Το 1979, επ’ ευκαιρία της παράστασης των «Βρικολάκων» του Ιψεν στο θέατρο ΑΘΗΝΑ, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, με πρωταγωνιστές τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη (Κυρία Αλβινγκ) και τον Γιάννη Φέρτη (Οσβαλντ), έγραφα στο «Βήμα» και στην κριτική μου, με τίτλο «Η αναπαραγωγή»: «Οι «Βρικόλακες» του Ιψεν ήταν το πρώτο έργο του νορβηγού δραματουργού που παίχθηκε στην Ελλάδα το 1894, δώδεκα χρόνια ύστερα από το «σκάνδαλο» της έκδοσής του και τέσσερα χρόνια ύστερα από την παρισινή πρεμιέρα του, που το καθιέρωσε. Από τότε, 85 χρόνια ο Ιψεν γαλούχησε γενιές συγγραφέων και προκάλεσε τους σημαντικότερους έλληνες σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ο Θωμάς Οικονόμου, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Φώτος Πολίτης, ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Κάρολος Κουν, ο Αλέξης Μινωτής, ο Πέλος Κατσέλης, ο Τάκης Μουζενίδης και από τους νεότερους ο Μίνως Βολανάκης, ο Εύης Γαβριηλίδης και ο Σπύρος Ευαγγελάτος δοκίμασαν το τάλαντό τους και την ευαισθησία τους πάνω στην αντοχή της ιψενικής φόρμας. Η προσωπική δημιουργία του Θωμά Οικονόμου ως Οσβαλντ στους «Βρικόλακες» (ερμηνεία που, όπως φαίνεται, άφησε τα σημάδια της στη γενιά του πρώτου τετάρτου του αιώνα μας), η ανεπανάληπτη σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη στον «Πέερ Γκυντ» (όπου ο Μινωτής και η Σαπφώ Αλκαίου και ακόμη η Παξινού, ο Βεάκης, η Παπαδάκη, η Ρίτα Μυράτ, η Μιράντα έπλασαν αξέχαστους ρόλους), η «Νόρα» της Μανωλίδου και του Κωτσόπουλου, ο «Μπόρκμαν» του Βεάκη και αργότερα του Μινωτή, ο «Ρόσμερσχολμ», η «Αγριόπαπια» και οι «Βρικόλακες» του Κάρολου Κουν, ο «Εχθρός του λαού» του Μίνου Βολανάκη, οι «Μνηστήρες του θρόνου» και η σημαντική σύλληψη του Πέλου Κατσέλη, η «Κυρά της θάλασσας» του Σπύρου Ευαγγελάτου, με μιαν αξέχαστη Βαλάκου, η «Εντα Γκάμπλερ» με την Αρώνη και αργότερα με τη Βαλάκου, στην ενδιαφέρουσα σκηνοθετική σύλληψη του Εύη Γαβριηλίδη, δημιούργησαν μιαν ιψενική παράδοση στο θέατρό μας που οι καταβολάδες της έθρεψαν και την ντόπια θεατρική παραγωγή. Ο Ιψεν έπλασε τον Ξενόπουλο. […] Οι «Βρικόλακες» είναι το τελειότερο κατόρθωμα της ιψενικής γραφής. Φόρμα και περιεχόμενο λειτουργούν συμπληρωματικά με τέτοια μαστοριά, ώστε δεν μπορείς να διακρίνεις αν η φόρμα, το τέλειο σχέδιο, η σοφή δομή και η κλιμακωτή ανάπτυξη πηγάζουν από τις ενδιάμεσες ιδέες ή αν οι ιδέες και η εκρηκτικότητά τους προκαλούν την πυκνή τεκτονική σύλληψη. Ποτέ άλλοτε το θέατρο ιδεών δεν καταξιώθηκε τόσο μέσα από τους χαρακτήρες και ποτέ χαρακτήρες δεν μετέφεραν τόσο φυσικά πάνω στη σκηνή ένα τόσο σφιχτό πλέγμα ιδεών, χωρίς το ένα να γίνεται αχθοφόρος του άλλου. Στους «Βρικόλακες» η κοινωνική κριτική αγγίζει τις ρίζες του κοινωνικού κακού. Ο Ιψεν κοινωνιολογεί με όπλο τη βιολογία. Η ανάλυσή του δεν αρκείται να αποδομήσει το κοινωνικό status quo, δεν περιορίζεται να δείξει ή να καταγγείλει το πλέγμα των συμβάντων πάνω στο οποίο ένα δοσμένο οικονομικό σύστημα εγγράφει την