ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ, τις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967 η χούντα των συνταγματαρχών κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο και αιφνιδιάζοντας τους πάντες κατέλαβε την εξουσία. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο βασιλιάς όρκισε την κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον γνωστό σκληρό δεξιό εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια.
Προσωπικά, επειδή έβλεπα τον κίνδυνο της δικτατορίας, είχα προετοιμάσει την οργάνωση της ΕΔΗΝ στο Ηράκλειο και είχα ενημερώσει τα στελέχη μας στην πόλη και στα χωριά ότι σε περίπτωση κηρύξεως του στρατιωτικού νόμου πρέπει να συγκεντρωθούμε, και μάλιστα όσοι μπορούσαν να οπλοφορούν, στο κέντρο της πόλης, μπροστά στη Νομαρχία. Δυστυχώς όμως η 21η Απριλίου με βρήκε στην Αθήνα, όπου είχα ανέβει για να συναντήσω τον Γεώργιο Παπανδρέου, πριν μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για την προγραμματισμένη προεκλογική συγκέντρωση της Ενώσεως Κέντρου, προκειμένου να τον ρωτήσω αν θα ήμουν υποψήφιος στον συνδυασμό μας στον νομό Ηρακλείου, όπως μου είχε πει παλαιότερα.
Ολη εκείνη τη μέρα, που οι τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν αποκοπεί, τριγύριζα από το πρωί ως το βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, προσπαθώντας να συναντήσω έστω και κατά τύχη κάποιους γνωστούς και συναγωνιστές ΕΔΗΝίτες, για να οργανώσουμε μια κάποια μορφή αντίδρασης ή έστω να πληροφορηθώ αν το πραξικόπημα είχε επιτύχει, ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές και πώς θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εδραίωση της δικτατορίας – όλα αυτά φυσικά εις μάτην. Ο αιφνιδιασμός υπήρξε απόλυτος. Είχαν, όπως μαθαίναμε σιγά-σιγά, συλληφθεί ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος και τα βασικά στελέχη της κυβέρνησης, καθώς και όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί αλλά και χιλιάδες πολίτες, κυρίως κομμουνιστές. Είχα εγκλωβιστεί στην Αθήνα, γιατί είχαν διακοπεί και όλες οι αεροπορικές και ακτοπλοϊκές συνδέσεις και κρυβόμουν για να αποφύγω τη σύλληψη για τρεις μέρες.
Παρά την απουσία μου όμως από το Ηράκλειο, την 21η Απριλίου, εκατοντάδες ΕΔΗΝίτες από την πόλη και τα χωριά συγκεντρώθηκαν και κατέλαβαν το κέντρο της πόλης, διαδηλώνοντας με συνθήματα υπέρ της δημοκρατίας και κατά της χούντας.
Οι δυνάμεις της χωροφυλακής προσπαθούσαν, χωρίς να χρησιμοποιούν βία, να απωθήσουν τους διαδηλωτές, που όμως δεν υποχωρούσαν. Κατά το μεσημέρι εμφανίστηκε ένας λόχος με στρατιώτες υπό τις διαταγές ενός λοχαγού, που απώθησαν βίαια τους διαδηλωτές, οι οποίοι υποχώρησαν αρχικά χωρίς να διαλυθούν, οπότε έπεσαν αρκετοί πυροβολισμοί όταν άρχισαν να βάζουν εμπόδια, οδοφράγματα και φωτιές στη κεντρική Λεωφόρο Καλοκαιρινού. Κατάφεραν να κάνουν και μερικές συλλήψεις.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες που οδηγήθηκαν στα κρατητήρια ήταν και ο αδελφός μου Μάριος. Η αδελφή μου Κάτια, που ήταν επίσης ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη, ενώ ο επικεφαλής λοχαγός άρχισε να πυροβολεί κατά του πλήθους τραυματίζοντας σοβαρά στο γόνατο τον ΕΔΗΝίτη Αγγελο Τσαγκαράκη, που έμεινε έκτοτε χωλός.
Αυτή ήταν η μόνη πραγματική αντίσταση που προβλήθηκε την ημέρα του πραξικοπήματος (μια μικρότερη διαδήλωση έγινε και στα Γιάννενα, κυρίως από φοιτητές). Με παρέμβαση του αρχιεπισκόπου οι συλληφθέντες αφέθησαν ελεύθεροι την παραμονή του Πάσχα. Ετσι ο αδελφός μου, που είχε διαβατήριο, διέφυγε στο εξωτερικό, όπου εντάχθηκε στην οργάνωση του Αλέκου Παναγούλη.
Υστερα από λίγες μέρες, κατά τις 3 το πρωί, ήλθε στο σπίτι η χωροφυλακή, συνέλαβε την αδελφή μου Κάτια και την προσήγαγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου ένας ευγενέστατος επιστρατευμένος πρωτοδίκης τής απήγγειλε κατηγορία για τη συμμετοχή της στο συλλαλητήριο και πήρε την απολογία της. Πήγα και εγώ μαζί της.
Ο τίμιος αυτός δικαστής ήταν καταστενοχωρημένος και ζητούσε συγγνώμη για την ταλαιπωρία της Κάτιας.
Αρχές Σεπτεμβρίου του 1967, ήλθε η κλήση στην Κάτια να εμφανισθεί για να δικαστεί στο Εκτακτο Στρατοδικείο Χανίων, με την κατηγορία για απείθεια σε στρατιωτική διαταγή. Θεωρούσαμε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος καταδίκης, διότι δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον της για συγκεκριμένες πράξεις και κυρίως διότι στην πραγματικότητα, την ώρα του συλλαλητηρίου το πρωί της 21ης Απριλίου, δεν είχε ακόμη εκδοθεί και δημοσιευθεί καμία στρατιωτική διαταγή.
