Ο όρος μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1980 από τον Ludwig για να χαρακτηρίσει την υπερβολική άθροιση λίπους στο ήπαρ η οποία προκαλούσε συχνά φλεγμονές ή και ουλές και σήμερα έχει εξελιχθεί στην πιο συχνή ηπατική νόσο παγκοσμίως πλήττοντας το 15-35% των ενηλίκων. Ωστόσο, παρά τη συχνότητα εμφάνισης της νόσου, κατά ένα μεγάλο ποσοστό παραμένει ασυμπτωματική με συνέπεια να διαφεύγει συχνά της ιατρικής διάγνωσης αφήνοντας τον ασθενή εκτεθειμένο σε πιθανές ηπατικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές που μπορεί να είναι δύσκολα αναστρέψιμες. Η μη αλκοολική λιπώδης ηπατική νόσος απαντάται συνήθως σε συνδυασμό με παχυσαρκία, υψηλή συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση, αντίσταση στην ινσουλίνη με ή χωρίς διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο και δυσλιπιδαιμία. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία οριοθετεί επίσημα με δημοσίευσή της σε υψηλού κύρους ιατρικό περιοδικό τη σχέση της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος με την αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο και τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νοσηρότητας.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