστικοί, οι θαμώνες, μια γιορτή... το έργο όμως έργο. Σχέδια επι σχεδίων ώσπου μια μέρα παραπάτησε, έπεσε, τραυματίστηκε. Δεν υπήρχε πια επιστροφή. Εδώ προς το τέλος «του έργου» είναι η στιγμή να πω το πιο ευχάριστο για την ποιότητα της ζωής του χάρη στις δυο υπέροχες αδερφές του τη Μαίρη και τη Δέσποινα. Πρίγκιπας με τα δεκάδες πουκάμισα, τα απίστευτα πολλά μοναδικά παπούτσια, τα κοστούμια, τα φουλάρια... δεν τα φορούσε πια αλλά τα κρατούσε σαν το ημερολόγιο της ζωής του - τα γκουρμέ του.
Θα μπορούσα να μιλάω για τον Κωνσταντίνο με τις ώρες, το σπίτι του, τα βιβλία του, τα ωραία κορίτσια που τον περιστοίχιζαν (Χαρά, τι χαρά του έδωσες! Ματούλα!). Χιλιάδες λεπτομέρειες, ατέλειωτες συζητήσεις, καθημερινά συμβάντα. Αλλά αυτό που θα σας διηγηθώ σαν επίλογο είναι ένα μοναδικό θαύμα που έζησα κοντά του: Εχει τύχει να βοηθήσω πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου, όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, απλώς να τους βοηθήσω, να τους στηρίξω κυριολεκτικά, πιάνοντάς μου το χέρι για ασφάλεια, ν' ανέβουν σκαλιά, να περάσουν ένα δρόμο. Κομψούς ανθρώπους, καλούς ευγενικούς. Ε λοιπόν όλοι μα όλοι σχεδόν, κάρφωναν τα δάχτυλά τους στο μπράτσο μου με αγωνία και με φόβο. Με πονούσαν. Καμιά φορά αν είχα πολύ θάρρος διαμαρτυρόμουν. Αυτός για να περάσουμε από το Φίλιον σχεδόν απέναντι προς στο σπίτι του, απλώς άγγιζε το χέρι μου (στον πήχη) με τεντωμένα δάχτυλα και με βάρος (επειδή μαγειρεύω αισθάνομαι ακριβώς) όσο βούτυρο ή αλεύρι βάζω στη μπεσαμέλ... γύρω στα 150 γραμμάρια. Ενας άνθρωπος δυο μέτρα ψηλός, δεν βάρυνε ποτέ κανέναν!
Ο Αγγελος Παπαδημητρίου είναι καλλιτέχνης.