ψευτοσυνείδησή του και την ιδεολογία του. Ο Ιψεν αποδείχνει πως το σύστημα αναπαράγεται και μέσα από τους άτεγκτους νόμους της κληρονομικότητας. Οταν ο Μέντελ διατύπωνε τους νόμους της κληρονομικότητας με τα περίφημα μπιζέλια του, δεν μπορούσε να φανταστεί ποιους δρόμους άνοιγε στην κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την πολιτική. Ο Ιψεν πρώτος συνέλαβε τις συνέπειες και πρώτος διέκρινε τον υπόγειο δρόμο που συνδέει τις σκοτεινές διεργασίες του ζώντος οργανισμού με το σύμπλεγμα των φαινομένων που οργανώνουν τον πολιτικό βίο. Βρικόλακες είναι η αναπαραγωγή του συστήματος, του μοντέλου και στην ιστορία του κυττάρου και στην ιστορία της κοινωνίας, γιατί η οικογένεια Αλβινγκ ήταν ένα κοινωνικό κύτταρο, μοντέλο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Δεν έγινε άκριτα σύγκριση ανάμεσα στον «Οιδίποδα» και στους «Βρικόλακες». Και η σύγκριση δεν περιορίζεται μόνο στην τέλεια αρχιτεκτονική. Και εκεί και εδώ το «κακό» κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες, είναι κληρονομημένο. Η διαφορά έγκειται στο ότι η αρχαία τραγωδία ανάγεται σε οντολογικά προβλήματα, ενώ στον Ιψεν εξαντλείται σε επίπεδα «λογικά». Στην τραγωδία του Σοφοκλή υπάρχει εξιλέωση, κάθαρση, φωτισμός, στο δράμα του Ιψεν δεν υπάρχει ελπίδα, αφού δεν υπάρχει άλλη διάσταση και άλλη προοπτική. Η τραγική ύβρις έχει οδό επιστροφής, η κοινωνική «αδικία» είναι αδιέξοδη. Στην τραγωδία η «φύση» αλαζονεύεται και υπερβαίνει τα όριά της. Στο δράμα του Ιψεν η «φύση» ταπεινώνεται, υποτάσσεται, υποκρίνεται, αυτοδεσμεύεται. Στον «Οιδίποδα» οι ήρωες καταστρέφονται, γιατί ακολουθούν τον δρόμο του φυσικού δικαίου, στους «Βρικόλακες», γιατί διαλέγουν το θετό, κατά συνθήκην δίκαιο. Οι πρώτοι συντρίβονται από το θετό, οι δεύτεροι από το φυσικό. Ο Οιδίποδας είναι τραγικό πρόσωπο, ο Οσβαλντ, ο Μάντερς, η Ρεγγίνα, η κυρία Αλβινγκ είναι κοινωνικά θύματα. Η ταπεινή μου γνώμη είναι πως το ελληνικό κοινό δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί το βάθος της ιψενικής κριτικής. Γοητεύεται από το θεατρικό παιχνίδι και το στενό οικογενειακό δράμα. Κι αυτό, γιατί ο Ιψεν αντιμετωπίζει μια συγκεκριμένη ηθική και έναν συγκεκριμένο κοινωνικό κώδικα, προϊόντα της προτεσταντικής ηθικής. Οι έννοιες της πρόνοιας και του θείου σχεδίου, η έννοια της προτεσταντικής χάριτος και του προορισμού, που στο επίπεδο της πολιτικής ζωής γέννησε τον σκληρότερο καπιταλισμό, είναι απρόσιτες για έναν άνθρωπο που βιώνει, έστω και ιστορικά, την ορθοδοξία. Συγκρίνετε πώς αντιμετωπίζεται ένας κολασμένος, όπως ο Μαρμελάντοφ ή ο γερο-Καραμάζοφ από τον Ντοστογέφσκι και πώς από τον Ιψεν. Πώς ο Μίσκιν και πώς ο Οσβαλντ. Θα περίμενε κανείς, τώρα που έχουμε απαλλαγεί από τις αισθητικές προκαταλήψεις, μια σκηνοθεσία των «Βρικολάκων» κριτική. Χωρίς να διαταραχθεί η ιψενική δομή, χωρίς να υπονομευτεί το ήθος των ηρώων, θα περίμενε κανείς μιαν ανάγνωση ανοιχτή, όπου οι ιδέες θα φανέρωναν την κοινωνική καταγωγή τους».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