Φυσικά, επειδή εγώ ήμουν κόκκινο πανί για το καθεστώς δεν θα έπρεπε να την υπερασπιστώ ο ίδιος. Ετσι ανέθεσα την υπεράσπισή της σε έναν γνωστό μου καλό δικηγόρο από τα Χανιά. Ομως ήθελα οπωσδήποτε να παρακολουθήσω τη δίκη. Γι’ αυτό, μια και οι στρατοδίκες που είχα δει μού ήταν άγνωστοι, υπέθεσα, σωστά όπως αποδείχθηκε, ότι ούτε αυτοί με γνώριζαν κατ’ όψη. Καλού-κακού άλλαξα λίγο την εμφάνισή μου, βάζοντας μπαμπάκια μέσα στα μάγουλα, και κάθισα στο πίσω μέρος των εδράνων των δικηγόρων υπεράσπισης.
Οταν άρχισε η δίκη και οι κατηγορούμενοι ρωτήθηκαν να πουν τα ονοματεπώνυμά τους, μόλις η αδελφή μου είπε Κάτια Ιωαννίδου, ένας στρατοδίκης τη ρώτησε «ο Ιωαννίδης της ΕΔΗΝ τι σου είναι;» και στην απάντηση της Κάτιας «Είναι αδελφός μου», ο ίδιος στρατοδίκης είπε, κάνοντας ανάλογο μορφασμό, «Α, μάλιστα».
Πρώτος απολογήθηκε παλικαρίσια ο Γιάγκος Σκουλάς, ο οποίος μίλησε για αντίσταση στο πραξικόπημα, όπως λέει και το άρθρο 114 του Συντάγματος. Ενας στρατοδίκης τού παρατήρησε «Οχι πραξικόπημα, επανάσταση είναι». Ο Σκουλάς
επέμεινε ότι είναι πραξικόπημα, οπότε ο πρόεδρος διέκοψε τη διαδικασία, δεν ξέρω για ποιον λόγο, για ένα τέταρτο. Πρόλαβα έτσι να πω στην αδελφή μου, αν ερωτηθεί αν είναι πραξικόπημα ή επανάσταση, να απαντήσει «δεν ξέρω τη διαφορά».
Μόλις επανήλθε το δικαστήριο ήταν η σειρά της Κάτιας να απολογηθεί και ο πρόεδρος τη ρώτησε, «Εσείς τι λέτε, έγινε πραξικόπημα ή επανάσταση;». Η Κάτια απάντησε ότι δεν ξέρει τη διαφορά, αλλά εκείνος επέμεινε «Αφήστε τα αυτά, να μας πείτε καθαρά τι είναι». Οπότε η Κάτια, το γενναίο αυτό εικοσιπεντάχρονο τότε κορίτσι απάντησε: «Μα για τις σκέψεις μου δικάζομαι ή για τις πράξεις μου;». Αυτό ήταν. Οι «γενναίοι» στρατοδίκες την καταδίκασαν σε τρία χρόνια φυλακή! Σε άλλα τρία χρόνια καταδικάστηκε ο αδελφός μου Μάριος, ερήμην, αφού, όπως προανέφερα, είχε διαφύγει στο εξωτερικό.
Στο μυαλό μου ήλθαν αμέσως οι στίχοι του Ελύτη από το «Αξιον εστί»:
[…] Εξόριστε Ποιητή στον αιώνα σου, λέγε τι βλέπεις;
Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως
Βλέπω τους Χωροφύλακες να προσφέρουν το αίμα τους θυσία στην καθαρότητα των ουρανών […]
(…)
Μία άγνωστη
μαρτυρία με
τον Λεωνίδα Κύρκο
Συζήτηση με τον Λεωνίδα Κύρκο στην απομόνωση στη φυλακή Χαλκίδας: [Αριστερός πολιτικός κρατούμενος, κάτοικος ορεινού χωριού του Ηρακλείου, τις Γωνιές] μου είχε πει [στις φυλακές της Αίγινας] ότι την τελευταία φορά που ο Λεωνίδας είχε πάει στις Γωνιές τούς είπε ότι δικτατορία δεν πρόκειται να γίνει. Οταν ο [εκείνος, ονόματι] Καντιδογιώργης τού είπε, «Μα εδώ προχθές ήταν ο Ιωαννίδης και όπως έμαθα ζήτησε από τα στελέχη της ΕΔΗΝ να είναι έτοιμα σε περίπτωση κηρύξεως του Στρατιωτικού Νόμου, να κατέβουν με κάθε μέσο στο Ηράκλειο οπλισμένοι και να συγκεντρωθούν γύρω από τη Νομαρχία» η απάντηση του Λεωνίδα ήταν, «Δεν ξέρω τι λέει ο Ιωαννίδης. Εγώ σας λέω ότι δικτατορία δεν θα γίνει στην Ελλάδα». Ο Λεωνίδας μού επιβεβαίωσε τη συζήτηση και μου είπε ότι πράγματι οι πληροφορίες και οι εκτιμήσεις που είχανε ήταν αυτές. «Πέσαμε έξω. Είχαμε λάθος εκτιμήσει την κατάσταση, γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα μπορούσε να κινηθεί ο στρατός χωρίς την έγκριση και την υποκίνηση του βασιλιά. Είναι αλήθεια ότι κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο». Εγώ όμως φοβόμουν ότι, ακόμη και αν κερδίζαμε τις εκλογές, δεν θα μας παρέδιδαν την εξουσία και θα κατέφευγαν πια στη λύση της στρατιωτικής επέμβασης.







