Η αναφορά μου σήμερα στο ποιητικό γεγονός. Και στην πορεία του μέσα στην κοινωνική και πολιτική ιστορία του ανθρώπου. Οταν ανατρέχουμε στις πιο βαθιές ρίζες της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο, όταν έκανε το μεγάλο άλμα, αλλά έκανε και τα τέσσερα πόδια δύο, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το περιεχόμενο του εγκεφάλου του, τα πρώτα τεκμήρια, όσα διασώζονται των αντιδράσεών του στη νέα συνθήκη βίου, μας πληροφορούν για μια στροφή ΑΠΕΝΑΝΤΙ στη Φύση. Μια επανάσταση, αφού ένα φυσικό ον, υποταγμένο στη φυσική αναγκαιότητα, παίρνει μιαν απόσταση από τον φυσικό κόσμο και τον παρατηρεί, τον αναλύει, τον κρίνει και, συχνά, τον διορθώνει και τον αλλάζει. Για να συμβεί αυτό έπρεπε από υποκείμενος στη φύση να αντιμετωπίσει τη φύση ως αντικείμενο, αλλά με μια εξαίσια συνθήκη: να λειτουργεί ταυτόχρονα ως υποταγμένος στη φυσική νομοτέλεια και στην ερευνητική ουδετερότητα. Ο άνθρωπος πεθαίνει και γνωρίζει εκ πείρας αδιάψευστης πως είναι θνητός, συνάμα παρατηρεί και εκλογικεύει και αποδέχεται τη θνητή του ύπαρξη, συνάζει, ταυτοποιεί, ομαδοποιεί, αιτιολογεί, αξιολογεί, περιορίζει ή αυξάνει τις δυνατότητες της φύσης του, σωματικές, ψυχικές, πνευματικές.
Ετσι, τεκμήρια αυτής της πορείας του μέσα στον κόσμο οδηγούν κάποιους ευαίσθητους δέκτες να τα μεταποιούν σε πληροφορίες υψηλής συναισθηματικής και πνευματικής αποτελεσματικότητας. Αυτό ονομάστηκε από τον ιστορικό άνθρωπο: ΠΟΙΗΣΗ. Θυμίζω πως στην ελληνική γλώσσα που δάνεισε τη λέξη και σε πολλές άλλες γλώσσες «ποίηση» σημαίνει «δημιουργία εκ του μηδενός». Αλλη σημασία έχει το «δρω», άλλη το «πράττω» και άλλη το «ποιώ». Θυμίζω πως στην Παλαιά Διαθήκη στη μετάφρασή της πρώιμα στην ελληνική ο Θεός χαρακτηρίζεται Ποιητής Ουρανού και Γης, άρα Δημιουργός που εποίησε τον κόσμο εκ του μηδενός.
Η ανθρώπινη ιστορία έχει να μας αφηγηθεί με ποιητικό τρόπο, δηλαδή να καταγράψει την πορεία του ανθρώπου από το μηδέν και το σκότος στη φύση και την αλήθεια, στην απουσία δηλαδή λήθης. Ως εκ τούτου είναι εξαίσιος ο ορισμός που χαρακτηρίζει τον Ανθρωπο ως ιστορικό ζώον, δηλαδή μνήμον ζώον. Ο θάνατος, για να θυμηθούμε τον Λορέντζο Μαβίλη, είναι η αυτοκρατορία της λήθης.
Οι κοινόχρηστες αυτές στην εμπειρία του καθενός παραπάνω σκέψεις μου επιτρέπουν να αναφερθώ στα δύο είδη ποίησης που μας κληροδότησε το παρελθόν όλων των λαών. Δεν υπάρχει κανένας λαός, όπως μας πληροφορεί η κοινωνική ανθρωπολογία, που να μην εμφανίστηκε στη σκηνή της Ιστορίας χωρίς ποιητική προίκα. Αλλοτε ο θεός, άλλοτε το γένος, άλλοτε ο εχθρός, άλλοτε ο φόβος, οι ελπίδες, η ασφάλεια, οι επιθυμίες λαών και ατόμων έχουν σωρεύσει στη συνείδησή μας εξαίσια δείγματα του καταφυγίου της ποιήσεως. Οταν η ιστορία ως επιστήμη της μνήμης δεν έχει εμφανιστεί στον ορίζονται ως ανάγκη του ανθρώπου στην επιστροφή στο παρελθόν, η ποίηση έγινε παρηγορία και περιουσία της κοινότητας. Οι Αιγύπτιοι, οι Σουμέριοι, οι Πέρσες, οι Ινδοί, οι Κινέζοι, οι Αιθίοπες και στον Βορρά οι Εσκιμώοι και πέρα από τον Ωκεανό οι ερυθρόδερμοι λαοί, οι Αζτέκοι π.χ. και οι άνθρωποι των δασών στη Βραζιλία και τη Γη του Πυρός κατέφυγαν στο καταφύγιο της ποίησης.
Εγραφα κι άλλοτε εδώ πως ναυαγοί που ξεβράστηκαν σε ένα νησάκι στον Ειρηνικό, έκπληκτοι αντίκρισαν την ύπαρξη ιθαγενών που λάτρευαν ως ουρανόθεν θεότητα ένα διπλάνο που είχε πέσει στα όρη τους. Γεμάτο με ζωύφια και καλυμμένο με φυτά που το είχαν «αφομοιώσει» λατρεύτηκε ως θεός, στον οποίον θυσίαζαν οι ιθαγενείς ζώα και νήπια ανθρώπων!
