Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η ελληνική οικονομία βγήκε από τη σχεδόν δεκαετή κρίση χρέους που την ταλαιπώρησε το 2018 έχοντας διορθώσει σε έναν βαθμό τις λεγόμενες δίδυμες ανισορροπίες - στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών -, που τη χαρακτήριζαν επί χρόνια και οι οποίες το 2010 την είχαν οδηγήσει σε ουσιαστική, αν και όχι τυπική, χρεοκοπία. Αυτό επιτεύχθηκε μέσα από μια επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή, που αποκατέστησε την ισορροπία στα δημόσια οικονομικά κυρίως μέσω του σκέλους της φορολογίας, αλλά και στον εξωτερικό τομέα μέσω κυρίως της σημαντικής συρρίκνωσης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, λογικό επακόλουθο της κατά σχεδόν 25% συμπίεσης του εθνικού εισοδήματος. Παρά ταύτα, δεν αντιμετωπίστηκαν οι θεμελιώδεις αιτίες που κάνουν την ελληνική οικονομία, υπό φυσιολογικές συνθήκες, να παράγει ελλείμματα τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο, όσο και στον εξωτερικό τομέα. Το γεγονός αυτό καθιστά ιδιαίτερα εύθραυστη την προαναφερθείσα διόρθωση. Οι αιτίες αυτές συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, την έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων, την έλλειψη καινοτομίας και τη χαμηλή ποιότητα και αξιοπιστία των κρατικών και κοινωνικών θεσμών.
Η έλευση της πανδημίας άλλαξε τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, λειτουργώντας σαν το χαλί κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι όποιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Παράλληλα, απομάκρυνε - τουλάχιστον προσωρινά - το ενδιαφέρον από τις συζητήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά και του ασφαλιστικού συστήματος. Μολονότι η αλλαγή των προτεραιοτήτων - μπροστά στην κρίση της δημόσιας υγείας - κρίνεται εύλογη, δεν θα πρέπει να δημιουργήσει την αίσθηση - διότι θα πρόκειται για ψευδαίσθηση - ότι τα παραπάνω προβλήματα έπαψαν να υφίστανται.
Στην εποχή μετά την πανδημία, οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη ριζική, αποφασιστική αντιμετώπιση των προαναφερθεισών χρόνιων παθογενειών. Μια αντιμετώπιση που έχει ήδη αργήσει απελπιστικά και καθίσταται απολύτως αναγκαία, ειδικά αν κάποιος λάβει υπόψη του τόσο το ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, όσο και την ανεπαρκή βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που βέβαια συνδέεται και με τις αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις.
Σύμμαχο σε αυτή την προσπάθεια αποτελούν οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, που δίνουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί η μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία, η οποία θα είναι υψηλής παραγωγικότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η χρηματοδότηση και υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων που θα σηματοδοτούν τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας στην παραπάνω κατεύθυνση, πλαισιωμένη από μεταρρυθμίσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανώτατη εκπαίδευση, την αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα, αλλά και την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, αποτελούν το κλειδί για την οριστική έξοδο από τη στενωπό όπου βρέθηκε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια.
Είναι εύκολο να υλοποιηθούν όλα αυτά; Προφανώς και όχι. Οι μεταρρυθμίσεις από τη φύση τους αποσκοπούν στο ανακάτεμα της τράπουλας, δημιουργώντας χαμένους και κερδισμένους. Συνεπάγονται άμεσες απώλειες για κατεστημένα συμφέροντα λίγων - που ευλόγως από τη σκοπιά τους θα αντιδράσουν -, με αντάλλαγμα ωστόσο μεγαλύτερα αθροιστικά οφέλη για τους πολλούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης που ήδη συζητείται. Θα πρότεινα, πριν υπάρξουν αντιδράσεις, να αναλογιστούμε όλοι πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν το 2001 η μεταρρύθμιση που δρομολογούσε τότε ο καθηγητής κ. Γιαννίτσης είχε προχωρήσει.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα...
Ο Γιώργος Οικονομίδης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών