«Ως παιδί, με απασχολούσαν θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα, πάντα γεμάτη συμπόνια και ενσυναίσθηση, οπότε μεγάλωσα μαθαίνοντας να ασχολούμαι με τους συνανθρώπους μου και να έχω κοινωνική συνείδηση. Οταν μελετούσα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς σχέσεις, πήγαινα στο πεδίο. Πραγματοποίησα τη διδακτορική μου έρευνα σε δύο στρατόπεδα προσφύγων στο Μαλάουι. Εκανα επίσης το τολμηρό προσωπικό βήμα να σπουδάσω στο μεγαλύτερο και παλαιότερο αφροαμερικανικό πανεπιστήμιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Πανεπιστήμιο Howard. Υπήρχαν πολύ λίγοι λευκοί μαθητές εκείνη την εποχή, και ήταν η πιο σημαντική και πλούσια προσωπική εμπειρία. Εμαθα πολύ περισσότερο τον ρατσισμό και τα φυλετικά μειονεκτήματα και προνόμια. Πριν γίνω επαγγελματίας, προσωπικά δεσμεύτηκα να προσπαθήσω να ανταποκριθώ στη δικαιοσύνη που διακήρυττα. Στο τέλος του διδακτορικού μου, καθώς σκεφτόμουν τι να κάνω με την καριέρα μου, υπήρξε ένα άνοιγμα στη Διεθνή Αμνηστία. Δεν μετάνιωσα ποτέ που έγινα εμπειρογνώμονας και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Αποδείχθηκε ότι ήταν μια σωστή επιλογή που της ταίριαζε. Τη Δευτέρα έγινε γνωστό ότι η 56χρονη Γαλλίδα Αγκνες Καλαμάρ ανέλαβε επικεφαλής της Διεθνούς Αμνηστίας, αυτής της μη κυβερνητικής οργάνωσης με το παγκόσμιο έργο. Μέχρι τώρα η Καλαμάρ ήταν ειδική ερευνήτρια του ΟΗΕ για εξωδικαστικές, αυθαίρετες εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες.
Ηγήθηκε ερευνών σε περισσότερες από 30 χώρες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της πατρίδας του, της Σαουδικής Αραβίας, στην Κωνσταντινούπολη το 2018, που πήρε τεράστια δημοσιότητα. Ηταν εκείνη που έκανε αυτό που δεν τολμούσαν να κάνουν πολλές κυβερνήσεις επί χρόνια απέναντι στη Σαουδική Αραβία. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως κατήγγειλε, σαουδάραβες αξιωματούχοι την απείλησαν δύο φορές ότι κινδυνεύει η ζωή της με τη στάση που κρατά. Μαζί με τον συνάδελφό της Ντέιβιντ Κέι, η Καλαμάρ που σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες, παρουσίασε λεπτομερή στοιχεία για το πώς χρησιμοποιήθηκε ο λογαριασμός WhatsApp του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν προκειμένου να χακάρει το τηλέφωνο του Τζεφ Μπέζος, αφεντικού της Amazon και ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Washington Post». Ηταν η δική της έρευνα που συνέβαλε σημαντικά στην αποκάλυψη τρομακτικών λεπτομερειών για τις τελευταίες στιγμές του Κασόγκι. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δολοφονία που οργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε στα ανώτατα κλιμάκια του Ριάντ.
Αυτές δεν ήταν οι μόνες απειλές που δέχθηκε η Καλαμάρ, που συνηθίζει να φοράει γυαλιά με μπλε στρογγυλό σκελετό και μιλά αγγλικά με βαριά γαλλική προφορά. Στο παρελθόν την έχει απειλήσει και ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Ροντρίγκο Ντουτέρτε, ο οποίος είπε ότι θα τη χαστούκιζε αν συνέχιζε την έρευνα που είχε ξεκινήσει για χιλιάδες δολοφονίες σε σχέση με τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στη χώρα του.