Αλλά ας έρθουμε στις συντεταγμένες της ιστορικής μας εμπειρίας. Το παλαιότερο τεκμήριο της φυλετικής μας μνήμης είναι, βέβαια, τα ομηρικά έπη που, μαζί με τα δύο διάσημα, συγκαταλέγουν και τους ύμνους προς τους θεούς. Τουλάχιστον έχουν ως γλώσσα το ίδιο ελληνικό ιδίωμα της «Οδύσσειας». Αν δεν είναι ομηρικά, είναι σύγχρονά τους. Τα έπη του Ομήρου δεν είναι μόνο γλωσσικά και ποιητικά μνημεία. Περιέχουν πληροφορίες γεωγραφικές, ιατρικές, επαγγελματικές, καιρικές, θρησκευτικές, μαθηματικές, φυσιογνωμιστικές, αστρονομικές, ναυτιλιακές, γαστρονομικές και μύριες άλλες. Η ομηρική ποίηση είναι ελληνοταμείον, όπως την ονόμασα παλιότερα. Από την ομηρική εποχή και μέχρι τις μέρες μας η ποίηση διακρίνεται σε δύο θεμελιώδεις λειτουργίες: την αντικειμενική κυριολεκτικά (απέναντι στο κείμενο, γεγονός, φαινόμενο, νόημα) και την υποκειμενική. Από τη μία ο Ομηρος, ο Πίνδαρος, ο Σόλων και από την άλλη η Σαπφώ, ο Αλκαίος. Η ίδια διάκριση υπάρχει και στην ποίηση των ιστορικών χρόνων στην ελληνιστική εποχή και, βέβαια, στη σπουδαία ρωμαϊκή ποίηση, επική και λυρική, από την «Αινειάδα» ως τα ποιήματα του Ορατίου.
Δεν θα επεκταθώ στην ευρωπαϊκή ποιητική ιστορία. Θα περιοριστώ στην ελληνική ποιητική περιπέτεια. Δεν χρειάζεται να μείνω πολύ στην εξαίσια εκκλησιαστική ποίηση. Πέρα από τη λειτουργία, ο επιτάφιος θρήνος και η αναστάσιμη ποίηση. Η νεκρώσιμη ακολουθία, οι Χαιρετισμοί και, βέβαια, τα κοσμικά ακριτικά ποιήματα και αργότερα η πολύ σημαντική λαϊκή ποίηση της Ευρώπης, οι παραλογές, τα τραγούδια της ξενιτιάς, τα γαμήλια, τα μοιρολόγια, τα αριστουργηματικά δίστιχα, η ποντιακή, η κυπριακή, η κατωιταλική λαϊκή ποίηση δεν χρειάζεται άλλον έπαινο από το γεγονός πως τη συνέλεξαν, τη δημοσίευσαν και τη διέδωσαν στην Ευρώπη ξένοι λόγιοι φιλόλογοι και ιστορικοί της λογοτεχνίας.
Οτι διασώθηκαν στη μνήμη των συγκαιρινών τους τραγούδια που δημιούργησαν ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης και οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου και οι γυναίκες του Ζαλόγγου είναι τεκμήριο της ποιητικής κληρονομιάς του λαού μας.
Θα τελειώσω τη σημερινή αναφορά μου σε αυτή την έξοχη προίκα της γλώσσας και της ευαισθησίας μας με τους ποιητές από τον 19ο αιώνα ως σήμερα που βοτάνισαν τον κήπο της γλωσσικής, ιστορικής και κοινωνικής μας ανθοφορίας. Από τον Ρήγα Βελεστινλή που λιτά και έξοχα λειτούργησε ως δάσκαλος του Γένους μέσω της διαχρονικής του ποιητικής συνείδησης ως τον Ανδρέα Κάλβο και τον μεγάλο Διονύσιο Σολωμό και, βέβαια, τον Παράσχο, άνοιξε ο δρόμος προς μια πλειάδα ποιητικών πατέρων του Γένους, της Πολιτείας και της Παιδείας μας. Ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Βαλαωρίτης, ο Παπατσώνης, ο Καρυωτάκης και στη συνέχεια ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Εγγονόπουλος (με τον αντιπροσωπευτικό του στίχο, εκτός των άλλων έξοχων: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Ελληνας»), ο Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος μας χάρισαν ποίηση που ανέδειξε και όχι σπάνια έκρινε αυστηρά και τη φυλετική μας φύση και την κρίση και τα λάθη και τις τόλμες μας.
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με την αναφορά στο έξοχο πολιτικό, πνευματικό κληροδότημα του μακαρίτη φίλου και συμπατριώτη Γιάννη Νεγρεπόντη «Φυλάττειν Θερμοπύλας» που γράφτηκε στα νησιά της εξορίας. Ολη αυτή η πνευματική διαθήκη των πολιτών - ποιητών μας δίπλα στην εξαίσια λυρική και υποκειμενική ποίηση από τον Παπαρρηγόπουλο ως τον Χατζόπουλο, τον Μαβίλη, τον Μαλακάση, τη Μυρτιώτισσα, τον Γρυπάρη ως τη λυρική φωνή της γενιάς μας, τον Νίκο Γκάτσο.