Θα κλείσω σήμερα την αναφορά στον Τσέχωφ, εστιάζοντας κυρίως και στις σκηνοθετικές προσεγγίσεις των έργων του από δύο σημαντικούς σκηνοθέτες, έναν Ρώσο και έναν Ελληνα, μακαρίτες πια! Εγραφα το 1988 στην κριτική μου, με τίτλο «Νείκος και φιλότης», για την παράσταση του «Βυσσινόκηπου» στο Θέατρο Αθήναιον από τον θίασο Καρέζη – Καζάκου, που σκηνοθέτησε ο σπουδαίος ρώσος σκηνοθέτης Ολεγκ Εφραίμωφ (είχα την ευτυχία να συνομιλήσω μαζί του, όταν τον φιλοξενούσε στη χώρα μας το θιασαρχικό ζεύγος): «Εχω πολλές φορές την εντύπωση πως ο Τσέχωφ είναι ένας φυσικός συγγραφέας. Φυσικός, όπως φυσικούς συνηθίσαμε να λέμε τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Είναι, μάλιστα, φορές που ο Τσέχωφ με οδηγεί κατευθείαν στον Εμπεδοκλή, τον συνδυαστικό φιλόσοφο από τον Ακράγαντα, που αποπειράθηκε να συμφιλιώσει τον αεικίνητο κόσμο του Ηράκλειτου με τον παγωμένο, ακίνητο κόσμο του Παρμενίδη. Ετσι, μιλώντας για τα ριζώματα, τα τέσσερα αθάνατα στοιχεία, το ύδωρ, τη γη, το πυρ και τον αέρα, έβρισκε ερείσματα στον παρμενίδειο κόσμο και, μιλώντας για τις ποικίλες δυνατότητες μείξεων των ριζωμάτων, κατέφασκε στο γεμάτο ποικιλία μορφών σύστημα του σοφού της Εφέσσου. Οι δύο συνταρακτικές δυνάμεις που εγγυώνται την αιώνια μείξη και διάλυση των απείρων συνδυασμών των ριζωμάτων είναι το νείκος και η φιλότης, η έλξη και η άπωση, η γέννηση και ο θάνατος των μορφών, ο έρως και η έρις. Το νείκος είναι ουλόμενον, η φιλότης σχεδύνη, η διχόνοια είναι καταστροφή, η ομόνοια, η αρμονία, συνεκτική, σταθερή. Είναι, λοιπόν, φυσικό ο Τσέχωφ, ένας κατεξοχήν ανατόμος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να επαληθεύεται από τα σχεδόν νομοτελειακά σχήματα της προσωκρατικής σκέψης των φυσικών. Οι σκέψεις αυτές βρήκαν απάντηση στην παράσταση του «Βυσσινόκηπου» που σκηνοθέτησε ο Ολεγκ Εφραίμωφ στο Θέατρο ΑΘΗΝΑΙΟΝ. Γιατί η παράσταση αυτή ήρθε να ανατρέψει, από τη μια την καθιερωμένη μανιέρα, με την οποία προσεγγίζεται ο Τσέχωφ στον τόπο μας, και από την άλλη να προτείνει μια διαλεκτική ανάγνωση, μια ανάγνωση δηλαδή ορθολογιστική, αλλά όχι δογματική και απόλυτη. Εξηγούμαι. Εως τώρα ο Τσέχωφ παιζόταν με μια μονότροπη μέθοδο, γεμάτος σκιές, νεκρούς χρόνους και κατήφεια. Η μέθοδος αυτή, την οποία υπερασπιζόταν πειστικά ο Κουν, εφέρετο ως η πεμπτουσία της αναγνώσεως του Στανισλάφσκι. Οι παραστάσεις, όμως, του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας δεν είχαν γίνει γνωστές στη Δύση, παρά μέσω μεσαζόντων. Νομίζω πως κύριος υπεύθυνος για το στυλ, με το οποίο ταύτισε η Δύση τον Τσέχωφ είναι ο Κομισαριέφσκι και η πρώτη Νίνα, η Κομισαριέφσκαγια, που εγκαταστάθηκαν από το 1908 στο Λονδίνο και καταπιάστηκαν με τη διάδοση του τσεχωφικού έργου στην Ευρώπη και την