Στη δουλειά της στην Αμνηστία και σε άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε αναλάβει καίρια ζητήματα όπως η μετανάστευση και ο εκτοπισμός προσφύγων, οι επιθέσεις στον Τύπο και άλλα.
«Η Αγκνες είναι αποτελεσματική επειδή καταλαβαίνει ότι η ενασχόληση με τα ανθρώπινα δικαιώματα απαιτεί σκληρή δουλειά. Και πρέπει να γίνεται καλά, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που κάνουν θόρυβο στο Twitter», λέει ο Μάθιου Γκαλίτσια, γιος της δολοφονημένης μαλτέζας δημοσιογράφου Ντάφνι Γκαλίτσια. «Δεν ξεσπά. Κάνει τη δουλειά μεθοδικά για να τεκμηριώσει τι πραγματικά συνέβη και ύστερα ξεκινάει την προσπάθεια για λογοδοσία. Θαυμάζω πραγματικά αυτό που κάνει. Μια μοναχική γυναίκα χωρίς προϋπολογισμό, γραφείο, χωρίς τίποτα. Και κοίτα πώς τη φοβάται η Σαουδική Αραβία». Η Καλαμάρ ήταν η πρώτη που ζήτησε ανεξάρτητη έρευνα για τη δολοφονία της Γκαλίτσια – που οδήγησε στην καταδίκη εκείνων που τη διέπραξαν και την παραίτηση του πρωθυπουργού της Μάλτας.
Ποιες ήταν οι σημαντικότερες στιγμές στην πορεία της; «Εκείνες που συναντάς κάποιον ή μια κατάσταση και διαμορφώνεις μια νέα αντίληψη. Είχα την ευκαιρία μέσα από τη δουλειά μου στη Διεθνή Αμνηστία να συναντήσω τους πιο απίστευτους ανθρώπους. Μια από τις πρώτες αποστολές μου ήταν στο Πακιστάν και θυμάμαι έναν πατέρα να μου δίνει τη φωτογραφία του 10χρονου αγοριού του που είχε εξαφανισθεί και στο τέλος βρέθηκε δολοφονημένο από ένοπλες ομάδες που πολεμούσαν μεταξύ τους για τον έλεγχο της πόλης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό του. Θυμάμαι και μια μητέρα στο Μπουρούντι, που μου έλεγε στη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Τανζανία για τους δύο γιους της που είχαν εξαφανισθεί. Ο πόνος και το κουράγιο της αποτυπώθηκαν μέσα μου, όπως και η απόλυτη αποφασιστικότητά της να μη σταματήσει να αναζητά τα παιδιά της. Πάντα έψαχνε, έψαχνε, έψαχνε – η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτών των ανθρώπων που δεν εγκαταλείπουν ποτέ την προσπάθεια. Πώς να την εγκαταλείψω εγώ;».
Τη διαμόρφωσε και η οικογενειακή της ιστορία. Ο παππούς της, τον οποίο δεν πρόλαβε να γνωρίσει, ήταν στέλεχος της αντίστασης στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Συνελήφθη ως ένας από τους ηγέτες της αντίστασης στην περιοχή και εκτελέστηκε την τελευταία μέρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Οταν ήμουν παιδί, πηγαίναμε μια φορά τον χρόνο στο μέρος όπου εκτελέστηκε και αυτό ήταν σημαντικό κομμάτι του προσωπικού μου ταξιδιού. Ολες αυτές οι στιγμές με έκαναν αυτή που είμαι». Δείχνει αποφασισμένη και δεν πτοείται εύκολα. Τώρα από τη νέα της θέση στο τιμόνι της Διεθνούς Αμνηστίας έχει ευρύτερο πεδίο. «Ο κόσμος αλλάζει και σημαντικά ζητήματα παραμένουν άλυτα. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συνεχίσουμε τη μάχη για την πιο αποφασιστική υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο».







