Ο φίλος Θανάσης Νιάρχος, στα «ΝΕΑ» της 22-23/1/2022, φιλοξένησε απόψεις σκηνοθετών και ηθοποιών σχετικά με τη μεταφορά της λογοτεχνίας, του διηγήματος ή του μυθιστορήματος στην ελληνική σκηνή. Ομολογώ πως από την έρευνα αυτή μου έλειψαν οι γνώμες ενός πεζογράφου που έχει δει το κείμενό του ως θεατρικό έργο και ενός πεζογράφου που αρνείται να αποδεχθεί μια τέτοια μεταποίηση. Επίσης των δύο κριτικών αυτής της εφημερίδας (ή και άλλων συναδέλφων άλλων έντυπων μέσων) δεν ζητήθηκε η γνώμη τους, έστω κι αν κάποιοι, με ιστορία μισού αιώνα, έχουν αντιμετωπίσει, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, τη μεταφορά ενός πεζού λογοτεχνικού είδους σε σκηνική πράξη. Πάντως, χωρίς να θέλω να προεξοφλήσω μιαν απάντηση, ίσως ο φίλος Νιάρχος εμμέσως ανέμενε ότι θα ερέθιζε τους συνεργάτες κριτικούς της εφημερίδας να πάρουν θέση πάνω στα προβλήματα που έθετε η έρευνά του.
Στην Ελλάδα έχουμε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις σημαντικών έργων της σκηνής που προσήλθαν από προηγούμενη καριέρα ως μυθιστορήματα ή νουβέλες. Το πλέον σημαντικό είναι η περίπτωση του Γρηγορίου Ξενόπουλου που έχω τη γνώμη πως κανένα από τα σαράντα περίπου θεατρικά του έργα δεν είχε πρωτοεμφανιστεί ως πεζό λογοτεχνικό κείμενο. Το ίδιο συνέβη και με τον Σπύρο Μελά και με τον Παντελή Χορν και με τον Δημήτρη Μπόγρη, σε μικρότερο βαθμό. Ο Ξενόπουλος, μεροκαματιάρης γραφιάς, αφού, όταν δεν έγινε ακαδημαϊκός, σε ένδειξη διαμαρτυρίας έπαψε να γράφει σε συνέχειες στις εφημερίδες χρονογραφήματα και επιστολές προς τα παιδιά στη «Διάπλαση των Παίδων», δεν είχε να φάει και να πληρώσει τα αναγκαία του νοικοκυριού του. Σε ένα συνέδριο που έγινε κάποτε στη Λευκάδα για το έργο του Ξενόπουλου η εισήγησή μου ήταν για τον θεατρικό συγγραφέα Ξενόπουλο ως διασκευαστή των δικών του πεζογραφικών έργων σε σκηνικά έργα. Λ.χ., η νουβέλα του «Ερως εσταυρωμένος» έγινε το αριστούργημά του, θεατρικό δράμα «Στέλλα Βιολάντη». Οταν δημοσιεύτηκε η νουβέλα, του ζήτησαν να το μεταποιήσει σε θεατρικό έργο και η Κοτοπούλη και η θανάσιμη αντίπαλός της Κυβέλη. Εγραψε το έργο και το έπαιξαν ΚΑΙ οι δύο, η Κοτοπούλη στην Αθήνα και η Κυβέλη στην Πάτρα, και μάλιστα τις ίδιες μέρες!! Στις παραστάσεις της Κοτοπούλη, μάλιστα, αλλά και της Κυβέλης αργότερα, ο Ξενόπουλος απαίτησε πριν από την αυλαία της έναρξης να απαγγέλλεται το έξοχο ποίημα του Κωστή Παλαμά για τη «Στέλλα», με συνοδεία πιάνου και με τη μουσική που έγραψε για το έργο ο μεγάλος συνθέτης Μανόλης Καλομοίρης!!