Αμερική. [….] Μίλησα ήδη για τον ορθολογισμό τον χωρίς δογματισμούς. Σχολιάζοντας κάπου ο Σέξτος ο Εμπειρικός τον Εμπεδοκλή, γράφει πως το κριτήριο του φιλοσόφου για την αλήθεια δεν ήταν οι αισθήσεις, αλλά ο ορθός λόγος. Μόνο που τον έβλεπε να συγκροτείται από ένα μέρος ανέκφραστο και ένα μέρος εκφραστέο και εκφραστό. Ετσι, ανέξοιστον και εξοιστόν. Οι όροι ισχύουν χωρίς εκπτώσεις για τον Τσέχωφ. Με την επιστημονική του εμμονή ως μέθοδο παρατήρησης καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά και σημειώνει στο ημερολόγιο του πειραματικού εργαστηρίου τις έλξεις και τις απώσεις του ζωντανού υλικού του. Ιδού στην παράσταση του Εφραίμωφ, η μέθοδος εξέτασης είναι σχεδόν ιδανική συνθήκη πειράματος. Τα πρόσωπα εισέρχονται στη σκηνή και καταυγάζονται μέσα σε ένα φως που τα απομονώνει, όπως συμβαίνει με τις αποικίες των ιών, των βακτηρίων και των μυκήτων. Ο πειραματιστής, ο συγγραφέας και ο θεατής από την ίδια γωνία παρακολουθούν τις «συνάφειες» (για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο) που δημιουργούνται. Τα πρόσωπα συναντώνται και χωρίζονται, υποκύπτουν σε αναγκαιότητες φανερές ή αφανείς, ανθίστανται σε κάποιες λογικές κλήσεις, αφήνονται σε παράλογες σχέσεις, άλλοτε το καταστροφικό, σχεδόν μοιραίο, σκοτεινό νείκος, το πυρ του πάθους τα διαλύει, και άλλοτε η συνεκτική, υγρή φιλότητα τα δοκιμάζει και τα λιώνει σε υδαρείς ενώσεις και συχνά συμπαγείς. Aυτές, όμως, οι συμπεριφορές είναι εξοιστές, εκφράζονται και εξηγούνται ποσώς. Αλλες, όμως, παραμένουν ανέξοιστες, ανέκφραστες και μετέωρες. […] Ο Εφραίμωφ είναι σκηνοθέτης που διαθέτει πριν απ’ όλα αίσθημα του χιούμορ, απαραίτητο προσόν για να πλησιάσει κανείς τον Τσέχωφ. Χιούμορ, βέβαια, σημαίνει την άλλη όψη της απελπισίας και έτσι διάβασε τον «Βυσσινόκηπο». Αλλά αν θέλει κανείς να βρει μιαν άλλη αντιστοιχία δεν θα τον διαψεύσει η μουσική. Μουσική ανάγνωση σημαίνει, βέβαια, διαύγεια, σαφή διάκριση ρυθμών και μελωδίας και ορθή κατανομή των ηχοχρωμάτων. Βλέποντας και ακούγοντας την παράσταση του Εφραίμωφ αντιλαμβανόσουν τον τρόπο που «ενορχηστρώνει» ο Τσέχωφ. Πώς μπαίνουν τα μοτίβα, πώς διαλέγονται τα όργανα, τα τολμηρά που τραγουδούν μαζί, έγχορδα ή χάλκινα, πώς συνηχούν οι ηχητικές μάζες και πώς πάλι, με μια διαφωνία, σπάει ο ρυθμός για να βρεθεί παρακάτω μια νέα συστοιχία. Οποιοι περιμένουν από το «Βυσσινόκηπο» του Εφραίμωφ τη συνηθισμένη τσεχωφική νωχέλεια, θα απογοητευτούν ή, καλύτερα, θα ξαφνιαστούν με τα παράδοξα των ήχων που εισάγονται και υπονομεύουν την επιφανειακή ροή. Εκείνα τα τριζάτα παπούτσια του Επιχόντωφ στην πρώτη πράξη, τι έξοχο σχόλιο, τι ρωγμή, τι ειρωνεία στη ροή των πραγμάτων. Τι προάγγελος των επερχομένων!».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