Και τώρα επί της ουσίας του προβλήματος. Είναι ή δεν είναι νόμιμο ειδολογικά να μεταποιείται ένα πεζό λογοτέχνημα σε θεατρική γραφή, άρα ζωντανή μίμηση πράξεως; Απάντηση ευθεία και κάθετη: δεν είναι! Με ποια έννοια; Η πεζογραφία γράφεται για να διαβάζεται, είτε από έναν ξεμοναχιασμένο αναγνώστη ή από έναν αναγνώστη με ακροατήριο. Για χρόνια ακούγαμε εμείς οι παλιότεροι, κολλημένοι στο ραδιόφωνο, την Κατίνα Παξινού να διαβάζει τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και τον Θάνο Κωτσόπουλο Καραγάτση και τον Νίκο Παρασκευά τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα. Η πεζογραφία και το θεατρικό κείμενο έχουν μια δογματική διαφορά. Διαφορά που ιδιοφυώς προέβλεψε ο Αριστοτέλης στον ορισμό της τραγωδίας, όπου ρητά μίλησε για «μίμησιν πράξεως ζώντων και ου δι' απαγγελίας»!
Αρα είναι αισθητικά απαγορευμένο να μεταφέρει κανείς στη σκηνή ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα ή ένα διήγημα; Ναι, ένα πεζογράφημα δεν μεταφέρεται χωρίς να δολοφονηθεί σε ένα άλλο είδος τέχνης. Μια ιστορία όμως, ένα στόρι, ναι! Εξηγούμαι. Ενας θεατρικός συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αντλήσει τις υποθέσεις του έργου του από προσωπικές ιστορίες, οικογενειακές τραγωδίες ή φάρσες, από το ρεπορτάζ του Τύπου, τώρα από τα επίκαιρα και τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης, από τις αναμνήσεις ή τα απομνημονεύματα, προφορικά ή γραπτά, γνωστών ή ανώνυμων πολιτών, από τα παραμύθια, τις παραδόσεις των λαών, από καφενόβιες αφηγήσεις, από καβγάδες στην πολυκατοικία, στον δρόμο, από δίκες στα δικαστήρια, από ρεπορτάζ στη Βουλή, σε αίθουσες διδασκαλίας, σε αλληλογραφία ερωτευμένων ή διαδίκων, σε ανακοινώσεις από συνέδρια. Τίποτα δεν απορρίπτεται ως ερέθισμα για τη μεταφορά του σε έργο τέχνης. Μια έντονη συζήτηση στη Βουλή μεταξύ αντιφρονούντων πολιτικών είναι δυνατόν να γίνει (και έχει γίνει) ζωγραφικός πίνακας, σατιρικό ποίημα, χρονογράφημα, κριτική ιδεολογική, ψυχογράφημα, διήγημα και θεατρική σκηνή.
Κάθε μεταφορά έχει τους νόμους της, τα στεγανά της και τις ιδιαιτερότητές της. Επί του προκειμένου τώρα. Ενα μυθιστόρημα γίνεται, και πώς, θεατρικό κείμενο; Γίνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που γίνεται θεατρικό δρώμενο μια είδηση του αστυνομικού δελτίου ή της μαρτυρικής κατάθεσης στο δικαστήριο ή της νεκροψίας του ιατροδικαστή ή του παραληρήματος ενός ετοιμοθάνατου.
Οποιος αποφασίζει να κάνει θέατρο τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη ή τη «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, θα πρέπει να αφήσει στην μπάντα τη λογοτεχνία, δηλαδή το ύφος, το ήθος, τη μουσική του κειμένου. Θα αρκεστεί να αντλήσει στοιχεία του «γεγονότος», των «δρωμένων», όπως θα έκανε αν αντλούσε ερεθίσματα από μια συνάντηση στον δρόμο, από μια είδηση στην τηλεόραση ή ακόμη και σε αρθρογραφία που αναλύει πολιτικά, πολιτιστικά ή ηθογραφικά δρώμενα.
Ο Ξενόπουλος, όταν μετέτρεψε τη νουβέλα του σε θεατρικό έργο, τη «Στέλλα Βιολάντη», έπρεπε να χωρέσει τη δράση σε ένα μονοσάλονο σκηνικό. Ολο το δράμα γίνεται στο σαλόνι των Βιολάντηδων. Στο πεζό η δράση γίνεται στη χώρα της Ζακύνθου, στην ύπαιθρο, στο ταχυδρομείο, στο μαγαζί του Βιολάντη, στη σοφίτα που φυλακίζεται η Στέλλα. Και το τέλος της νουβέλας στο νεκροταφείο, όπου κηδεύεται από τον σπαράζοντα υποκριτικά, αλλά πειστικά Βιολάντη που την ώθησε στο μοιραίο. Ολα αυτά απουσιάζουν από τη σκηνική πράξη.
Οσοι έχουν δει στο θέατρο το έργο του Ξενόπουλου έως πρόσφατα είναι βέβαιο ότι αγνοούν τη νουβέλα. Ο Ξενόπουλος ένα αυτόνομο, αυτοτελές, αυτοαναφορικό έργο. Κοινό στοιχείο με τη νουβέλα του είναι η υπόθεση, το στόρι, όπως θα μπορούσε να αντληθεί από αναγνώσεις, αφηγήσεις ή πάσης φύσεως ντοκουμέντα.
Σκοπός της μεταφοράς ενός πεζού στο θέατρο δεν είναι η κουτοπόνηρη προσπάθεια να διευκολύνουμε τον απέχοντα από την απόλαυση της ανάγνωσης λογοτεχνικού κειμένου να μάθει και να πληροφορηθεί για συζητημένα πεζογραφήματα. Αν επιθυμούν κάποιοι θίασοι να οργανώνουν, πράγμα που έγινε κάποτε, δημόσιες αναγνώσεις από αναγνώστες έγκυρους ηθοποιούς αριστουργημάτων του πεζού ή του ποιητικού λόγου.
Η μεταφορά ενός πεζογραφήματος στη σκηνή είναι αισθητικά (παρακαλώ, αισθητικά!) νόμιμη μόνο αν χρησιμοποιηθεί ως οποιοδήποτε στόρι για τη δημιουργία ενός αυτόνομου καλλιτεχνικού έργου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της θεατρικής αποτελεσματικότητας. Ενα καθημερινό ή ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να γίνει πίνακας ζωγραφικής, γλυπτό, ποίημα, διήγημα, μυθιστόρημα, λιμπρέτο όπερας, χορογραφία, σενάριο κινηματογραφικό, τηλεοπτικό, νούμερο επιθεώρησης, χρονογράφημα πολιτικό, κοινωνιολογικό, ψυχολογικό, φιλοσοφικό δοκίμιο και, βέβαια, θεατρικό έργο. Ο θάνατος του Δαντών έγινε πίνακας ζωγραφικής, θεατρικό έργο και όπερα. Εργα αυτόνομα που το μόνο κοινό που έχουν είναι το γεγονός. Η «Φαύστα» του Βερναρδάκη και η «Φαύστα» του Μποστ δεν έχουν παρά ένα μόνο κοινό στοιχείο, το όνομα και τον μύθο τον ιστορικό.
Οποιος, λοιπόν, προσέρχεται σε μια παράσταση που η δημοσιότητα τον πληροφορεί πως αντλεί το θέμα του κειμένου από γνωστό πεζογράφημα, ας μην προσέρχεται με την ψευδαίσθηση πως θα γνωρίσει κάτι που έως τώρα δεν διάβασε και, κυρίως, για να ξαναθυμηθεί ό,τι έχει διαβάσει. Τίμιο θα είναι από τον παραγωγό να τον αιφνιδιάσει και να δει μια ιστορία ΑΛΛΙΩΣ, αποκαλυπτικά και, γιατί όχι, ανατρεπτικά αντίθετη με την έως τώρα λειτουργία της.